Την Τρίτη 2 Νοέμβρη, ολοκληρώθηκε η συζήτηση του περιβόητου νομοσχέδιου για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση των φαρμάκων, με την ψήφιση και κατ’ άρθρο. Σε λίγες μέρες θα ψηφιστεί και στο σύνολό του και θα γίνει νόμος του κράτους. Από τις αρχές του χρόνου, το νομοσχέδιο αυτό είχε διαφημιστεί πάρα πολύ από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, σαν το μαγικό ραβδί με το οποίο θα μειωθούν δήθεν κατά 1δισ. ευρώ οι δαπάνες για τα φάρμακα, χωρίς να γίνουν περικοπές στη φαρμακευτική περίθαλψη των εργαζόμενων και χωρίς να υποχρεωθούν οι εργαζόμενοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη προκειμένου να έχουν πλήρη φαρμακευτική περίθαλψη, σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη.
Οπως είναι γνωστό, τα νομοσχέδια που κατατίθενται στη Βουλή για ψήφιση συνοδεύονται από εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), στις οποίες, εκτός των άλλων, καταγράφονται και οι οικονομικές επιπτώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό και στους προϋπολογισμούς των φορέων, στους οποίους αναφέρονται οι διατάξεις του νομοσχεδίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το ΓΛΚ δεν ρισκάρει να χρεωθεί την κυβερνητική εκτίμηση, ότι δηλαδή οι φαρμακευτικές δαπάνες θα μειωθούν κατά 1 δισ. ευρώ το χρόνο. Ετσι, στην έκθεσή του αναφέρει:
«Β. Επί των προϋπολογισμών των Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης… 2. Ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης από την συστηματικότερη παρακολούθηση και διασταύρωση των στοιχείων που αφορούν στην φαρμακευτική συνταγογράφηση και στα παραπεμπτικά των ιατρικών πράξεων. Το ύψος της εξοικονόμησης δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς» (η επισήμανση δική μας).
Οι υπηρεσιακοί παράγοντες του ΓΛΚ κρατούν επιφυλάξεις και αρνούνται να μετατραπούν σε κυβερνητικά παπαγαλάκια γιατί γνωρίζουν: Πρώτον, την πρακτική των «φαρμακοτρίφτηδων» να υποκαθιστούν φτηνά με ακριβά φάρμακα και την κυβερνητική τακτική να νομιμοποιεί αυτή την πρακτική. Πρακτική που είναι γνωστή και στους κυβερνητικούς βουλευτές και που δεν την ακουμπάει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μολονότι προκλήθηκε το προηγούμενο διάστημα και από κυβερνητικούς βουλευτές να πάρει μέτρα εναντίον της. Δεύτερον, ότι θα γίνουν περικοπές στη φαρμακευτική αγωγή των ασφαλισμένων, οι οποίοι θ’ αναγκαστούν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη (όχι μόνο για τα φάρμακα), παρά τις αντίθετες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις. Αυτή η ιστορία έχει ήδη αρχίσει εδώ και καιρό με την εξαίρεση σημαντικών φαρμάκων (αναλγητικά, ασπιρίνες, κ.ά.) από τη συνταγογράφηση, που τα έχει ανάγκη η εργαζόμενη κοινωνία και αναγκάζεται να τα πληρώσει από την τσέπη της.
Η άρνηση αυτή του ΓΛΚ προκάλεσε την οργή του κυβερνητικού βουλευτή Επικρατείας Η. Μόσιαλου, που έχει μετατραπεί σε γενίτσαρο, μιας και εξασφάλισε σημαντικές θέσεις, όπως αυτή του προέδρου του ΙΣΤΑΜΕ-Ανδρέας Παπανδρέου, τον Απρίλη του 2010. Στη σελίδα 16 αναφερόμαστε στην πρωτοβουλία του, ως προέδρου του ΙΣΤΑΜΕ, να δοθούν οι προμήθειες των νοσοκομείων σε ιδιωτική εταιρία, γιατί αυτό αποφάσισε η οικογένεια Παπανδρέου. Στην τέταρτη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, που συζητιόταν το νομοσχέδιο για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, ο Η. Μόσιαλος πήρε το λόγο και στο κλείσιμο της ομιλίας του δήλωσε με οργή: «Κλείνω, λέγοντας ότι για μια ακόμη φορά θα κάνω μια παρατήρηση για την απογοητευτική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Αυτή η έκθεση είναι “για τα γέλια’. Απλώς, επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις του υπουργείου ότι θα μειωθεί η δαπάνη κατά 1 δισ. ευρώ… Περιμέναμε κάτι καλύτερο από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους… Εάν αυτή η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά της, θα πρέπει να κλείσει και να αναδιαρθρωθεί» (επισήμανση δική μας ).
Μερικές αναγκαίες παρατηρήσεις. Καταρχάς, ο λόγος αυτός βγάζει οργή ενώ ταυτόχρονα είναι παραληρηματικός. Δεύτερον, εάν η τοποθέτηση αυτή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι απογοητευτική κατά τον Η. Μόσιαλο, «γιατί επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις του υπουργείου», τότε θα πρέπει εξίσου απογοητευτική να είναι και η εκτίμηση του υπουργείου. Αυτό λέει η κοινή λογική. Είναι απογοητευτική –κατά Η. Μόσιαλο– γιατί δεν είναι αβανταδόρικη για την κυβερνητική άποψη, σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση είναι στριμωγμένη στη γωνία και έχει ανάγκη βοήθειας προκειμένου να εξαπατήσει τους εργαζόμενους, ότι δεν θα κάνει περικοπές στα φάρμακα και δεν θα τους χαρατσώσει προκειμένου να καλύψουν πλήρως και επιστημονικά τις θεραπευτικές τους ανάγκες.
Στις αρχές του χρόνου, όμως, άλλα έλεγαν ο Η. Μόσιαλος και ο επίσης κυβερνητικός βουλευτής Ε. Νασιώκας, που χρημάτισε μάλιστα και υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Σημίτη. Ας θυμηθούμε τις δηλώσεις τους για τη μείωση των τιμών των φαρμάκων, που και οι δύο τις ξέχασαν στις παρεμβάσεις τους κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή του νομοσχεδίου (για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση.
«ΗΛΙΑΣ ΜΟΣΙΑΛΟΣ: Η υπόθεση της μείωσης του 20%. Ηδη οι φαρμακευτικές εταιρίες ετοιμάζουν μαζικά υποκατάσταση από φθηνότερα φάρμακα σε ακριβότερα φάρμακα. Επομένως, δεν είναι ελέγξιμο το φαινόμενο της υποκατάστασης, το ένα δισεκατομμύριο δεν πρόκειται να επιτευχθεί» (Διαρκής Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, 24.2.2010).
Πρόκειται για καθαρή τοποθέτηση που χάλαγε την κυβερνητική προπαγάνδα ότι θα μειώσει κατά 1 δισ. ευρώ τη δαπάνη για τα φάρμακα, χωρίς να θίξει τους εργαζόμενους. Τότε τα Μαζικά Μέσα Παραπληροφόρησης είχαν θάψει την τοποθέτηση αυτή του Η. Μόσιαλου. Φαίνεται ότι ο κύριος αυτός χρησιμοποίησε αυτή την αλήθεια προκειμένου να πετύχει το στόχο του, που ήταν η αναρρίχηση σε καίριο μηχανισμό της οικογένειας.
«ΕΚΤΟΡΑΣ ΝΑΣΙΩΚΑΣ: Η μείωση της τιμής των φαρμάκων, των κλασικών παλιών φτηνών φαρμάκων, των πέντε και έξι ευρώ που θα μειωθεί και αυτό κατά 20%, θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, διότι αυτά τα φάρμακα θα αποσυρθούν και θα υπάρχει εσωτερική κατεύθυνση να αντικατασταθούν από πολύ ακριβότερα φάρμακα» (στην ίδια συνεδρίαση).
Επίσης καθαρή τοποθέτηση που κι αυτή αποσιωπήθηκε τότε από τα ΜΜΠ. Τώρα ξεχάστηκε και από τον ίδιο, για λόγους ενίσχυσης της κυβερνητικής προπαγάνδας, ότι δήθεν θα γίνει μείωση της δαπάνης χωρίς να πειραχτούν τα δικαιώματα των εργαζόμενων.
Δεν ήταν μόνο οι δύο κυβερνητικοί βουλευτές που έβαλαν το ζήτημα της υποκατάστασης των φτηνών από ακριβά φάρμακα. Ηταν ακόμη το στέλεχος της εταιρίας ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ Αθ. Λοπατατζίδης που ήταν μέλος της επιτροπής που είχε συγκροτήσει ο πρώην υπουργός Εργασίας Α. Λοβέρδος, επιτροπής που ετοίμασε το έδαφος για την αντιασφαλιστική επίθεση που ολοκληρώθηκε με τους νόμους 3863 και 3865 του 2010. Ο Αθ. Λοπατατζίδης, κατά τη διάρκεια των εργασιών της επιτροπής, παρουσίασε αποκαλυπτικά στοιχεία για την τακτική των «φαρμακοτρίφτηδων» να υποκαθιστούν παλαιά, ασφαλή, αποτελεσματικά και φτηνά φάρμακα με άλλα ακριβότερα. Παραθέτουμε αυτούσιους τους δύο πίνακες του Αθ. Λοπατατζίδη. Κατά την ημέρα της παρουσίασης των στοιχείων αυτών, ο Α. Λοβέρδος είχε πάθει μεγάλη πλάκα και δεν είπε το παραμικρό για να αντικρούσει τον Λοπατατζίδη.
Είναι ακόμη ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) Δ. Φιλιώτης, που το Σεπτέμβρη του 2010, μιλώντας στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική», πέταξε ως απειλή την υποκατάσταση των φτηνών με ακριβά φάρμακα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα: «Πρόσθεσε μάλιστα , πως οι τελευταίες ρυθμίσεις για τις τιμές… μπορεί να αποδειχθεί ότι υπονομεύουν την ομαλή λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς, οδηγώντας στην αντικατάσταση παλαιών και καταξιωμένων φαρμάκων από νεότερα και ακριβότερα» (η επισήμανση δική μας). Τότε δεν υπήρξε καμία κυβερνητική αντίδραση γι’ αυτές τις απροκάλυπτες δηλώσεις του Δ. Φιλιώτη, γιατί ως τώρα καμία από τις κυβερνήσεις, μπλε και πράσινες, δεν τόλμησε να βάλει φρένο σ’ αυτή την πρακτική των φαρμακοβιομηχάνων και εισαγωγέων.
Ερχόμαστε τώρα να δούμε, εάν με το νομοσχέδιο για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση τίθεται έστω και φραστικά εν αμφιβόλω η πολιτική της υποκατάστασης (και όχι μόνο), που ακολουθούν οι εταιρίες.
Το νομοσχέδιο για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση συνοδεύεται από μια έκθεση αξιολόγησης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΓΓΚΑ). Αυτή η έκθεση έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί από τους συντάκτες της ομολογείται ότι δεν ακουμπάει πουθενά τόσο τις μεγάλες φαρμακευτικές επιχειρήσεις όσο και την πολιτική τους. Στην έκθεση αυτή μπαίνουν ερωτήματα, εάν η αξιολογούμενη ρύθμιση επιδρά στο μάρκετινγκ και στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων και στις λειτουργίες της παραγωγής τους. Η απάντηση σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ότι δεν υπάρχει καμιά επίδραση. Τέλος, μπαίνει και το ερώτημα, εάν η αξιολογούμενη ρύθμιση επιδρά στην αγορά του φαρμάκου γενικά. Και σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι ότι δεν θα έχει σημαντική συνέπεια. Φυσικά, μέσα στο γενικό ερώτημα, εάν επιδρά στην αγορά του φαρμάκου, υπάγεται και η πολιτική της υποκατάστασης των φτηνών από ακριβά φάρμακα. Ετσι η απάντηση ότι δεν θα έχει σημαντική συνέπεια μας δίνει το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι οι «φαρμακοτρίφτιδες» θα συνεχίσουν την πολιτική της υποκατάστασης και στην εποχή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Θα συνεχιστεί γιατί η πολιτική της υποκατάστασης (και όχι μόνο) μένει στο απυρόβλητο. Κυβέρνηση και παπαγαλάκια ισχυρίζονται, ότι η φαρμακευτική δαπάνη αυξάνεται γοργά, γιατί έχουμε υπερκατανάλωση στα φάρμακα και γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες «ταΐζουν» τους γιατρούς. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα είχε επιπτώσεις στο μάρκετινγκ των εταιριών και θα έπρεπε η κυβέρνηση να πάρει μέτρα που να επηρεάζουν την πολιτική λαδώματος των γιατρών από τις εταιρίες, που με τη σειρά τους θα επηρέαζαν την πολιτική μάρκετινγκ των εταιριών, κάτι που όμως δεν συμβαίνει με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση.
Αφού η κυβέρνηση δεν ακουμπά τις φαρμακευτικές εταιρίες με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση τότε τι μένει για να μειώσουν λίγο τους ρυθμούς αύξησης των φαρμακευτικών δαπανών; Μένει η μεταφορά της δαπάνης στους εργαζόμενους, μέσω της αφαίρεσης βασικών φαρμάκων από τη φαρμακευτική περίθαλψη κι ας σχίζει τα ρούχα της η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.
Είναι γνωστό, ότι πρόσφατα στατιστικά στοιχεία στην Ελλάδα για τη δήθεν αύξηση της κατανάλωσης φαρμάκων δεν υπάρχουν. Είναι ακόμη γνωστό, ότι με μελέτες του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) αποδεικνυόταν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε υπερκατανάλωση φαρμάκων. Επειδή όμως αυτό δεν βόλευε την προπαγάνδα της κυβέρνησης και όλου του αστικού πολιτικού κόσμου, το ΙΟΒΕ σταμάτησε στις μελέτες του για τηνφαρμακευτική δαπάνη να παρουσιάζει στοιχεία για την κατ’ άτομο κατανάλωση φαρμάκων.
Την άνοιξη του 2010, η πρώην υπουργός Υγείας Μ. Ξενογιαννακοπούλου, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτή για την κατανάλωση φαρμάκων στην Ελλάδα, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία και ότι αυτά θα συγκεντρωθούν μετά την εφαρμογή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Επειδή όμως αυτή η απάντηση δεν βολεύει την κυβερνητική προπαγάνδα για υπερκατανάλωση στην Ελλάδα, ανακάλυψαν τον αριθμό των συνταγών που εκδίδονται στην Ελλάδα και τις συγκρίνουν με άλλες χώρες. Ετσι, στην εισηγητική έκθεση του νόμου μιλούν για 100 εκατομμύρια συνταγές, χωρίς φυσικά να έχουν στοιχεία. Ο Θ. Αμπατζόγλου, πρώην διοικητής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και νυν αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, τους αντικρούει λέγοντας ότι τέτοιο νούμερο δεν υπάρχει και ότι οι συνταγές του μεν ΙΚΑ ανέρχονται σε 30 εκατομμύρια, των δε άλλων ταμείων σε 22 εκατομμύρια, δηλαδή σύνολο 52 εκατομμύρια. Ο λαλίστατος αναπληρωτής υπουργός Εργασίας Γ. Κουτρουμάνης δεν τόλμησε να τον αντικρούσει.
Με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση θα πέσει μεγάλο χαράτσι στους ασφαλισμένους όλων των Ταμείων, μια και θα κληθούν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να έχουν πλήρη φαρμακευτική κάλυψη.