Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή είναι πλέον καθαρά συριζαίικο, αφού διευθύνεται από ένα κυβερνητικό στέλεχος (Φρ. Κουτεντάκης) και όχι από έναν οικονομολόγο προσκείμενο στην αντιπολίτευση (όπως ήταν ο Π. Λιαργκόβας). Οταν λοιπόν μιλά το ΓΠΚΒ είναι σαν να μιλά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Απλά, το ΓΠΚΒ φορά το μανδύα της επιστημονικής ανεξαρτησίας. Αυτός είναι, άλλωστε, ο ρόλος του. Να συνδράμει την κυβερνητική πολιτική, καταθέτοντας τον «επιστημονικό» οβολό για τη διαμόρφωση του απαραίτητου κλίματος στην κοινωνία.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΓΠΚΒ αναγορεύει σε κεντρικό πρόβλημα της χώρας τη «σοβαρή δημοσιονομική απειλή» που συνιστούν οι δικαστικές διεκδικήσεις αναδρομικών για μισθούς, συντάξεις, δώρα και επιδόματα που κόπηκαν με τον μνημονιακό νόμο του 2012. Αν οι υποθέσεις αυτές τελεσιδικήσουν, θα επέλθει εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα δημιουργηθεί ένας άνευ προηγουμένου λογαριασμός για τη χώρα, λέει ο Κουτεντάκης. Οι διαρροές από «αρμόδιες πηγές» υποστηρίζουν ότι αυτός ο λογαριασμός μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 8-9 δισ. ευρώ, εφόσον κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος Κατρούγκαλου.
Ο Κουτεντάκης (δηλαδή η κυβέρνηση) βάζει μπροστά το ΓΠΚΒ για να στείλει δραματικό μήνυμα στους δικαστές του ΣτΕ που χειρίζονται αυτή την υπόθεση. Τους θέτει προ των ευθυνών τους έναντι του συστήματος που έχουν ορκιστεί να υπηρετούν, θέτοντάς του το εξής δίλημμα (σε ελεύθερη απόδοση): «εσείς που κρίνατε μια σειρά μνημονιακούς νόμους ως σύμφωνους με το Σύνταγμα, επικαλούμενοι τις δημοσιονομικές ανάγκες του κράτους, θα δεχτείτε τώρα -για να ικανοποιήσετε αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες- να κρίνετε το αντίθετο, οδηγώντας τη χώρα σε έναν πρωτοφανή δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες;».
Εδώ δε θα μας απασχολήσει το ζήτημα της στάσης του ΣτΕ (έχει γραφεί στην εφημερίδα μας, με βάση τη λογική που κινείται το ΣτΕ, υπερασπιζόμενο «το δίκαιο του μονάρχη», ότι θα κινηθεί και πάλι στην ίδια κατεύθυνση), αλλά η λογική με την οποία κινείται ο… αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μέχρι και το 2015 υποσχόταν ότι θα κάνει με νομοθετικές παρεμβάσεις αυτά που τώρα εκκρεμούν ενώπιον του ΣτΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ότι θα καταργούσε τα Μνημόνια και όλους τους εφαρμοστικούς τους νόμους «με ένα νόμο σε ένα άρθρο», και τώρα, ο ίδιος ΣΥΡΙΖΑ εφιστά την προσοχή του ΣτΕ ότι αν υλοποιήσει ένα μέρος από τα παλιά υπεσχημένα, θα οδηγήσει τη χώρα σε πρωτοφανή δημοσιονομικό εκτροχιασμό!
Ο συριζαίος Κουτεντάκης κάνει κι ένα βήμα παραπέρα. Προειδοποιεί ότι «η όξυνση του πολιτικού ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πλειοδοσία εξαγγελιών με σημαντικό κόστος που μπορεί να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία»! Ο Ντέκλαν Κοστέλο της Κομισιόν και ο Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ δε θα τα έγραφαν καλύτερα. Πάντοτε, οι αστοί τεχνοκράτες προειδοποιούν τα αστικά κόμματα να προσέχουν τι τάζουν κατά την προεκλογική περίοδο, γιατί δημιουργούν προσδοκίες στο λαό και εξάπτουν κοιμισμένα διεκδικητικά αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται γενικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι. Για παράδειγμα, λένε αυτοί οι τεχνοκράτες, αν οι αναλυτές των «αγορών» δουν να υπάρχει μια γενική προεκλογική πλειοδοσία, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουν σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού κράτους. Ετσι, θα προκύψει ξανά πρόβλημα εξυπηρέτησης του κρατικού δανεισμού, με κίνδυνο να μπει η χώρα σε ένα νέο φαύλο κύκλο, ο οποίος θα εξαντλήσει γρήγορα το «μαξιλάρι ρευστότητας» και μετά -εφόσον τα επιτόκια παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα- θα απαιτήσουν νέο δανεισμό από το μηχανισμό διάσωσης της ΕΕ και, φυσικά, νέο Μνημόνιο.
Δεν είναι καινούργιες αυτές οι απόψεις. Τις ακούμε συνήθως από κάθε κυβέρνηση, ως μομφή προς την εκάστοτε αντιπολίτευση, η οποία τάζει διάφορα, με την κυβέρνηση να την κατηγορεί για «ανευθυνότητα» και «λαϊκισμό» και να τη ρωτάει «πού θα βρείτε τα λεφτά;». Το ζήσαμε το 2009, κατά την τελευταία προ-Μνημονίων εκλογική αναμέτρηση, με το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν» του Γιωργάκη Παπανδρέου (δε χρειάζεται να θυμίσουμε τη συνέχεια, μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ). Το ξαναζήσαμε σε τόσο μεγάλη ένταση και το 2012, αλλά περισσότερο το 2015, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υπόσχεται «τα πάντα όλα». Η συνέχεια ήταν το τρίτο Μνημόνιο και οι εφαρμοστικοί του νόμοι, που ολοκλήρωσαν το σκηνικό της κοινωνικής και εργασιακής βαρβαρότητας. Ομως, ενώ το καλοκαίρι του 2015 και κατά την προεκλογική περίοδο του Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι το τρίτο Μνημόνιο δεν είναι δική του πολιτική, αλλά είναι κάτι που του επιβλήθηκε «με το πιστόλι στον κρόταφο» και το οποίο θα προσπαθήσει να υπονομεύσει με το αλήστου μνήμης «παράλληλο πρόγραμμα», σήμερα υπερασπίζεται με πάθος αυτή την πολιτική και τα στελέχη του προειδοποιούν το ΣτΕ να μην ικανοποιήσει αιτήματα για αναδρομικά και να μην κρίνει μνημονιακές ρυθμίσεις ως αντισυνταγματικές, γιατί θα οδηγήσει τη χώρα σ' έναν καταστροφικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο της «νοικοκυρεμένης» πολιτικής δύναμης (η οποία, ακριβώς επειδή είναι «νοικοκυρεμένη» και συνεπής, έχει την εμπιστοσύνη όλων των ιμπεριαλιστικών κέντρων), που κατηγορεί την αντιπολίτευση για «λαϊκισμό» και «ανευθυνότητα». Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι ο Τσίπρας δεν αντιμετωπίζει σήμερα την αντιπολίτευση που αντιμετώπιζε ο Καραμανλής από τον Παπανδρέου το 2009 ή οι Σαμαροβενιζέλοι από τον Τσίπρα το 2015. Σιγά το «λαϊκισμό» του Μητσοτάκη. Νεοφιλελεύθερη αναπτυξιολογία είναι ο πυρήνας του πολιτικού του λόγου. Πού να συγκριθεί η υποσχεσιολογία της ΝΔ με το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους με ένα νόμο σε ένα άρθρο»!
Κι όμως, ακόμα και αυτή την προσεκτική υποσχεσιολογία του Μητσοτάκη, που περιβάλλει τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης αναπτυξιολογίας, οι συριζαίοι την αποκαλούν «λαϊκισμό»! Ο Κουτεντάκης δε προειδοποίησε να μην υπάρξει «πλειοδοσία εξαγγελιών», γιατί αυτή μπορεί «να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία», κινούμενος με τη λογική του τεχνοκράτη, ο οποίος βλέπει τα πράγματα από την απόσταση του επιστήμονα. Πρόκειται για μια βασική συνιστώσα του συριζαϊκού πολιτικού λόγου αυτής της περιόδου. Μπορεί να κατηγορούν τον Μητσοτάκη ότι ονειρεύεται «ασφαλιστικό Πινοσέτ», μαζικές απολύσεις δημόσιων υπάλληλων κτλ., την ίδια στιγμή, όμως, προειδοποιούν τον ελληνικό λαό ότι δεν πρέπει να διεκδικήσει τίποτ' άλλο πέρα από το «πακέτο Τσίπρα», δηλαδή κάποιες φιλανθρωπικού και προνοιακού χαρακτήρα παροχές, εγκεκριμμένες όλες από την τρόικα, στο πλαίσιο του μετα-Μνημόνιου (δηλαδή, της επ' άπειρον συνέχισης της μνημονιακής πολιτικής).
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Χουλιαράκη στη Βουλή, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό που έγινε τον περασμένο Δεκέμβρη. Ο Χουλιαράκης χαρακτήρισε «παροχολογία» τα οικονομικά μέτρα της ΝΔ. Παρουσίασε και κοστολόγηση αυτών των μέτρων, σύμφωνα με την οποία «στην τετραετία, μέχρι το 2022, τα μέτρα που ανακοίνωσε η Αξιωματική Αντιπολίτευση κοστίζουν 9,7 δισεκατομμύρια ευρώ». Οπως είπε, «δεν είναι καθόλου πειστικό να ισχυρίζεται πως θα χρηματοδοτήσει τη δέσμη αυτή –ακούστε!- μέσω της μείωσης της φορολογικής φοροδιαφυγής με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, με μείωση των δημοσιονομικών στόχων, με επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ενίσχυση ΣΔΙΤ και πρόγραμμα περιορισμού των κρατικών δαπανών». «Εγώ θα ζητούσα από τους πολίτες που μας ακούν, όταν τους υπόσχονται τέτοια μέτρα, να ρωτάνε ένα πράγμα. Από πού θα χρηματοδοτηθούν;», είπε με νόημα, ενώ κάλεσε το προεδρείο της Βουλής «να εξοπλίσει κατάλληλα το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής για να κοστολογεί και να αξιολογεί τα οικονομικά προγράμματα όλων των κομμάτων». Δε δίστασε να κάνει κριτική στη ΝΔ από τα δεξιά, λέγοντας το εξής αμίμητο: «Δεν είναι τυχαίο πως κανένα κεντροδεξιό ευρωπαϊκό κόμμα δεν διακρίνεται από αυτού του είδους το δημοσιονομικό καιροσκοπισμό. Το μόνο κόμμα που αγνοεί τις συνέπειες μιας επιθετικής μείωσης της φορολογίας στον προϋπολογισμό είναι το αμερικάνικο ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο τρεις φορές, τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία του 2000 και τώρα, ακολουθεί την πολιτική αυτή για να αφήσει πίσω του δημοσιονομικά ερείπια που κλήθηκαν να συμμαζέψουν οι Δημοκρατικοί. Για τη χώρα μας όμως δημοσιονομικά ερείπια σημαίνει νέο πρόγραμμα και αυτό είναι που με κάνει να ανησυχώ».
Αυτή η τοποθέτηση του Χουλιαράκη άρεσε τόσο πολύ στον Τσακαλώτο, που τη μνημόνευσε σε δύο τουλάχιστον συντεντεύξεις του το επόμενο διάστημα, υποστηρίζοντας κι αυτός ότι η ΝΔ συμπεριφέρεται… ανεύθυνα. Κανένας, φυσικά, δεν αμφιβάλλει για το τι θα κάνει η ΝΔ αν σχηματίσει κυβέρνηση. Εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι ότι έχει σχηματιστεί ένα «μαύρο» μνημονιακό μέτωπο, που περιλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πέτρος Γιώτης