Μια ακόμα φάση έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει αναδειχτεί εδώ και λίγο καιρό σε κορυφαίο ζήτημα της εσωτερικής πολιτικής ατζέντας, τροφοδοτώντας «εθνικές» συναινέσεις και προσεκτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες κάποια στιγμή «εκτρέπονται» και μετά «μαζεύονται». Οποιος έχει παρακολουθήσει αυτά τα ζητήματα, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις τους, τα τελευταία 45 χρόνια, δεν εκπλήσσεται. Εκείνο που αλλάζει κάθε φορά είναι τα «παρελκόμενα». Η ουσία παραμένει η ίδια. Γι’ αυτό και το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» δεν είναι και τόσο… εθνικά, καθώς τα βλέπουμε να χρησιμοποιούνται στην πολιτική αντιπαράθεση των αστικών κομμάτων, τα οποία εναλλάσσονται στους ρόλους των «σκληρών» και των «μετριοπαθών» ανάλογα με το αν βρίσκονται στην αντιπολίτευση ή στην κυβέρνηση.
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία τώρα υπερασπίζονται με φανατισμό μεγαλύτερο κι απ’ αυτόν του Κοτζιά, έχοντας αφαιρέσει σιγά-σιγά από το δημόσιο λόγο τους την αναφορά «βλαπτική μεν, όμως την έχει υπογράψει το ελληνικό κράτος και οφείλουμε να τη σεβαστούμε».
Είναι εξίσου γνωστό, ότι τότε που ο Τσίπρας επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον και διαπίστωσε πόσο αδικημένος είναι ο Τραμπ, διότι φαίνεται διαβολικός αλλά ενεργεί πάντα για το καλό, εκτός από την παραγγελία για την αναβάθμιση των F-16, έγινε και η καταρχήν συμφωνία για την επέκταση της Σούδας και την παραχώρηση τριών ακόμα βάσεων στον αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό στρατό. Οι σχετικές συνομιλίες (και όχι διαπραγματεύσεις) έγιναν επί κυβέρνησης Τσίπρα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη απλώς ανακοίνωσε τη συμφωνία και ετοίμασε το νομοσχέδιο για την κύρωσή της. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που ετοίμασαν αυτή τη συμφωνία, εμφανίζονται ως αντίθετοι στη νομοθετική κύρωσή της, ζητώντας από τον Μητσοτάκη να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης στους Αμερικανούς, προκειμένου αυτοί να δηλώσουν δημόσια ότι θα ανασχέσουν την τουρκική επιθετικότητα. Μ’ άλλα λόγια, ζητούν από τον Μητσοτάκη να κάνει αυτό που δεν έκαναν εκείνοι.
Τα ίδια έχουν γίνει και στο παρελθόν. Θυμίζουμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου του «βυθίσατε το Χόρα» υπέγραψε τη Συμφωνία του Νταβός με τον Τουργκούτ Οζάλ το 1988, για να δεχτεί οξεία κριτική, από τα δεξιά, από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στην οποία απάντησε με το περιβόητο «mea culpa». Ο Μητσοτάκης, φυσικά, έκανε στη συνέχεια τα ίδια, εισπράττοντας σκληρή κριτική εθνικιστικού χαρακτήρα από το ΠΑΣΟΚ. Συνέβη, όμως, η επόμενη κρίση (αυτή των Ιμίων) να «σκάσει» πάλι στα χέρια ενός πασόκου πρωθυπουργού και να οδηγήσει στη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, ανάμεσα στον Κώστα Σημίτη και τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, η οποία επικρίθηκε σκληρά όχι μόνο από τη ΝΔ αλλά και από τμήμα του ΠΑΣΟΚ. Και για να τελειώσουμε με τα πιο πρόσφατα, η ΝΔ ήταν αυτή που κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ για «ενδοτικότητα» (αυτού του τύπου η κριτική κορυφώθηκε μετά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα και στους γνωστούς on camera διαξιφισμούς με Τσίπρα και Παυλόπουλο), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που κατηγορεί τώρα τη ΝΔ για «τακτική κατευνασμού» της Τουρκίας, η οποία «υπονομεύει την εθνική μας θέση».
Επομένως, το πρώτο που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως οι συγκρούσεις μεταξύ των κομμάτων εξουσίας για τους χειρισμούς στα «εθνικά θέματα» έχουν να κάνουν συνήθως με μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Οταν ένα κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση ασκεί κριτική στην κυβέρνηση κι όταν βρεθεί το ίδιο στην κυβέρνηση κάνει εκείνα που προηγουμένως κατήγγειλε, δεχόμενο κριτική από τη νέα αντιπολίτευση, η οποία ξεχνά αμέσως αυτά που έκανε ως κυβέρνηση. Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να ασκήσει εξωτερική πολιτική σε πρακτικό επίπεδο, επομένως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα πληρώσει κάποιο πολιτικό κόστος (προσεύχεται μόνο να μην της κάτσει κάτι πολύ βαρύ στη βάρδια της).
Είναι αυτή η συνεχής αντιμετάθεση θέσεων που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, πρώτον για το ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» δεν είναι και τόσο εθνικά και δεύτερον για το ότι επί της ουσίας υπάρχει ταύτιση των αστικών κομμάτων εξουσίας ως προς την πρακτική πολιτική που πρέπει να εφαρμόζει το ελληνικό αστικό κράτος.
Υπάρχει και μια ακόμα πλευρά που πρέπει να έχουμε υπόψη μας. Οτι στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους για μια κάπως καλύτερη μεταχείριση από πλευράς ιμπεριαλιστών, παίζονται και παιχνίδια μοιράσματος ρόλων. Ο Α. Παπανδρέου είχε αποκαλύψει ότι το «βυθίσατε το Χόρα» το είχε πει σε συνεννόηση με τον Κ. Καραμανλή, προκειμένου ο δεύτερος να πετύχει κάτι καλύτερο, επικαλούμενος την πίεση που δέχεται από την αντιπολίτευση. Ενδεχομένως κάποια στιγμή στο μέλλον να μάθουμε ότι και το «μην υπογράφετε τη συμφωνία για τις βάσεις», που λέει τώρα ο Τσίπρας, να το λέει για να βοηθήσει διαπραγματευτικά τον Μητσοτάκη. Σε συνεννόηση μαζί του ή και χωρίς απευθείας συνεννόηση.
Πέραν των πολιτικάντικων παιχνιδιών, υπάρχει και ένας διχασμός μεταξύ των δημοσιολογούντων περί τα «εθνικά θέματα», ο οποίος κινείται είτε υποστηρικτικά στην πολιτική των κομμάτων εξουσίας, είτε παράλληλα μ’ αυτή. Υπάρχουν οι «σκληροί» και οι «μετριοπαθείς». Οι «αδιάλλακτοι» και οι «ενδοτικοί». Οι «τουρκοφάγοι» και οι οπαδοί της «συνεκμετάλλευσης» (για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους).
Ας παρατηρήσουμε, καταρχάς, ότι οι πρώτοι ουδέποτε επηρέασαν την πρακτική εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για μια μεγάλου εύρους κουστωδία πολιτικών, δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, απόστρατων καραβανάδων και κυπατζήδων, που κινούνται σ’ ένα ευρύ πολιτικό φάσμα. Από τη φασιστική και φασίζουσα άκρα δεξιά μέχρι το λεγόμενο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ. Ολοι αυτοί, με το λυσσασμένο εθνικιστικό τους λόγο, εξασφαλίζουν το παντεσπάνι τους, καθώς σε περιόδους έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κάθονται «πρώτο τραπέζι πίστα» στα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά Μέσα. Πάντοτε κριτικάρουν (ακόμα και καταγγέλλουν) τις κυβερνήσεις, σπάνια όμως επηρεάζουν την πολιτική που αυτές ακολουθούν. Είναι μια «κακοφωνία» στην αστική πολιτική, η οποία όμως κρίνεται απαραίτητη, γιατί είναι αυτοί που εξάπτουν τα εθνικιστικά πάθη, συνθήκη απαραίτητη για να μην αναπτυχθεί ο πραγματικός αντιιμπεριαλισμός σε ευρύτατες λαϊκές μάζες, αλλά να κυριαρχεί ο τυφλός εθνικισμός και η υποταγή στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση (σ’ αυτό θα επανέλθουμε).
Η δεύτερη κατηγορία κινείται ιδεολογικά γύρω από το σημιτικό-«εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, τη λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» και τους εν γένει «μενουμευρώπηδες». Βαφτίζοντας «αντιεθνικισμό» τον αστικό κοσμοπολιτισμό και «ρεαλισμό» την πιο απροκάλυπτη υποταγή στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα, οι φορείς αυτού του ρεύματος βοηθούν τις κυβερνήσεις στην πρακτική πολιτική. Είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να «εξηγήσουν» τις κωλοτούμπες που κάνει κάθε κόμμα εξουσίας, μόλις βρεθεί από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Το πιο σημαντικό όλων, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε ως το βασικότερο των συμπερασμάτων μας, είναι ότι και τα δύο αυτά ρεύματα, μολονότι ανταλλάσσουν σκληρές απαξιωτικές εκφράσεις (έως και ύβρεις), έχουν τον ίδιο κοινό παρονομαστή, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Αποτελούν τα δυο πρόσωπα του Ιανού, της εξαρτημένης-ραγιάδικης Ελλάδας, που αποτελεί στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης εξ απαλών ονύχων.
Ποια είναι η επιχειρηματολογία των «σκληρών»; Οτι αν τσαμπουκαλευτούμε περισσότερο στην Τουρκία, προκαλώντας και κάποιο «θερμό επεισόδιο» εν ανάγκη, θα αναγκάσουμε τους Αμερικανούς να κινηθούν κατευναστικά και να μας ευνοήσουν. Ποια είναι η επιχειρηματολογία των «μετριοπαθών»; Οτι πρέπει να παίρνουμε υπόψη μας τους συσχετισμούς -που δεν μας ευνοούν- και να υποβάλλουμε προτάσεις που θα περιλαμβάνουν παραχωρήσεις και προς την άλλη πλευρά, ώστε να φτάσουμε σε μια συμφωνία. Γιατί κάθε φορά που κάναμε τσαμπουκάδες (από το 1922 μέχρι το 1974), το πληρώσαμε με εθνικές καταστροφές.
Ιδού, λοιπόν, ο κοινός παρονομαστής και των δύο ρευμάτων: πώς θα φέρουμε τους επικυρίαρχους ιμπεριαλιστές κοντά μας, ώστε να υπηρετήσουμε τα εθνικά συμφέροντα. Οι μεν (που συνήθως είναι πολιτικά ανεύθυνοι, καθώς δε διαχειρίζονται τίποτα εκτός από τη γλώσσα τους και τη γραφίδα τους) προτείνουν τσαμπουκά, οι δε (που συνήθως είτε διαχειρίζονται την εξουσία είτε βρίσκονται κοντά στους διαχειριστές, σε ρόλους τυπικών ή άτυπων συμβούλων) καταθέτουν ρεαλιστικές προτάσεις, εν γνώσει του ότι κάτι θα πρέπει να παραχωρηθεί και στην άλλη πλευρά. Εξω από το πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της συμμετοχής σε κάθε είδους τυχοδιωκτισμούς (και πολεμικούς) δεν κινείται κανείς τους. Αλλωστε, αυτοί που παριστάνουν τους ούλτρα πατριώτες και τους πολεμισταράδες, είναι αυτοί που ως πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα υπηρέτησαν το δωσιλογισμό κατά τη ναζιφασιστική κατοχή και την αμερικανόδουλη χούντα που με το πραξικόπημά της στην Κύπρο οδήγησε το νησί στη de facto διχοτόμηση, όπως επιθυμούσαν οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές.
Πέτρος Γιώτης