«Εχει ξεφύγει», «έχει σαλτάρει», «παραληρεί», «κάτι πίνει», είναι μερικές από τις φράσεις που συλλέξαμε τις τελευταίες μέρες από συνομιλητές μας για τον Χρυσοχοΐδη, απ’ αφορμή τις διαδοχικές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εμφανίσεις του. Ιδιαίτερα τις πρώτες, όπου η εικόνα έδινε άλλη έμφαση στο λόγο.
Είναι γεγονός ότι ο Χρυσοχοΐδης θύμιζε έντονα τον Παπαδόπουλο της χούντας. Το επικίνδυνο γυάλισμα στο μάτι, ο παραληρηματικός λόγος (χωρίς σύνταξη, χωρίς σημεία στίξης, με τεράστια χάσματα συντακτικά και εννοιολογικά), ακόμα και η γλώσσα του σώματος πρόδιδε άνθρωπο που «κάτι έχει». Ουδέποτε ο Πολύδωρας ή ο Μαρκογιαννάκης, τυπικά δείγματα της πιο σκληρής δεξιάς, εμφανίστηκαν σε τέτοια κατάσταση.
Οποιος παρακολουθεί συστηματικά την αστική πολιτική καταλαβαίνει γιατί ο Χρυσοχοΐδης συμπεριφέρεται σαν παρανοϊκός φασίστας και κάνει ακόμα και τον Βελόπουλο του ΛΑΟΣ να δηλώνει ότι τον τρόμαξε το ύφος του υπουργού. Ο τύπος αυτός, έχοντας την υποστήριξη των Αμερικάνων, καβάλησε το καλάμι και απέκτησε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ηθελε άλλο κυβερνητικό πόστο, στον οικονομικό κύκλο. Μέχρι και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ ονειρευόταν κάποτε. Ο Παπανδρέου τον έριξε στο πιο βρόμικο πόστο. Να ‘χει να κάνει με μπάτσους, ΚΥΠατζήδες και ρουφιάνους, να δέρνει τον κόσμο και να βρίσκεται σε μια καθημερινή διαδικασία πολιτικής φθοράς. Οταν είδε ότι όλοι οι μεγαλοπασόκοι εξαφανίστηκαν από το κάδρο και τον άφησαν να τα βγάλει πέρα μόνος του με τα φετινά «Δεκεμβριανά», αποφεύγοντας να κάνουν δηλώσεις στήριξής του, σαλτάρισε ακόμη περισσότερο.
Υπό άλλες συνθήκες, ένας υπουργός που συμπεριφέρεται σαν παρανοϊκός δικτάτορας θα είχε μετατραπεί σε σάκο του μποξ. Ομως, τα ΜΜΕ του συμπεριφέρθηκαν με το γάντι. Ακούστηκαν κάτι ψιλοκριτικές για «ακρότητες», όμως μέχρις εκεί. Ολο το φάσμα συμφώνησε ότι ο Χρυσοχοΐδης έδρασε όπως έπρεπε να δράσει, προκειμένου να μην επαναληφθούν φαινόμενα σαν τα περσινά. Ξέχασαν, βέβαια, πως πέρυσι είχαμε μια αυθεντική νεολαιίστικη εξέγερση, με την οποία κανένας Χρυσοχοΐδης δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα, ενώ φέτος είχαμε απλά επετειακές εκδηλώσεις, σημασία όμως έχει πως όλο το σύστημα συνασπίστηκε γύρω από το φασιστικό δόγμα της «μηδενικής ανοχής».
Ο Χρυσοχοΐδης κατάλαβε ότι προσωπικά ανάλωσε μέσα σε τρεις μέρες όλο το πολιτικό του κεφάλαιο και πως η στήριξη δεν ήταν προς το πρόσωπό του, αλλά προς το φασιστικό δόγμα που εφάρμοσε στην πράξη κι αυτό τον έκανε να σαλτάρει ακόμα περισσότερο. Είμαι μάχιμος πολιτικός, δεν θα καταφέρουν να με κάνουν σάκο του μποξ, έλεγε απαντώντας στο ΣΥΡΙΖΑ, που προσπάθησε να τον διαχωρίσει από την κυβέρνηση. Τρέμει μπροστά στην ιδέα ενός ανεξέλεγκτου κύματος βίας από τους ξεσαλωμένους μπάτσους του. Τρέμει στην ιδέα ότι το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο τσακ γλίτωσε μια νεκρή από τους δικυκλιστές Γκοτζαμάνηδές του.
Εμάς, όμως, γιατί να μας ενδιαφέρει η προσωπική κατάσταση του Χρυσοχοΐδη. Αναλώσιμοι είναι ακόμα και οι πρωθυπουργοί, πόσο μάλλον οι υπουργοί. Εκείνο που πρέπει να ενδιαφέρει εμάς είναι το φασιστικό δόγμα της «μηδενικής ανοχής», όπως εφαρμόστηκε τις προηγούμενες μέρες. Αυτό είναι που δεν πρέπει να περάσει. Ο στίβος για την κατάργησή του, όμως, δεν είναι το κοινοβούλιο, τα τηλεοπτικά πάνελ, οι συνεντεύξεις και οι καταγγελίες. Ο στίβος βρίσκεται εκεί που εφαρμόζεται αυτό το δόγμα: στο δρόμο.
Π.Γ.