Ρώτησαν χθες τον Χαρδαλιά, με δεδομένο ότι τις τελευταίες εβδομάδες το ποσοστό των ορφανών κρουσμάτων κυμαίνεται σε ποσοστά άνω του 80%, αν «αρκούν οι μόλις 190 εργαζόμενοι και οι περίπου ισάριθμοι που αναμένεται να προσληφθούν στην Πολιτική Προστασία, όταν το ΕCDC συστήνει τουλάχιστον 30 ιχνηλάτες ανά 100.000 κατοίκους, άρα 3.000 πανελλαδικά».
Αφού επιβεβαίωσε ότι «190 ιχνηλάτες έχει η Πολιτική Προστασία και άλλους 192 θα προσλάβουμε τις επόμενες ημέρες μιας και ολοκληρώσαμε τη διαδικασία των ψυχοτεχνικών τεστ και των απαραίτητων τεστ», συνέχισε με το γνωστό παραμύθι:
«Το λέω κατηγορηματικά, το είπα και άλλες φορές δημόσια, δεν ισχύει ότι υπάρχουν ορφανά κρούσματα άνω του 80%. Ειπώθηκε και στη Βουλή σε συζήτηση πολιτικών αρχηγών. Συγχέεται η επιδημιολογική αρχική διερεύνηση που κάνει ο ΕΟΔΥ στα κρούσματα για το πού έχουν αρχικά κολλήσει, με τη μετέπειτα διαδικασία ιχνηλάτησής του. Το 92,3% των κρουσμάτων ιχνηλατείται αρκούντως διεξοδικά, τόσο αυτοί όσο και οι επαφές τους».
Για να ενισχύσει το παραμύθι έφερε και ένα παράδειγμα: «Αυτό που ξέρω είναι ότι ακόμα και την ημέρα που είχαμε το ρεκόρ των 3.350 κρουσμάτων, οι 190 ιχνηλάτες μας χρεώθηκαν μεσοσταθμικά 18 περίπου υποθέσεις ο καθένας τις οποίες τις ολοκλήρωσαν σε διάρκεια 10-14 ώρες ο καθένας και μέσα στο πρώτο 24ωρο».
Τα Μαθηματικά όλων όσων συμμετέχουν στο δισεβδομαδιαίο σόου της «ενημέρωσης» είναι επιπέδου… νηπιαγωγείου. Πετάνε αριθμούς χωρίς να σκέφτονται ότι μπορεί κάποιος να κάνει απλές μαθηματικές πράξεις, ακόμα και από στήθους. Πάμε, λοιπόν, να δούμε την «ιχνηλάτηση» του Χαρδαλιά, όπως την περιέγραψε ο ίδιος.
Καταρχάς, όταν ο ΕΟΔΥ δίνει αυτά τα κρούσματα ως ορφανά, σημαίνει ότι δε σχετίζονται με άλλο γνωστό κρούσμα ούτε είναι εισαγόμενα από τρίτη χώρα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν περιγράφουν επαφή τους με άλλο κρούσμα, δεν ξέρουν πώς κόλλησαν. Δεν υπάρχουν ίχνη προς τα πίσω, ώστε να βρεθεί η πηγή της μόλυνσής τους. Περιττεύει να πούμε ότι αν υπήρχε ένα οργανωμένο σύστημα ιχνηλάτησης, για το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των νέων κρουσμάτων θα μπορούσε να βρεθεί η πηγή της μόλυνσης από άλλο κρούσμα.
Μήπως, όμως, ανιχνεύεται η ιχνηλάτηση προς τα εμπρός, δηλαδή οι άνθρωποι στους οποίους ενδεχομένως μετέδωσαν τον ιό οι συγκεκριμένοι διαγνωσθέντες ως θετικοί;
Οπως μας είπε ο Χαρδαλιάς, την ημέρα που υπήρξε ρεκόρ διαγνωσθέντων κρουσμάτων, κάθε ιχνηλάτης χρεώθηκε 18 υποθέσεις και τις ολοκλήρωσε σε 10-14 ώρες. Εμείς θα πάρουμε δωδεκάωρο. Αυτό σημαίνει μία υπόθεση κάθε 40 λεπτά. Τι είδους ιχνηλάτηση έκανε; Προς τα πίσω και προς τα μπροστά; Θα έπρεπε να ελέγξει καμιά δεκαριά άτομα για κάθε κρούσμα. Εμείς υπολογίζουμε το κρούσμα και τέσσερις επαφές του (ελάχιστες λέμε, αν θέλουμε να μιλήσουμε για ιχνηλάτηση). Αυτό σημαίνει ότι ο ιχνηλάτης του Χαρδαλιά ασχολήθηκε κατά μέσο όρο 8 λεπτά με κάθε άτομο. Τι πρόλαβε να κάνει μέσα σε 8 λεπτά; Σε ιδανικές συνθήκες, το πολύ να συμπληρώσει ένα δελτίο, καλώντας κάθε άτομο να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις. Κάτι σαν τα PLF που συμπληρώνουν όσοι ταξιδεύουν με πλοίο ή αεροπλάνο, τα οποία τα μαζεύουν οι υπάλληλοι της εταιρίας και τα στοιβάζουν κάπου, όπου παραδίδονται στις ορέξεις των τρωκτικών.
Πώς γίνεται αυτή η τυπική-γραφειοκρατική διαδικασία; Από το τηλέφωνο, φυσικά! Γιατί αν ο ιχνηλάτης έπρεπε να ανέβει σε ένα όχημα και να επισκεφτεί το κρούσμα και τις επαφές του, θα ήθελε τουλάχιστον μία ώρα για τον καθένα (και πάλι λίγο λέμε). Κι αν σκεφτούμε ότι για να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον καθένα θέλει και λίγη ώρα στα προκαταρκτικά και ότι ο υπάλληλος πρέπει να φάει, να πιει καφέ, να πάει μερικές φορές στην τουαλέτα (δωδεκάωρο είναι αυτό), από το οχτάλεπτο δεν μένει ούτε πεντάλεπτο.
Αυτό ονομάζει «ιχνηλάτηση» ο Χαρδαλιάς! Μερικά τηλεφωνήματα και συμπλήρωση μιας φόρμας με την υποβολή ερωτήσεων σε κάποια (ελάχιστα) κρούσματα και σε ελάχιστες από τις επαφές τους (κατά κανόνα μέσα στην οικογένεια του κρούσματος). Και βέβαια, κανένας από την «ιχνηλάτηση» δεν επανέρχεται, για να δει τι έγινε με τις επαφές, αν κάποια νόσησε, ποιες είναι οι δικές της επαφές κτλ., ώστε να βρεθεί η αλυσίδα μετάδοσης.
Σε κάποια μικρά μέρη μπορεί να το έκαναν επιλεκτικά αυτό, όταν τα κρούσματα ήταν ακόμα λίγα και οι επαφές μπορούσαν να εντοπιστούν εύκολα (π.χ. στους κατοίκους ενός χωριού ή μιας κωμόπολης, όπου παρατηρήθηκαν κρούσματα μετά από μια κηδεία ή από ένα γλέντι). Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όμως, με τα κρούσματα να παρουσιάζουν μεγάλη γεωγραφική διασπορά, το παιχνίδι ήταν χαμένο εξαρχής. Δεν υπήρχε ιχνηλάτηση, όπως δεν υπήρξε ποτέ μηχανισμός συστηματικής επιδημιολογικής επιτήρησης, στηριγμένος στο μαζικό τέστινγκ και στη μαζική ιχνηλάτηση. Και όταν τα κρούσματα έγιναν πολλές εκατοντάδες και μετά χιλιάδες, διασπαρμένα σε όλη τη χώρα, οι 190 ιχνηλάτες του Χαρδαλιά ούτε τηλεφωνικά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τα κρούσματα και τις επαφές τους. Δεν μπορούν να ιχνηλατήσουν ούτε προς τα πίσω (για να βρουν από πού κόλλησε ο συγκεκριμένος άνθρωπος) ούτε προς τα εμπρός (για να ελέγξουν αν κόλλησε και άλλους).
Αν υπήρχε πραγματικά ιχνηλάτηση, τότε θα διόρθωναν την αρχική εκτίμηση του ΕΟΔΥ. Θα εξέδιδαν ένα άλλο δελτίο που θα εμφάνιζε όλα τα κρούσματα να είναι γνωστής προέλευσης, όπως ψευδώς ισχυρίζεται ο Χαρδαλιάς. Ομως η αρχική εκτίμηση του ΕΟΔΥ είναι η μόνη υπάρχουσα εκτίμηση, η οποία παραμένει και δείχνει παραστατικότατα την πλήρη απώλεια του ελέγχου.
Δεν είναι τυχαίο, ότι τα «ορφανά» κρούσματα που εμφανίζει στις ημερήσιες επιδημιολογικές εκθέσεις του ο ΕΟΔΥ παρουσιάζουν με την πάροδο του χρόνου μια σταθερή ποσοστιαία άνοδο στο σύνολο των κρουσμάτων. Από τον Σεπτέμβρη κυμαίνονται σε ποσοστά πάνω από το 50% των συνολικών κρουσμάτων και πράγματι το τελευταίο διάστημα κυμαίνονται γύρω στο 80% του συνόλου, όπως φαίνεται στον πίνακα που αναδημοσιεύουμε από πρόσφατη ανάλυσή μας.
Ο Χαρδαλιάς, όμως, νομίζοντας ότι απευθύνεται σε ηλίθιους, εκτός από την αναφορά του στα «190 εξαιρετικά στελέχη από τις Ενοπλες Δυνάμεις, από τα Σώματα Ασφαλείας, από τον ΕΟΔΥ, από το Υπουργείο Υγείας, που καθημερινά δουλεύουν πολύ σκληρά, δουλεύουν πολύ υπεύθυνα» μίλησε και για «τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, οι πλατφόρμες που χρησιμοποιούμε [που] είναι αυτά που κάνουν θεωρώ τη διαφορά και αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα και πρακτικής σε όλη την Ευρώπη»! Αν όμως διέθεταν… πρωτοποριακές πλατφόρμες, τότε ο ΕΟΔΥ θα μπορούσε να εντοπίσει την αιτία μόλυνσης του μεγαλύτερου μέρους των κρουσμάτων και δε θα έδινε 80% ορφανά.
Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Χαρδαλιάς ξεπέρασε τη σύσταση του ECDC, που δεν είναι καμιά… μυστική επαναστατική οργάνωση, αλλά το Eυρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων, δηλαδή ένας μηχανισμός της ΕΕ: «Δεν ξέρω πραγματικά τι ακριβώς συστήνει το ECDC. Την έχω διαβάσει και εγώ αυτή τη συζήτηση περί 30 ανά 100.000. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμοι θα μου ήταν 3.000 ιχνηλάτες αυτή τη στιγμή για να ιχνηλατήσουν 1.400 κρούσματα. Και δεν ξέρω και σε τι παραμέτρους βασίζεται το ECDC».
Ο υπεύθυνος για την ιχνηλάτηση στην Ελλάδα «δεν ξέρει» τι συστήνει το ECDC, αλλά κάτι «έχει διαβάσει»! Και με το γνωστό στιλ του σερίφη αποφαίνεται ότι δεν του χρειάζονται 3.000 ιχνηλάτες για να ιχνηλατήσουν 1.400 κρούσματα (τόσα ήταν τη συγκεκριμένη μέρα, που ήταν Δευτέρα – την Τρίτη ήταν 2.135 και τις προηγούμενες μέρες ξεπερνούσαν ακόμα και τις 3.000). Οταν η «ιχνηλάτηση» δεν είναι παρά μερικά γραφειοκρατικά τηλεφωνήματα σε ελάχιστα από τα κρούσματα και η συμπλήρωση μιας φόρμας, πραγματικά «τι να τους κάνει τους 3.000 ιχνηλάτες» ο Χαρδαλιάς; Οταν πρόκειται για πραγματική ιχνηλάτηση, τότε και οι 3.000 είναι λίγοι, αν σκεφτούμε τη διασπορά του ιού σε όλη τη χώρα και την ανάγκη για συστηματική παρακολούθηση των κρουσμάτων, των επαφών τους και των επαφών των επαφών τους.
YΓ. Επειδή, όπως είπαμε, στο δισεβδομαδιαίο σόου της «ενημέρωσης» έχουν μαζευτεί όλοι οι υποψήφιοι… νομπελίστες των Μαθηματικών, θυμηθήκαμε και ένα από τα «θεωρήματα του Γκίκα». Στις 6 Νοέμβρη, ο Μαγιορκίνης, ως μη όφειλε, καθώς δεν είναι πολιτικό πρόσωπο, ανέλαβε να απαντήσει σε ερώτηση σχετική με την κριτική του Τσίπρα στην κυβέρνηση για την ποσοστιαία αύξηση των θανάτων στη χώρα μας. Και είπε:
«Τώρα όσον αφορά την αύξηση των θανάτων, να πούμε ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχουμε 67 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει 133 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η Ελλάδα όντως στην πρώτη φάση του πανδημικού κύματος είχε πολύ μικρό αριθμό, δηλαδή γύρω στα 20 με 30 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Βλέπουμε ένα σημαντικό αριθμό θανάτων και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί γιατί έχουμε αρκετούς θανάτους σε αυτό το κύμα και περιμένουμε και αρκετά περισσότερους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι μέτρο σύγκρισης σε αυτή τη φάση. Και δεν είναι μέτρο σύγκρισης γιατί 20% στα 100 εκατομμύρια είναι 300% σε ένα μικρό πληθυσμό. Αρα, λοιπόν, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός ως δείκτης. Είναι αυτό που θα λέγαμε ένα στατιστικό artifact»!
Ας δούμε το… «θεώρημα του Γκίκα». 20% στα 100 εκατομμύρια μας κάνει 20 εκατομμύρια. Σε ένα μικρό πληθυσμό, ας πούμε 10 εκατομμύρια, 20% μας κάνει 2 εκατομμύρια. Πού είναι το 300%, ωρέ Γκίκα; Εμείς δε θα μιλήσουμε για… στατιστικό artifact (τέχνημα). Θα μιλήσουμε για τρικυμία εν κρανίω του Μαγιορκίνη, που στην προσπάθειά του να στηρίξει την κυβερνητική πολιτική πατάει συνεχώς τα κορδόνια του και πέφτει. Ο ακροδεξιός τηλεπλασιέ-υπουργός δεν είπε ότι η αύξηση των θανάτων δεν είναι μέτρο σύγκρισης. Αντίθετα, δήλωσε ότι η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί η Ελλάδα έχει 12 φορές λιγότερους θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμό από το Βέλγιο.
Σε χθεσινό δημοσίευμα δείξαμε ότι από την αρχή της πανδημίας μέχρι τον Ιούλη η Ελλάδα είχε περίπου 18 θανάτους/εκατομμύριο πληθυσμού (όχι 20 με 30 που είπε ο Μαγιορκίνης) και στις 23 Νοέμβρη είχε φτάσει τους 157 θανάτους/εκατομμύριο πληθυσμού. Σχεδόν εννιά φορές πάνω. Κι αυτό είναι μέτρο σύγκρισης, που αποκαλύπτει τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις πλάτες των «Μαγιορκίνηδων».