Στο προηγούμενο εκτενές άρθρο της στήλης θέσαμε το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, χωρίς να θίξει τον καπιταλισμό, και απαντήσαμε αρνητικά. Η ανάλυσή μας στηρίχτηκε κυρίως στη θεωρητική ανάλυση και δευτερευόντως στις δυο πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρα. Εκτοτε, οι τοποθετήσεις των ΣΥΡΙΖΑίων είναι τόσο πολλές και πολύ πιο αναλυτικές που δεν χρειαζόμαστε τη θεωρητική ανάλυση. Οι άνθρωποι έχουν εκθέσει την ουσία της πολιτικής τους κι έχουμε καθήκον να την αποκαλύψουμε, γιατί χρησιμοποιούν δυο γλώσσες ταυτόχρονα. Μια γλώσσα προς τους παράγοντες της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας και τους ιμπεριαλιστές της Ευρωένωσης, από τους οποίους ζητούν αποδοχή, διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να κάνουν οτιδήποτε που θα θέσει σε διακινδύνευση το καπιταλιστικό σύστημα, και μια γλώσσα προς τους έλληνες εργαζόμενους και νέους, από τους οποίους ζητούν ψήφο, δηλαδή δύναμη για ν’ αναβαθμιστούν στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι και να γίνουν κόμμα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ.
Την Πέμπτη 10 Μάη, μετά από παλινωδίες που κράτησαν σχεδόν ένα διήμερο, ο Τσίπρας απηύθυνε μια επιστολή στη θεσμική ηγεσία της ΕΕ και της Ευρωζώνης (Μπαρόζο, Ρομπάι, Σουλτς, Γιούνκερ και Ντράγκι). Ηταν η επιστολή με την οποία υποτίθεται ότι θα τους ανακοίνωνε πως ο ΣΥΡΙΖΑ, αν σχηματίσει την «κυβέρνηση της Αριστεράς», θα καταγγείλει το Μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση. Οπως σωστά επισημάνθηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», το μόνο για το οποίο δεν μιλούσε αυτή η επιστολή ήταν η καταγγελία του Μνημόνιου και της δανειακής σύμβασης. Το βασικό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως επρόκειτο για μια επιστολή προς εταίρους, προς ανθρώπους με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνεται ότι βρίσκεται στην ίδια όχθη και όχι απέναντι. Και αυτό έχει τη μείζονα σημασία.
Η επιστολή χρησιμοποιούσε δραματικούς τόνους: «Πέραν της έλλειψης δημοκρατικής νομιμοποίησης, η συνέχεια της εφαρμογής του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης οδηγεί την οικονομία στην καταστροφή, χωρίς να δημιουργεί προϋποθέσεις ανάκαμψης. Η εσωτερική υποτίμηση τείνει να οδηγήσει σε κρίση ανθρωπιστική». Και κατέληγε σε μια έκκληση: «Συνεπώς οφείλουμε να επανεξετάσουμε ολόκληρο το πλαίσιο της υπάρχουσας στρατηγικής, δεδομένου ότι δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί και πηγή αστάθειας για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη.
Το κοινό μέλλον των ευρωπαϊκών λαών βρίσκεται υπό την απειλή αυτών των καταστροφικών επιλογών. Είναι βαθιά η πίστη μας ότι το πρόβλημα της κρίσης είναι ευρωπαϊκό, και άρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να βρεθεί η λύση».
Ούτε απειλές για καταγγελίες του Μνημόνιου και των δανειακών συμβάσεων, ούτε υπαινιγμοί για μονομερείς ενέργειες από μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», ούτε πολεμικοί τόνοι, ούτε καταγγελία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και των πολιτικών ηγεσιών που το στηρίζουν (η «εσωτερική υποτίμηση» ήταν οι πιο σκληρές λέξεις που περιλαμβάνονταν στην επιστολή).
Φυσικά, οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Δεν ήταν, βέβαια, ηλίθιοι να μιλήσουν για υπαναχώρηση, βγαίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ από τ’ αριστερά. Απλώς ανέδειξαν αυτά τα σημεία, για να στηρίξουν την «επίθεση φιλίας» που εξαπέλυσαν με την πρόταση για «οικουμενική» ή «κυβέρνηση εθνικής ευθύνης». Ενώ στους οπαδούς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν (στο ψιθυριστό) για αναγκαίους πολιτικούς ελιγμούς, δημόσια δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν στοιχειωδώς πειστικά την κωλοτούμπα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγινε στο προεδρικό μέγαρο, στη σύσκεψη των Σαμαρά, Τσίπρα, Βενιζέλου υπό τον Παπούλια, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά. Στην πρώτη τοποθέτησή του ο Τσίπρας είπε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «δεσμεύεται από το ένα εκατομμύριο εξήντα ένα χιλιάδες ψήφους» που πήρε και επειδή «προεκλογικά μιλήσαμε για ανάγκη ακύρωσης ενός προγράμματος που θεωρούμε ότι είναι σε λάθος κατεύθυνση, του προγράμματος του μνημονίου», δεν μπορούν να συνεργαστούν μετεκλογικά «με τα κόμματα και τις δυνάμεις που υποστήριξαν και δεσμεύτηκαν σ’ αυτό το πρόγραμμα». Επειδή, δε, ο Παπούλιας εισαγωγικά είχε σημειώσει ότι «η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η παραμονή της χώρας στο ευρώ και η επανεξέταση του συνολικού πλαισίου, της στρατηγικής δηλαδή του μνημονίου», κάνοντας αναφορά στην επιστολή Τσίπρα προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ο Τσίπρας προσπάθησε να τον διορθώσει, λέγοντας: «Εδώ θα ήθελα να σας διορθώσω… Εμείς μιλήσαμε για την ανάγκη από μηδενική βάση να υπάρχει επανεξέταση της ευρωπαϊκής στρατηγικής». Επειδή ο Παπούλιας είναι αλεπού που δεν δέχεται να της βάλει τα γυαλιά το αλεπουδάκι, διέκοψε τον Τσίπρα και τον ρώτησε: «Επανεξέταση ή ανατροπή της τωρινής ευρωπαϊκής στρατηγικής;».
Η απάντηση Τσίπρα ήταν αποκάλυψη: «Πρέπει να ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν από μια διαπίστωση όλοι στην Ευρώπη, ότι αυτή η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι αδιέξοδη. Αν ξεκινήσουμε από αυτή τη διαπίστωση. Βεβαίως εμείς δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες. Θα πρέπει να υπάρξει ριζική αλλαγή αυτής της πολιτικής. Και αν με ρωτάτε, θα σας πω ότι εννοούμε πως πρέπει και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας να επανεξεταστεί. Δεν το λέμε μόνο εμείς, το λένε και δυνάμεις που παίζουν σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα όπως ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ολάντ. Να διευκρινίσω για να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση επ’ αυτού: Επανεξέταση του πλαισίου στρατηγικής δεν σημαίνει επανεξέταση μόνο του μνημονίου, αλλά όλου του πλαισίου στρατηγικής». Τι σημαίνει αυτή η τοποθέτηση; Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκοπεύει να καταγγείλει το Μνημόνιο, αλλά προσβλέπει στην επικράτηση μιας ομοφωνίας στην ΕΕ, ότι η ακολουθούμενη πολιτική είναι αδιέξοδη! Και τι θα γίνει μέχρι να υπάρξει αυτή η ομοφωνία; Ο ΣΥΡΙΖΑ θα… προσπαθεί να τους πείσει! Αν αυτά σας θυμίζουν τον Σαμαρά της περιόδου της αντιμνημονιακής ρητορικής, δεν κάνετε λάθος. Αυτά έλεγε ο Σαμαράς, ακόμη και όταν μπήκε στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου. Διατηρώ το δικαίωμα –έλεγε– να προσπαθήσω να πείσω τους ευρωπαίους εταίρους μας ότι οι στόχοι είναι σωστοί, αλλά η πολιτική είναι λάθος. Να σημειώσουμε και κάτι ακόμη. Αυτά που είπε ο Τσίπρας για τον Ολάντ και την πολιτική του πρόταση δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα (περισσότερα δείτε σε σχόλιο στη σελίδα 16 και στο διεθνές ρεπορτάζ αυτού του φύλλου).
Δικαίως θ’ αναρωτηθεί κάποιος: γιατί ο Τσίπρας να προχωρήσει σε τέτοιο ξεβράκωμα, όταν πήγαινε αποφασισμένος να μη συναινέσει στο σχηματισμό οποιασδήποτε κυβέρνησης; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνεται ότι βρίσκεται στον προθάλαμο της εξουσίας και αρχίζει από τώρα να κάνει τις «προσαρμογές», με τη γνωστή μέθοδο της διγλωσσίας. Δίνει εξετάσεις στο κεφάλαιο, θεωρώντας ότι στο λαό αυτή τη στιγμή δεν έχει πρόβλημα, ότι έχει «καβαλήσει το κύμα».
Επανερχόμενοι στο ύφος που χαρακτήριζε την επιστολή Τσίπρα προς Μπαρόζο και σία, πρέπει να σταθούμε στη συνέντευξη που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στο αμερικάνικο δίκτυο CNBC, την ίδια μέρα με την επιστολή. Απαντώντας στην πρώτη κιόλας ερώτηση, ο Τσίπρας χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα «που προσπάθησε μέσα σε ένα πλαίσιο ρεαλιστικό να αναδείξει ότι υπάρχει δυνατότητα να αποφύγουμε αυτά τα σκληρά μέτρα της λιτότητας, και να διεκδικήσουμε ένα άλλο πρόγραμμα που θα μπορέσει να είναι αποδεκτό από την Ευρώπη, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, που να έχει ως στόχο την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή». Εδωσε κατευθείαν, δηλαδή, το στίγμα μιας υπεύθυνης δύναμης διαχείρισης, που δεν έχει πρόθεση να διασαλεύσει την ευρωενωσίτικη ιμπεριαλιστική τάξη.
Αμέσως μετά, όταν ο δημοσιογράφος ρωτά αν υπάρχει κίνδυνος εξόδου από το ευρώ, για τον οποίο ανησυχούν οι επενδυτές, ο Τσίπρας γίνεται πιο σαφής: «Δεν πιστεύουμε ότι θα ήταν μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα, αλλά και για όλη την Ευρώπη αν μια χώρα –η Ελλάδα εν προκειμένω– έβγαινε από το ευρώ. Στόχος δικός μας είναι να πείσουμε τους ευρωπαίους ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου εκτός από βάρβαρο είναι και αναποτελεσματικό». Οταν του θέτει ζήτημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ο Τσίπρας απαντά όπως ο Βενιζέλος όταν ήταν υπουργός Οικονομικών: «Η ανταγωνιστικότητα είναι ένα μέγεθος που επηρεάζεται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες πέραν του εργασιακού κόστους, επηρεάζεται φυσικά και από τους μισθούς, αλλά όχι μόνο από τους μισθούς». Προσχωρεί, δηλαδή, με τον πιο χυδαίο τρόπο, στην κλασική οικονομική θεωρία των αστών περί «εργασιακού κόστους». Εμφανίζουν την τιμή της εργατικής δύναμης ως κόστος, ενώ αυτή δεν είναι παρά ένα μόνο μέρος της αξίας που παράγει ο εργάτης (το άλλο μέρος, το μεγαλύτερο συνήθως, κλέβεται με τη μορφή της υπεραξίας και μετατρέπεται σε κέρδος). Κι αμέσως μετά, ο Τσίπρας ψάλλει ύμνο στους καπιταλιστές επενδυτές: «Στην Ελλάδα ένα από τα σημαντικά προβλήματα που έχουμε και δυστυχώς, πρέπει να κάνουμε σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να αποκτήσουμε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις, είναι ότι υπάρχει ένα κράτος διαφθοράς το οποίο πρέπει να καταπολεμήσουμε και οι επενδυτές γνωρίζουν ότι η επένδυσή τους δεν θα κοστίσει όσο πραγματικά πρέπει να κοστίσει αλλά θα πρέπει να δώσουν και κάποια χρήματα κάτω από το τραπέζι».
Αμέσως μετά η συνέντευξη πάει στο καυτό θέμα της επικαιρότητας. Ο δημοσιογράφος ρωτάει: «Πόσο μακριά είστε διατεθειμένος να πάτε αν η Ευρώπη σας πει: ή κάνετε αυτό ή δεν παίρνετε τα λεφτά; Αν είστε πρωθυπουργός και σας ζητήσουν κάτι τέτοιο;». Η ντρίπλα του Τσίπρα είναι αντάξια ενός Μέσι: «Καταρχήν να σας πω ότι είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που μετά το εκλογικό αποτέλεσμα έχουν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο αποδεκτές λέξεις που πριν τις εκλογές ήταν σχεδόν απαγορευμένες. Τώρα τις λένε οι αντίπαλοί μας. Οπως για παράδειγμα η έννοια της αναδιαπραγμάτευσης η έννοια της χαλάρωσης του Μνημονίου, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά που λέγαμε δεν ήταν παρανοϊκά. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να πάμε μακριά. Μπορούμε να πάμε μακριά γιατί το οφείλουμε τόσο στον Ελληνικό λαό όσο και στην ίδια την Ευρώπη. Εμείς θέλουμε καταρχήν να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας, να πείσουμε τους ηγέτες της ΕΕ ότι ακολουθούν μια λάθος συνταγή. Μια συνταγή που πρέπει να αλλάξει και αυτό απαιτεί σκληρή πολιτική διαπραγμάτευσης, πολιτική διαπραγμάτευσης μέσα στους θεσμούς της ΕΕ. Με ρωτάτε τι θα έκανα αν είχα τη δυνατότητα να είμαι πρωθυπουργός. Ναι θα πήγαινα στη Σύνοδο Κορυφής και θα τους έλεγα ότι αυτό το πρόγραμμα οδηγεί στην εξαθλίωση τον ελληνικό λαό και στην Ελλάδα υπάρχει Δημοκρατία και στην Δημοκρατία οφείλει κανείς να σέβεται την πεποίθηση των πολλών και οι πολλοί δεν θέλουν να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα και αυτό πρέπει να το σεβαστείτε. Να κάτσουμε στο τραπέζι να κουβεντιάσουμε για ένα άλλο πρόγραμμα για το καλό όλων μας (…) Αν τελικά δεν τους πείθαμε ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν τελικά πολύ δύσκολα. Αλλά όχι μόνο για την Ελλάδα. Θα ήταν δύσκολα συνολικά για την Ευρώπη (…) Συνεπώς εμείς πρωτίστως θέλουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους και να τους πείσουμε να σεβαστούν αυτό που η Ελλάδα έχει προσφέρει τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο: την ιδέα και την αξία της Δημοκρατίας. Πρέπει η Δημοκρατία να επιστρέψει στη χώρα που γεννήθηκε». Νομίζουμε ότι τα σχόλια περιττεύουν!
Κερασάκι στην τούρτα αυτής της αποκαλυπτικής συνέντευξης ήταν η άποψη Τσίπρα για τη Μέρκελ («Εχω την αίσθηση ότι η κα Μέρκελ πολιτεύεται με το βλέμμα στραμμένο στους συντηρητικούς ψηφοφόρους της Γερμανίας και όχι ως μια πραγματική ηγέτης της Ευρώπης») και ο θαυμασμός του για τον αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ και το new deal. Βέβαια, αν γνώριζε λίγο από Ιστορία, θα γνώριζε ότι το new deal δεν έβγαλε τις ΗΠΑ από την κρίση. Το 1937 ήταν ο Ρούζβελτ που ανακοίνωσε σκληρά μέτρα λιτότητας και αύξηση της φορολογίας, προκειμένου να ισοσκελίσει τον αμερικάνικο προϋπολογισμό, καθώς οι ΗΠΑ δέχονταν ένα δεύτερο κύμα «ύφεσης». Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε και η ανεργία αυξήθηκε απότομα. Μόνο με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο εξαλείφθηκε η «ύφεση» (λόγω της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας), ενώ η ανεργία έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 10% το 1941! Αυτό είναι το πρότυπο του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Τσίπρας λειαίνει και την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τις τράπεζες: «Πρέπει να υπάρξει ένας δημόσιος πυλώνα ένας δημόσιος τραπεζικός πυλώνας και συνολικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα να βρεθεί υπό δημόσιο έλεγχο. Δεν μιλάμε για ένα σχέδιο κρατικοποίησης όπου όλες οι τράπεζες θα ανήκουν σε έναν άνθρωπο και αυτός θα αποφασίζει. Οχι. Εμείς θέλουμε έναν δημόσιο κοινωνικό έλεγχο με διαφάνεια». Αυτά τα θέματα, όμως, αναλαμβάνει να τα διευκρινίσει ο «καθ’ ύλην αρμόδιος», ο ιθύνων νους πίσω από τον Τσίπρα, Γ. Δραγασάκης, σε μια αποκαλυπτική συνέντευξή του στο «Βήμα» (13.5.12). Πριν απ’ αυτή τη συνέντευξη, ο Δραγασάκης είχε δώσει μια πρόγευση με συνέντευξή του στον Real fm (11.5.12), στην οποία μεταξύ άλλων είπε: «Η έννοια της καταγγελίας είναι ένας πολιτικός όρος. Τι θα πει καταγγέλλω; Υπάρχουν αρκετές συγχύσεις. Στη σκέψη τη δική μας δεν υπάρχει η έννοια της μονομερούς πράξης. Δηλαδή, να βγούμε και μονομερώς να πούμε διαγράφουμε το χρέος, καταγγέλλουμε κ.λπ. Δεν είναι και λογικό να το πει κανείς αυτό. Αυτό που θα γίνει είναι μία επαναδιαπραγμάτευση, ένα πλαίσιο διαφορετικό μέσα στο οποίο θα θέσουμε τους δικούς μας στόχους. Από εκεί και πέρα (…) άλλο το τι θέλουμε να κάνουμε κι άλλο το πώς θα γίνει αυτό».
Στο «Βήμα» ο Δραγασάκης ξεκαθαρίζει τα πράγματα περισσότερο: «Πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες. Αντιθέτως, αναγνωρίζουμε ότι έχουμε μια δομική αλληλεξάρτηση στην ΕΕ και γι’ αυτό δεν μιλούμε για μονομερείς ενέργειες αλλά για επαναδιαπραγμάτευση των πάντων, εκτός και αν υποχρεωθούμε σε μονομερείς ενέργειες (…) Η λύση που έχουμε κατά νου είναι μια λύση που είναι προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά και που ευνοεί συνολικότερα την Ευρώπη. Πρώτη μας επιδίωξη είναι να γίνει μια πανευρωπαϊκή επαναρρύθμιση των θεμάτων, η οποία να ευνοεί την αντιμετώπιση και του ελληνικού χρέους. Αν αυτό δεν υλοποιηθεί, τότε ως μόνη λύση στην παρούσα φάση βλέπουμε αυτό που ορισμένοι ονομάζουν μορατόριουμ για το χρέος (…) Και εκεί τίθεται ένα θέμα διμερούς διαπραγμάτευσης, αν δεν βρεθεί ευρύτερη λύση».
Δεν παραλείπει να κάνει και την αυτοκριτική του ΣΥΡΙΖΑ ο Δραγασάκης, σε άψογο διαχειριστικό και φιλελεύθερο (με την οικονομική έννοια του όρου) στιλ: «Εμείς λέγαμε ότι αυτό που ονομάζεται ισχυρή ανάπτυξη είναι υπερχρεωμένη ανάπτυξη. Προσωπικά, επιχειρηματολογούσα ότι για κάθε ευρώ που παράγουμε δανειζόμαστε 2,5 ευρώ και μου απαντούσαν ότι δεν είχα δίκιο γιατί το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο από την Ευρώπη. Το 30% του χρέους δημιουργήθηκε από τα εξοπλιστικά προγράμματα και ένα μεγάλο μέρος από τη φοροδιαφυγή. Αυτά ήταν πράγματα που λέγαμε. Αυτό που δεν λέγαμε είναι “μην αυξήσετε τις δαπάνες αφού δεν αυξάνετε τα έσοδα”. Αυτό πράγματι δεν το κάναμε».
Και για το χρέος, όμως, η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την παρουσιάζει ο Δραγασάκης, δεν περιλαμβάνει μονομερείς ενέργειες, στάσεις πληρωμών και τα παρόμοια, αλλά προτάσεις συμβατές με τα ευρωενωσίτικα θέσμια: «Η μία λύση λοιπόν είναι να πάμε τώρα σε μια συνολική διαπραγμάτευση των πάντων, που σημαίνει ότι τώρα πάμε για διαγραφή. Να δούμε δηλαδή πόσο χρέος μπορούμε να εξυπηρετήσουμε και να συμφωνήσουμε με τι όρους θα το αποπληρώσουμε. Εμείς λέμε με ρήτρα ανάπτυξης. Η δεύτερη λύση είναι να πούμε ότι δεν ανοίγουμε τώρα το θέμα της διαγραφής, αλλά ζητάμε μια περίοδο χάριτος, να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις στην οικονομία για μια σταθεροποίηση, να πιστέψει η κοινωνία ότι πιάσαμε πάτο και εφόσον πετύχουμε ανάκαμψη, ανοίγουμε το θέμα του χρέους»!
Για τις τράπεζες ο Δραγασάκης παραθέτει πληρέστερα από τον Τσίπρα τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ: «Τα 50 δισ. ευρώ που προβλέπεται να καταβληθούν για την ανακεφαλαιοποίηση και διάσωση του τραπεζικού συστήματος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και εξ αντικειμένου τίθεται θέμα για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών. Πρέπει να συζητήσουμε τον τρόπο που θα γίνει ο δημόσιος έλεγχος, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του παρελθόντος. Εμείς προκρίνουμε κάτι κοντά στο σουηδικό μοντέλο, όταν η χώρα κρατικοποίησε τις τράπεζες, τις τροφοδότησε με κεφάλαια, τις εξυγίανε, τις κατέστησε κερδοφόρες και τις πούλησε σε ιδιώτες»! Κι όταν ρωτήθηκε στο καπάκι αν θα δοθούν και κίνητρα στους ιδιώτες για ν’ αγοράσουν τις τράπεζες, κάθε άλλο παρά το απέκλεισε: «Θα γίνει ένας διάλογος. Αφήνουμε ανοικτό το θέμα της μελλοντικής αρχιτεκτονικής του συστήματος».
Ενας άλλος οικονομικός αστέρας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Σταθάκης (γνωστός πλέον απ’ αυτά που απεκάλυψε η «Κ» στο προηγούμενο φύλλο της, δεν δίστασε να πει τα πράγματα με μεγαλύτερο κυνισμό, απαντώντας στο κομματικό ραδιόφωνο «Στο κόκκινο» τι σημαίνουν τα περί δημόσιου ελέγχου που είπε ο Τσίπρας: «Το σενάριο της έμμεσης κρατικοποίησης που είναι το ένα σενάριο που προτείνει και το ΔΝΤ μη σκεφτείτε ότι το προτείνει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ». Συμπλήρωσε, μάλιστα, πως υπάρχει και η «δεύτερη εκδοχή του που είναι η διατήρηση του ελέγχου από τους ιδιώτες, στην οποία περίπτωση θα περάσει υπό κρατικό έλεγχο η Τράπεζα της Ελλάδας».
Και ο Δραγασάκης, αναφερόμενος στο τι πρέπει να κάνουν οι τράπεζες με τους «ιδιώτες» που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια, τάσσεται υπέρ των ρυθμίσεων (δυνατότητα που ήδη υπάρχει, με νόμο της Κατσέλη) και συμπληρώνει με νόημα ως άψογος νεοφιλελεύθερος: «Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι επειδή είναι δημόσιες οι τράπεζες θα πρέπει να χαρίσουν δάνεια, αλλά θα πρέπει να βρεθούν κοινωνικά δίκαιες και οικονομικά βιώσιμες λύσεις».
Ακόμη και σε συνέντευξή του στο κομματικό ραδιόφωνο «Στο κόκκινο» (16.5.12), όπου θα περίμενε κανείς να είναι πιο προσεκτικός, ο Δραγασάκης ξεκαθαρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλά για κοινωνικοποίηση των τραπεζών (αυτό είχε… προεξοφλήσει ο δημοσιογράφος), αλλά για μια διαδικασία εξυγίανσής τους, τυπικά καπιταλιστικού τύπου. Να γίνει η ανακεφαλαίωση των τραπεζών (με χρήμα που θα δανειστεί το κράτος), να υπάρξει ένας «φλου» δημόσιος έλεγχος και μετά οι τράπεζες να περάσουν στους… φυσικούς τους ιδιοκτήτες, τους τραπεζίτες και τους καπιταλιστές που επενδύουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο: «Οι τράπεζες έχουν χάσει κεφάλαια …έχουν απαξιωθεί οι διάφορες αξίες που είχαν οι μετοχές… άρα στις τράπεζες πρέπει να μπει χρήμα… το χρήμα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το βάλουν οι ιδιώτες, άρα θα το βάλει το δημόσιο, το κράτος, το οποίο και αυτό δεν έχει τα χρήματα, θα τα δανειστούμε, θα συνάψουμε –το έχουμε συνάψει ήδη– ένα δάνειο 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Θα χρεωθούμε λοιπόν ένα δάνειο 50 δισεκατομμύρια ευρώ για να σώσουμε τις τράπεζες. Εμείς λέμε τα εξής: δημόσιο χρήμα για εμάς σημαίνει δημόσιος έλεγχος, δεν μπορούμε να δώσουμε χρήμα και να μην υπάρχει δημόσιος έλεγχος… Αφήνουμε ανοικτό το πώς θα ασκηθεί αυτός ο δημόσιος έλεγχος»!
Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο. Τα πράγματα είναι παραπάνω από καθαρά. Το άρθρο της στήλης την προηγούμενη βδομάδα κατέληγε ως εξής: «Ετσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, “κυβέρνηση της Αριστεράς” ή “αντιμνημονιακή κυβέρνηση” δεν μπορεί να σχηματιστεί. Εξοδος από τη βαρβαρότητα δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, φιλοδοξώντας να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, να καλύψει πολιτικά το χώρο της καταρρέουσας σοσιαλδημοκρατίας, εξαπατά συνειδητά τον ελληνικό λαό, λειτουργώντας ως δύναμη στήριξης του συστήματος. Εγκλωβίζει εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες σε νέφη αυταπατών, για να εμποδίσει την αναζήτηση μιας επαναστατικής κατεύθυνσης, που είναι η μόνη που μπορεί να χαράξει προοπτική εξόδου από τη βαρβαρότητα».
Το συμπέρασμα ισχύει στο ακέραιο. Θα θέλαμε να συμπληρώσουμε ένα γενικότερης σημασίας σχόλιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί πολλά προπαγανδιστικά κόλπα απ’ αυτά που χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-81. Μπορεί και να τα καταφέρει, κανένας δεν μπορεί να το αποκλείσει. Ομως, όπως έλεγε ο Μαρξ παραπέμποντας στον Χέγκελ, η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα. Το ΠΑΣΟΚ των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων είχε ως «καθήκον» να εκτονώσει και να ενσωματώσει στη λογική της διαχείρισης του συστήματος ένα ογκώδες ριζοσπαστικό κίνημα, με αιτήματα οικονομικά και πολιτικά. Γι’ αυτό και η κοινωνική και πολιτική δημαγωγία που χρησιμοποιούσε ήταν βαθιά και απαιτήθηκαν χρόνια για ν’ αποδώσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το «καθήκον» να ενσωματώσει το «κίνημα των πλατειών», γι’ αυτό και τρέχει. Αλλα τα μεγέθη, ποιοτικά κυρίως. Ο Α. Παπανδρέου έγραφε μπροσούρες με τίτλο «Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου» και στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ κρεμούσαν φωτογραφίες του Μαρξ και του Βελουχιώτη. Ο Τσίπρας προβάλλει ως πρότυπό του τον Φράνκλιν Ρούζβελτ!
Πέτρος Γιώτης