Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η δημοσιοποίηση της «μελέτης» της Εθνικής Τράπεζας για τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης εξόδου από το ευρώ έγινε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Για να πέσει άλλος ένας εκβιασμός στην προεκλογική αρένα. Το δίδυμο Ταμβακάκη-Ράπανου, που διοικεί την ΕΤΕ, μαζί με τον Παπαδήμο, απετέλεσε τη σημιτική τρόικα την εποχή του «εκσυγχρονισμού». Ούτε είναι τυχαίο ότι όλα τα σφυριά χτύπησαν συντονισμένα: ο Παπαδήμος με τη διαρροή του non paper προς Παπούλια, οι Ταμβακάκης-Ράπανος με τη «μελέτη» και ο Σημίτης με δηλώσεις του, όλες στην ίδια κατεύθυνση. Ούτε αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε με το περιεχόμενο της «μελέτης». Η επιστημονικότητα του μελετητικού προσωπικού της ΕΤΕ είναι ανάλογη αυτού της τρόικας και των υπουργείων. Το καλοκαίρι του 2010, το ίδιο μελετητικό προσωπικό της ΕΤΕ, κυκλοφορούσε «μελέτη» που προέβλεπε ότι η οικονομία οσονούπω ανακάμπτει, χάρις στο Μνημόνιο. Ο,τι έλεγαν η τρόικα και ο Παπακωνσταντίνου, αναλάμβαναν οι «μελετητές» της ΕΤΕ να του δώσουν επιστημονικοφανή υπόσταση. Πάντα σε διατεταγμένη υπηρεσία βρίσκονται.
Το ερώτημα είναι πρώτο γιατί αντέδρασε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεύτερο γιατί ζήτησε συνάντηση με τη διοίκηση της ΕΤΕ και τρίτο γιατί δεν εξέδωσε καμιά ανακοίνωση μετά τη συνάντηση (τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης, που γράφονται αυτές οι γραμμές), ούτε απάντησε στην ανακοίνωση που εξέδωσε η ΕΤΕ, αποκαλύπτοντας τη συνάντηση, μετά από αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ, και «αδειάζοντάς» τον για την καταγγελία που είχε κάνει ο ίδιος ο Τσίπρας; Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Αυγή» κυκλοφόρησε την Πέμπτη με ρεπορτάζ-σχόλιο το οποίο ανέφερε μόνο αυτά που ανακοίνωσε η ΕΤΕ, χωρίς ουδεμία αντίδραση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε ποια στελέχη απετέλεσαν το κλιμάκιο που συναντήθηκε με τη διοίκηση της ΕΤΕ δεν ανέφερε το ρεπορτάζ. Αυτή η ένοχη αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται στο ότι δήθεν είναι υπέρ της εξόδου από το ευρώ, όπως σπεκουλαδόρικα έσπευσαν να γράψουν ορισμένες αστικές φυλλάδες, όπως τα «Νέα», αλλά στο ότι οι εκτιμήσεις της ΕΤΕ, όσο υπερβολικές και φουσκωμένες κι αν είναι, καταδεικνύουν τα αδιέξοδα της διαχειριστικής πολιτικής που λανσάρει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη, αρχίζει να σχηματίζεται η βεβαιότητα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί αυτή την προεκλογική τρομοκράτηση των ψηφοφόρων, για δυο λόγους. Πρώτο, γιατί διευκολύνεται στη διολίσθηση προς «ρεαλιστικές» θέσεις «επαναδιαπραγμάτευσης» του Μνημόνιου και «πάση θυσία παραμονής στο ευρώ» και, δεύτερο, γιατί δε θέλει να βγει πρώτο κόμμα (ξέρουν ότι θα καταρρεύσουν σε ελάχιστους μήνες, αν μπουν στην κυβέρνηση) και επομένως θέλει ένα κομμάτι ψηφοφόρων να τρομάξει και ν’ αναζητήσει προστασία στα «υπεύθυνα» κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Δεν είναι μόνο η «γαργάρα» μετά τη συνάντηση με τη διοίκηση της ΕΤΕ και το «άδειασμα» με την ανακοίνωση που αυτή εξέδωσε. Είναι και η «γαργάρα» μετά τη «σκληρή» έκθεση της Κομισιόν. Ενώ ολόκληρη την Τετάρτη βοούσαν τα ραδιοκάναλα με το απειλητικό περιεχόμενο της έκθεσης της Κομισιόν και οι σχολιαστές τους συνέδεαν την έκθεση με την προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε κανένας επίσημος σχολιασμός, καμιά επίθεση στην Κομισιόν ή καταγγελία για παρέμβαση στον προεκλογικό αγώνα της Ελλάδας. Αντίθετα, μετά τη συνάντηση με την Κατσέλη, ο Τσίπρας έκανε μια γεμάτη νόημα δήλωση: «Μεγαλύτερος εχθρός και κίνδυνος για την Ελλάδα και το λαό μας, μεγαλύτερος εχθρός και κίνδυνος για την σταθερότητα της οικονομίας μας δεν είναι οι εταίροι, αλλά εγχώριες δυνάμεις που βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με εξωθεσμικά αλλά και θεσμικά κέντρα των Βρυξελλών, όπως αποκαλύπτει σημερινό δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters». Αναφερόταν στο τηλεγράφημα του Reuters, σύμφωνα με το οποίο ο Μπαρόζο έκανε τη δήλωσή του περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, μετά από τηλεφωνικό αίτημα του Παπαδήμου. Εμμέσως, όμως, υπονοούσε ότι ίδιας βαρύτητας είναι και η έκθεση της Κομισιόν. Και τι «λέει» αυτή η δήλωση Τσίπρα; Οτι δεν τρέχει τίποτα, ότι όλα είναι μέσα στο προεκλογικό παιχνίδι (οι δικοί μας τους βάζουν και τα λένε), γι’ αυτό δεν πρέπει να δίνει κανείς σημασία σε ό,τι λέγεται από τις Βρυξέλλες. Μ’ αυτή τη διφορούμενη στάση, μ’ αυτόν τον σκόπιμο στρουθοκαμηλισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μια καταδημαγωγεί ένα κομμάτι των ψηφοφόρων και από την άλλη αφήνει τα εγχώρια και ευρωπαϊκά κέντρα να κατατρομοκρατούν ένα άλλο κομμάτι. Και βέβαια, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, που θυμίζει το «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνει την «προσαρμογή» του σε ό,τι απαιτεί η νομιμοφροσύνη έναντι των «εταίρων». Η «προσαρμογή» ολοκληρώνεται με βάση τις ανάγκες της προεκλογικής δημαγωγίας, γιατί μετά τις εκλογές –αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει και σχηματίσει κυβέρνηση– η «προσαρμογή» θ’ αποκτήσει χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα έχουμε τη δυνατότητα να σχολιάσουμε το νέο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που παρουσιάστηκε χτες σε φιέστα στην «Αθηναΐδα» (η «Κ» τυπωνόταν την ώρα της παρουσίασης). Μας αρκούν, όμως, οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις των ηγετικών στελεχών του και ιδίως των υπεύθυνων για την οικονομική πολιτική για να κάνουμε ένα γενικότερης σημασίας σχόλιο σχετικά με τα αδιέξοδα της οποιασδήποτε διαχειριστικής πολιτικής, σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Η πολιτική καθορίζεται από τα συμφέροντα των τάξεων που καλείται να υπηρετήσει, η δε οικονομική πολιτική καθορίζεται από το οικονομικό σύστημα στο οποίο εφαρμόζεται. Οποιο περιτύλιγμα και να της φορέσουν, μια οικονομική πολιτική σε συνθήκες καπιταλισμού θα είναι πάντοτε αστική οικονομική πολιτική. Οταν ο καπιταλισμός βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, έστω και σχετικής, μπορεί να υπάρξουν περιθώρια για μια αστική-ρεφορμιστική οικονομική πολιτική, η οποία μέσω κάποιων παραχωρήσεων προς την εργατική τάξη και τα μικροαστικά εργαζόμενα στρώματα, πετυχαίνει αυτό που ονομάζεται συναίνεση, δηλαδή την ενσωμάτωση των εργαζόμενων στη λογική της αιωνιότητας του καπιταλισμού. Οταν, όμως, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση, αυτά τα περιθώρια εξαφανίζονται, γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει η διαδικασία αναπαραγωγής του κεφάλαιου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο, υποστηρίζει ότι θα κρατήσει τη δανειακή σύμβαση (και στο σκέλος του PSI και στο σκέλος της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών) και θα επιδιώξει να επαναδιαπραγματευθεί το χρέος (όπως έχει διαμορφωθεί μετά το PSI και τις δανειακές συμβάσεις του 2010 και του 2012 με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ), στο πλαίσιο μιας συνολικής ρύθμισης σε επίπεδο ΕΕ. Λέει ακόμα, ότι θα καταργήσει το Μνημόνιο σε ό,τι σχετίζεται με το εσωτερικό δίκαιο. Δε θα επαναφέρει μεν μισθούς και συντάξεις στα προ Μνημόνιου επίπεδα, δε θα καταργήσει τα διάφορα χαράτσια, αλλά θα καταργήσει το νόμο για τον βασικό μισθό και ημερομίσθιο της ΓΣΕΕ συν το νόμο για τη μετενέργεια και δε θα προγραμματίσει τις περικοπές των 11,5 δισ. που προβλέπεται ότι πρέπει να γίνουν τον Ιούνη και αφορούν το 2013 και το 2014.
Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι τα ίδια λέει τώρα και ο Σαμαράς. Αφήνουμε στην άκρη τη νομική περιπλοκή που υπάρχει στο ζήτημα της ΕΓΣΣΕ, δεδομένου ότι το πετσόκομμα δεν έγινε με νόμο, αλλά δόθηκε τυπική νομική ισχύς σε ένα κεφάλαιο του Μνημόνιου. Μένουμε στην πολιτική ουσία και μόνο. Στο ερώτημα που όλα τα αντίπαλα αστικά κόμματα θέτουν στον ΣΥΡΙΖΑ: αν οι «εταίροι» κλείσουν τη στρόφιγγα και πληρώνουν μόνο το κομμάτι της δανειακής σύμβασης που αφορά το κρατικό χρέος (όπως έκαναν με τη δόση του Μάη, που την πετσόκοψαν κατά 1 δισ. ευρώ, οπότε αποπληρώθηκε μόνο ένα ομόλογο που είχε στην κατοχή της η ΕΚΤ) τι θα κάνετε; Οταν τους τίθεται αυτό το ερώτημα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζουν τους αυτοσχεδιασμούς. Αλλος μιλάει για επιβολή έκτακτου φόρου, άλλος για βραχυχρόνιο δανεισμό, άλλος για παύση πληρωμών τοκοχρεολυσίων, άλλος για καταπολέμηση φοροδιαφυγής και μείωση σπατάλης, άλλος κάνει συνδυασμούς.
Και μόνο το γεγονός ότι παρακολουθούν τη λογική αυτών που τους θέτουν το ερώτημα και προσπαθούν ν’ απαντήσουν, αυτοσχεδιάζοντας έστω, αποδεικνύει ότι κινούνται σε καθαρά διαχειριστική λογική. Δε λένε, δηλαδή, ότι θα μηδενίσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα αρνούμενοι να πληρώσουν τα τοκογλυφικά επιτόκια, που και μετά το PSI κινούνται μεταξύ 12 και 16 δισ. ευρώ το χρόνο. Γιατί αυτό θα σήμαινε πλήρη ρήξη με την Ευρωζώνη (που πλέον είναι ο μεγάλος πιστωτής, μαζί με το ΔΝΤ), την οποία δεν επιθυμούν. Στην πράξη, βέβαια, τα πράγματα θα είναι ακόμα πιο σύνθετα (διότι οι πιστωτές θα εκβιάσουν χοντρά και με την ανακεφαλαίωση των τραπεζών), όμως ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν όπως τα «φαντάζεται» ο ΣΥΡΙΖΑ, τα αδιέξοδα της αστικής διαχείρισης προβάλλουν τεράστια.
Οι αριθμοί δεν βγαίνουν, κατά το κοινώς λεγόμενο. Και γιατί δεν βγαίνουν; Γιατί η διαχείριση που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι διαχείριση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και διανομής. Οταν δεν αμφισβητείται το σύστημα, όταν δεν αμφισβητείται η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει διαχείριση των συνεπειών της, δεν υπάρχουν περιθώρια για μαγικές λύσεις. Οποιος το υπόσχεται αυτό είναι πολιτικός απατεώνας. Εξηγώντας τι θα κάνουν με το Μνημόνιο, ο Γ. Δραγασάκης έλεγε σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, ότι υπάρχει «η χρηματοδότηση των τραπεζών, που δεν μπορούμε να την ακυρώσουμε, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται η χρηματοδότηση και η ρευστότητα της οικονομίας». Οι τράπεζες, ο βασικός πυλώνας κάθε καπιταλιστικού συστήματος, αναγορεύονται και από τον ΣΥΡΙΖΑ σε ιερό τοτέμ που απαγορεύεται να το αγγίξεις. Και βέβαια, απαγορεύεται ν’ αγγίξεις την καπιταλιστική βιομηχανία και το εμπόριο, γιατί χωρίς βιομηχανία δεν παράγεται ΑΕΠ και χωρίς καπιταλιστικό εμπόριο δεν διακινούνται τα αγαθά.
Ενας άλλος αστέρας της συριζικής οικονομολογίας, ο Γ. Σταθάκης, εξηγούσε σε άλλο τηλεοπτικό σταθμό ότι «το πρωτογενές έλλειμμα θα είναι συνολικά μέχρι τέλους του χρόνου, εκτιμούμε, γύρω στα 4 δισ.» και αυτά τα 4 δισ. «μπορεί να προκύψουν από τρεις τρόπους. Από έκτακτα έσοδα, έκτακτη περικοπή δαπανών και με βραχυχρόνιο δανεισμό μεγαλύτερο από αυτό που κάνουμε σήμερα». Σε μας δεν προξενεί καμιά εντύπωση το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί τους τόκους των διάφορων δανείων. Αυτοί θα πληρωθούν κανονικά και παράλληλα θα ψάξουν –από τώρα μέχρι τα τέλη του χρόνου– για 4 δισ. (στην πραγματικότητα θα είναι περισσότερα, γιατί η ύφεση είναι βαθύτερη, όπως παραδέχεται και η Κομισιόν στην τελευταία έκθεσή της) μέσα από έκτακτα μέτρα. Δηλαδή, θ’ αφήσουν μισθούς, συντάξεις, χαράτσια, συντελεστές ΦΠΑ ως έχουν και θα ψάξουν 4 δισ. με έκτακτα μέτρα. Και τι θα γίνει του χρόνου, που οι τόκοι θα είναι υπερδιπλάσιοι από τους φετινούς; Θα έχει μήπως μπει ο ελληνικός καπιταλισμός σε αναπτυξιακή τροχιά; Δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε την Κομισιόν, που πήγε πια στο 2014 την έξοδο από την ύφεση, ούτε χρειάζεται να έχει κανείς βαθιές οικονομικές γνώσεις για να καταλάβει ότι καμιά ανάπτυξη δε θα υπάρξει. Αρκεί η εμπειρία των τελευταίων χρόνων.
Ο ίδιος συριζικός αστέρας συνέγραψε άρθρο για την «Αυγή» της περασμένης Κυριακής, γεμάτο με μεγαλοφυείς μπούρδες του τύπου: «σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών με τρόπο που δεν θα επιφέρει επιπρόσθετη ύφεση και ταυτόχρονα σταδιακά θα οδηγήσει στην εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού». Αφού έγραψε διάφορα για την αύξηση των εσόδων, που θα προέλθει κυρίως από την πάταξη της φοροδιαφυγής (οποία πρωτοτυπία! κάθε αστικό κόμμα και κάθε κυβέρνηση τα ίδια λέει), κατέληξε στα εξής: «Στο σκέλος των δημόσιων δαπανών δεν χρειάζονται μεγάλες ανακατατάξεις ούτε στο ύψος ούτε στη σύνθεση των δημοσίων δαπανών»! Δηλαδή, μια χαρά είμαστε με τη σημερινή άθλια εικόνα σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, δημόσιες επενδύσεις, υποδομές, επιχορηγήσεις φορέων)!
Εξίσου αποκαλυπτικός ήταν και στην αναφορά του στο έλλειμμα: «Πιθανόν το άνοιγμα να είναι της τάξης του 3-4%, το οποίο θέτει την ανάγκη χρηματοδότησης του ελλείμματος με βραχυχρόνιο δανεισμό, μέσω της δανειακής σύμβασης και με έκτακτα μέτρα άμεσης απόδοσης, τόσο στις δαπάνες, όσο και στα έσοδα». Και δανεισμός μέσω της δανειακής σύμβασης! Και γιατί να σε δανείσουν, αν εσύ μονομερώς αναιρείς τμήμα έστω των όσων συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση; Δεν είναι φανερό ότι, στο βαθμό που θέλεις να υλοποιηθεί σε όλη της την έκταση η δανειακή σύμβαση, θ’ αναγκαστείς να υποταχθείς στις απαιτήσεις των δανειστών σου;
Θα μπορούσαμε να φέρουμε και άλλα παραδείγματα απ’ όσα δηλώνουν το τελευταίο διάστημα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Παραδείγματα που καταδεικνύουν τα αδιέξοδα της διαχειριστικής τους λογικής. Είναι αυτά τα αδιέξοδα που τους κάνουν να μη θέλουν να κερδίσουν στις 17 Ιούνη, γιατί γνωρίζουν ότι έτσι και αναλάβουν τη διαχείριση του αστικού κράτους, θα διαλυθούν «εις τα εξ ων συνετέθησαν» μέσα σε χρονικό διάστημα ελάχιστων μηνών, καθώς θα έχουν διαψεύσει βάναυσα τις προσδοκίες όσων τους ψήφισαν. Αν αποδεικνύει κάτι η σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε είναι πως τα περιθώρια κινήσεων μιας αστικής κυβέρνησης είναι καθορισμένα και εξαιρετικά στενά. Και βέβαια, απόλυτα ελεγχόμενα από τους ιμπεριαλιστές-πιστωτές. Δεν είναι ζήτημα μαγκιάς, ικανότητας, εντιμότητας, αλλά ζήτημα ταξικής επιλογής.
Οπως κατ’ επανάληψη έχουμε επισημάνει, από τότε ακόμη που όλοι –και πρώτοι-πρώτοι οι ΣΥΡΙΖΑίοι– μιλούσαν για «κρίση χρέους», το κρατικό χρέος είναι ένα εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την «κινεζοποίηση» των εργαζόμενων. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι πιστωτές που επιβάλλουν τη θέλησή τους. Το πρόβλημα είναι η αδιάσπαστη ενότητα των πιστωτών με την εγχώρια κεφαλαιοκρατία. Αν δει κανείς τη νεοελληνική ιστορία, θα διαπιστώσει ότι ο εξωτερικός δανεισμός υπήρξε πηγή απομύζησης του ελληνικού λαού και πάντοτε η ντόπια κεφαλαιοκρατία, παρασιτική και κομπραδόρικη από τα γεννοφάσκια της, βάδιζε χέρι-χέρι με τους ιμπεριαλιστές δανειστές, αλυσοδένοντας από κοινού τον εργαζόμενο ελληνικό λαό. Μπορεί τα τελευταία χρόνια (μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών) αυτή η δωσιλογική ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων να κρύφτηκε πίσω από τη βιτρίνα της «υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής» και της «ισότιμης συμμετοχής στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», όμως η ουσία δεν άλλαξε ποτέ. Χρειάστηκε η παρούσα κρίση για να επανέλθει ανοιχτά ο ξεχασμένος διεθνής οικονομικός έλεγχος και να φανεί η ουσία του νεοαποικισμού.
Ακόμα και το δίλημμα «μέσα ή έξω από την ΕΕ», που τίθεται από ορισμένες πλευρές (Περισσός, Αλαβάνος, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι ψευτοδίλημμα. Γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός είναι οργανικά ενταγμένος στο ευρωπαϊκό σύστημα και απόλυτα εξαρτημένος οικονομικά απ’ αυτό και επομένως δεν μπορεί να ζήσει έξω απ’ αυτό (μολονότι θεωρητικά αυτό δεν αποκλείεται) και θα κάνει τα πάντα, θα χρησιμοποιήσει κάθε μορφής βία για να παραμείνει σ’ αυτό. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η ένταξη (με όρους εξάρτησης) σ’ ένα πολυεθνικό οικονομικό και πολιτικό μόρφωμα, αλλά οι σχέσεις παραγωγής που στηρίζουν αυτή την ένταξη, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Για να διαγράψεις το χρέος, πρέπει να βρεις τους πόρους για να ζήσεις. Για να βρεις τους πόρους για να ζήσεις, πρέπει ν’ απαλλοτριώσεις την καπιταλιστική ιδιοκτησία στις τράπεζες, τη βιομηχανία, το μεγάλο εμπόριο. Πρέπει να χτίσεις μια διαφορετική οικονομία, χωρίς καπιταλιστικά παράσιτα που απομυζούν τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο, με σχεδιασμένη ανάπτυξη, με εξωτερικές σχέσεις βασισμένες στην αρχή της ισοτιμίας, με μια διαρκώς αναπτυσσόμενη εσωτερική αγορά, με παραγωγή μέσων παραγωγής κ.λπ. κ.λπ. Οσο δεν γίνονται αυτά, τότε το χρέος θ’ αποτελεί θηλιά στο λαιμό και θα χρησιμοποιείται σαν εργαλείο συνεχών αντιλαϊκών και αντεργατικών ανατροπών. Στην πραγματικότητα, αυτό που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στον ελληνικό λαό είναι η διατήρηση του σημερινού status μέχρι να έρθει η ανάπτυξη και να υπάρξουν περιθώρια για κάποιες ελάχιστες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Προτείνει, δηλαδή, να αποδεχτούμε μια τεράστια μεταβίβαση κοινωνικού πλού-του προς τους πιστωτές του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου και τους ντόπιους καπιταλιστές, μέσω της αλματώδους αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης. Κι αυτό παρουσιάζεται ως ρεαλισμός! Γι’ αυτούς μόνο η κοινωνική επανάσταση και ο κομμουνισμός δεν συνιστούν ρεαλισμό! Καλούνται, λοιπόν, οι εργαζόμενοι να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο στρατηγικές.
Πέτρος Γιώτης