Η πρόταση Πολυζωγόπουλου για επιβολή ειδικού άμεσου φόρου σε όλα τα εισοδήματα άνω των 1.200 ευρώ μηνιαίως αποτέλεσε το επόμενο επεισόδιο στο σίριαλ «ξανανοίγει το Ασφαλιστικό», που συνεχίζεται πλέον με αποκλειστική ευθύνη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ. Σημειώθηκε σωστά στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», πως η δημοσιοποίηση της αναλογιστικής μελέτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, μιας μελέτης της πλάκας, δεν έγινε τυχαία. Ηταν το κλείσιμο του ματιού προς την κυβέρνηση, ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι έτοιμη να προσέλθει σε διάλογο για το Ασφαλιστικό και να έχει το γνωστό «πάρε-δώσε» με την κυβέρνηση και τους καπιταλιστές, που -κατά τη ΓΣΕΕ- πρέπει να έχουν λόγο στο Ασφαλιστικό, αφού συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχάς αυτό. Γιατί θα πρέπει οι καπιταλιστές να έχουν λόγο στο Ασφαλιστικό; Επειδή πληρώνουν εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές είναι η απάντηση, στην οποία συναινεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να καταδείξει την ασφαλιστική φιλοσοφία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Γιατί, βέβαια, οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές είναι μόνο ένα λογιστικό μέγεθος. Από άποψη ουσίας δεν είναι παρά ένα μέρος της αξίας που παράγει ο εργάτης. Οσο μεγαλύτερες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές τόσο μικρότερη είναι η υπεραξία που απομυζά το αφεντικό. ‘Η -αν θέλετε- οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές είναι ένα τμήμα του μισθού, μόνο που αυτό καταβάλλεται έμμεσα, μέσω του ασφαλιστικού ταμείου. Αφού, λοιπόν, η ασφάλιση είναι μια υπόθεση μόνο των εργαζόμενων, αφού αυτούς αφορά και αυτοί την πληρώνουν (άμεσα και έμμεσα), οι καπιταλιστές δεν θα έπρεπε να έχουν κανένα λόγο στο Ασφαλιστικό. Δεν τους πέφτει λόγος, πώς να το πούμε; Οι εργαζόμενοι, με τη συλλογική τους έκφραση, θα έπρεπε να διαπραγματεύονται το ασφαλιστικό σύστημα με το κράτος και μόνο, αφού στο καθεστώς που ζούμε το κράτος είναι ο ενδιάμεσος για τη ρύθμιση αυτού του θέματος και (υποτίθεται πως) εγγυάται την καταβολή των συντάξεων και των άλλων ασφαλιστικών εισφορών.
Πέρα απ’ αυτό το αρχειακό ζήτημα, που αποκαλύπτει τον τρόπο που τοποθετείται κάποιος έναντι της Κοινωνικής Ασφάλισης, τη φιλοσοφία του όπως λέμε, η ίδια η φιλολογία που αναπτύσσεται (και πάλι) τελευταία και οι προτάσεις που ακούγονται καταδεικνύουν σε μεγαλύτερο βάθος την ποιότητα αυτών που σχεδιάζονται.
Βγαίνει η ΓΣΕΕ και παρουσιάζει μια αναλογιστική μελέτη, για να αποδείξει αυτό που αρνιόταν μέχρι πρότινος. Μελέτη της πλάκας χαρακτηρίστηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ» και τέτοια είναι. Αυτές είναι μελέτες κατά παραγγελία; Θέλουμε μια αναλογιστική μελέτη που να «αποδεικνύει» ότι κρατική επιχορήγηση ίση με το 1% του ΑΕΠ ετησίως όχι μόνο εξαφανίζει τα ελλείμματα του ΙΚΑ αλλά και δημιουργεί πλεονάσματα που θα κεφαλαιοποιηθούν και θα αντιμετωπίσουν τις αρνητικές συνέπειες του δημογραφικού ύστερα από τρεις δεκαετίες; Τη φτιάχνουμε αμέσως. Κάνουμε φουσκωμένες παραδοχές για το μέσο ασφαλιζόμενο ημερομίσθιο και το μέσο αριθμό ημερομισθίων που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι σ’ ένα χρόνο, φουσκώνουμε την παραδοχή για το ποσοστό της απασχόλησης (άρα φουσκώνουμε τεχνητά τα προσδοκώμενα έσοδα του ΙΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές), φουσκώνουμε τεχνητά και το προσδοκώμενο ΑΕΠ και… ιδού ο παράδεισος. Τα προβλήματα του ΙΚΑ λύνονται ως διά μαγείας. Θέλουμε να σπρώξουμε τη σημερινή κυβέρνηση σε νέες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις, ώστε να βρει καθαρό το έδαφος η δική μας κυβέρνηση, όταν επανέλθει στην εξουσία;
Αλλάζουμε τις παραδοχές,φέρνοντάς τες πιο κοντά στην πραγματικότητα, ξεφουσκώνουμε και το ποσοστό απασχόλησης και το μέσο ασφαλιζόμενο ημερομίσθιο και το μέσο αριθμό ημερομισθίων ανά εργάτη, ξεφουσκώνουμε και το ΑΕΠ που έτσι κι αλλιώς έχει μπει στην περίοδο των ισχνών αγελάδων και… ιδού η νέα αναλογιστική μελέτη, που «αποδεικνύει» ότι δεν φτάνει το 1%, αλλά χρειάζεται 2,4% του ΑΕΠ ετησίως ως κρατική επιχορήγηση.
Με το που το κάνουμε αυτό, ανοίγουμε αυτόματα το διάλογο, που μέχρι χτες σκίζαμε τα ρούχα μας έτσι κι ακούγαμε κάποιον να λέει ότι πρέπει να ξανανοίξει το Ασφαλιστικό (δεν ξεχάσαμε τις δηλώσεις των μεγαλοσυνδικαλισταράδων). Η κυβέρνηση πιάνει, φυσικά, το κλείσιμο του ματιού και χαιρετίζει τη διάθεση για διάλογο. Οταν ξεκινήσει αυτός ο διάλογος, αφετηρία της κυβέρνησης θα είναι η εξής απλή σκέψη: δεν μπορείτε εσείς που χειροκροτούσατε μετά μανίας το 1% του ΑΕΠ των Χριστοδουλάκη-Ρέππα και που δεχτήκατε να παίρνετε αυτό το 1% και να διαγράψετε κάθε προηγούμενη κρατική οφειλή προς το ΙΚΑ, να έρχεστε σε λιγότερο από πέντε χρόνια και να λέτε ότι αυτό το ποσοστό πρέπει να υπερδιπλασιαστεί. Εντάξει, να συζητήσουμε για ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού της κρατικής επιχορήγησης, αλλά να βάλλουμε στο τραπέζι και τα άλλα ζητήματα, να αναζητήσουμε εναλλακτικές πηγές αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών.
Τα περί αύξησης των εσόδων η συνδικαλιστική γραφειοκρατία τα έχει ήδη χαιρετίσει. Και βέβαια, ξέρει πολύ καλά πως τα περί καταπολέμησης της εισφοροδιαφυγής είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια και η εισφοροδιαφυγή αντί να μειώνεται αυξάνεται. Οι ασφαλιστικές εισφορές απαγορεύεται διά ροπάλου να αυξηθούν, για να μην επιβαρυνθούν οι καπιταλιστές. Θεωρείται μέτρο… αντιαναπτυξιακό. Τί μένει; Ο κεφαλικός φόρος που πρότεινε ο Πολυζωγόπουλος. Ας μη σταθούμε στο όριο που έβαλε (ξεκίνησε από 1200 ευρώ και μετά, όταν είδε το θόρυβο που ξέσπασε, το ανέβασε στα 1.500 ευρώ). Σημασία έχει η λογική. Από έναν που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων, θα περίμενες να απαιτήσει κάποια ειδική φορολογία στα κέρδη των επιχειρήσεων, που αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς και όχι κεφα΄λικό άμεσο φόρο, που θα τον πληρώσουν τα πιο καλοπληρωμένα τμήματα της εργατικής τάξης και οι μικροαστοί. Θα πληρώσουν και οι κεφαλαιοκράτες -ως άτομα και όχι ως επιχειρήσεις- μόνο που το ποσοστό τους στο σύνολο των φορολογούμενων είναι πολύ μικρό και έτσι ως τάξη ουσιαστικά θα έχουν μια γελοία επιβάρυνση, συγκρινόμενη μάλιστα με τα κέρδη τους. Γιατί τα κέρδη φορολογούνται απευθείας, οπότε οι κεφαλαιοκράτες δεν θα πληρώσουν κανένα ειδικό φόρο για τα κέρδη, αλλά μόνο για τα υπόλοιπα εισοδήματά τους.
Αφού, λοιπόν, τα έσοδα δεν αυξάνονται (η τάση θα είναι τάση μείωσης τα επόμενα χρόνια, λόγω αύξησης της ανεργίας), τί μένει; Μένουν οι δαπάνες. Δηλαδή, οι κάθε είδους ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές παροχές. Θα πάμε σε γενική αύξηση των ορίων ηλικίας; Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές εμφανίζονται ανένδοτοι σ’ αυτό. Υπάρχουν, όμως, κάτι τρύπες που μπορούν να… μπαλωθούν. Υπάρχουν όσοι μπήκαν στην ασφάλιση μεταξύ 1983 και 1992. Υπάρχουν οι ασφαλισμένοι των ειδικών ταμείων, που σύμφωνα με το νόμο Ρέππα πρέπει να συγχωνευτούν στο ΙΚΑ μέχρι το 2008. Και υπάρχουν -προπαντός αυτοί- οι ασφαλισμένοι στον κλάδο των ΒΑΕ (Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα). Το ποσοστό τους στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Αν υπάρχει μια γενική αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα ΒΑΕ (για παράδειγμα 2 χρόνια), θα υπάρξει σημαντική ανακοπή της ροής συνταξιοδότησης. Το ίδιο και αν αρχίσουν να βγαίνουν κλάδοι από τα ΒΑΕ.
Εδώ πρέπει να θυμίσουμε κάτι που πολύ λίγοι γνωρίζουν. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 (πρέπει να ήταν γύρω στο 1993-94, αλλά δεν προλάβαμε να ψάξουμε στο αρχείο μας για να βρούμε την ακριβή ημερομηνία) η συνδικαλιστική γραφειοκρατία πήρε μέρος σε μια υποτιθέμενη επιστημονική επιτροπή στην οποία συζητούσαν το θέμα των ΒΑΕ. Εκεί, λοιπόν, ο εκπρόσωπός της Σ. Λαιμός, με τη σύμφωνη γνώμη όλου του φάσματος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, προσυπέγραψε ένα πόρισμα που έλεγε ότι πρέπει να καταργηθούν τα ΒΑΕ, γιατί δεν είναι δυνατόν… να επιδοτούμε τη βλάβη της υγείας των εργαζόμενων, αλλά να δώσουμε βάρος στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Το όργιο των εργατικών ατυχημάτων και οι επαγγελματικές αρρώστιες που θερίζουν, χωρίς το ελληνικό κράτος να έχει μπει ακόμα στον κόπο να τις κατατάξει έστω σε μια λίστα και να κρατήσει στατιστικές, αποδεικνύουν ότι κάθε άλλο παρά η ασφάλεια και η υγεία των εργατών τους ενδιαφέρει. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να αυξήσουν τα όρια ηλικίας στα ΒΑΕ που είναι πέντε χρόνια παρακάτω (για άνδρες και γυναίκες).
Εκεί, λοιπόν, οδηγεί η ασφαλιστική φιλοσοφία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αλλωστε, η ΓΣΕΕ δεν ξεπήδησε προχθές στον κοινωνικό στίβο. Εχει μια ιστορία, η οποία αποδεικνύει ότι από το 1990 (όταν ψηφίστηκε ο πρώτος σύγχρονος αντιασφαλιστικός νόμος) δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να υπονομεύει κάθε αγώνα, κάθε προοπτική αντίστασης, να διαπραγματεύεται όχι τι θα κερδίσουν οι εργαζόμενοι αλλά πόσα από τα δικαιώματά τους θα χάσουν και να προσυπογράφει τους αντιασφαλιστικούς νόμους, λόγω… ανωτέρας βίας. Αν οι εργαζόμενοι εμπιστευτούν τις τύχες τους σ’ αυτή τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ύστερα από ένα-δυο χρόνια θα μετρούν νέες ήττες. Επ’ αυτού δεν δικαιολογείται καμιά αμφιβολία.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι πως το ασφαλιστικό σύστημα είναι προβληματικό. Ηταν και είναι και μετά το νόμο των Ρέππα-Χριστοδουλάκη. Σημασία, όμως, έχει να γνωρίζουμε τις αιτίες της προβληματικότητας. Απαριθμούμε τις πιο βασικές απ’ αυτές:
1) Εξαφάνιση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, λόγω της μακροχρόνιας απομύζησής τους από κράτος και καπιταλιστές.
2) Μη εκπλήρωση από τη μεριά του κράτους, επί δεκαετίες, των υποχρεώσεών του έναντι του ΙΚΑ, στο οποίο επιπλέον φόρτωνε και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής που ήταν υποχρέωση του κράτους.
3) Εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, με τη χρησιμοποίηση μαύρης εργασίας, και εισφοροκλοπής, με την μη απόδοση από τους εργοδότες των παρακρατημένων εισφορών. Είναι μια καλή μέθοδος εξασφάλισης κεφάλαιου κίνησης, που θα εξοφληθεί με ευνοϊκούς όρους στο μέλλον, αφού οι χαριστικές ρυθμίσεις βγαίνουν με ρυθμό μια κάθε δυο χρόνια.
4) Διατήρηση του 8ωρου, παρά τη σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την εντατικοποίηση της δουλειάς, και ταυτόχρονα εκτεταμένη χρήση υπερωριών, που στις περισσότερες περιπτώσεις πληρώνονται χωρίς ασφάλιστρο.
5) Αύξηση της ανεργίας που -σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης- χειροτερεύει την αναλογιστική σχέση μεταξύ ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Οταν, λοιπόν, αυτό είναι το τοπίο, εύκολα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι κάθε λύση-μπάλωμα, κάθε διαπραγμάτευση με το κράτος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αφαίρεση ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Το μόνο που συζητιέται είναι η ένταση και η έκταση της κάθε φορά επίθεσης. Ολοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι που ψηφίστηκαν μετά το 1990, τέσσερις τον αριθμό, κάτι αφαιρούσαν. Αλλος περισσότερα άλλος λιγότερα. Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο επόμενος θα είναι στην ίδια κατεύθυνση; Και βέβαια, το γαϊτανάκι δεν πρόκειται να σταματήσει. Ας θυμηθούμε ότι μετά την ψήφιση καθενός από τους προηγούμενους αντιασφαλιστικούς νόμους οι κυβερνήσεις έβγαιναν και διαβεβαίωναν τους εργαζόμενους ότι το ασφαλιστικό λύθηκε για τα επόμενα τριάντα ή και πενήντα χρόνια. Για να το ξεχάσουν σε πολύ λίγο χρόνο και να βάλουν μπροστά τη φιλολογία για νέες ανατροπές.
Τί γίνεται λοιπόν; Τί κάνουμε ώστε τα πράγματα τουλάχιστον να μη γίνουν χειρότερα; Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, εκείνο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε είναι η απόρριψη της αντίληψης «και μη χειρότερα». Γιατί τα έως τώρα χειρότερα στηρίχτηκαν εν πολλοίς σ’ αυτή την αντίληψη. Μια μάχη οπισθοφυλακών, μια μάχη για σταμάτημα απλώς μιας επίθεσης και όχι για αντιστροφή των όρων είναι χαμένη από χέρι. Αντε να κρατήσει λίγο διάστημα. Οταν δεν έχεις όραμα, όταν δεν διεκδικείς, όταν δεν παίρνεις την πρωτοβουλία, αλλά την αφήνεις στον αντίπαλο και προσπαθείς απλά να αμυνθείς σε κάθε επίθεσή του, δεν μπορεί παρά να χάσεις. Είναι σαν τις ποδοσφαιρικές ομάδες που κλείνονται στην άμυνα για να πάρουν την ισοπαλία και όταν τρώνε το πρώτο γκολ αρχίζουν να τρώνε και τα υπόλοιπα με το τσουβάλι.
Πρώτα, λοιπόν, να αποκτήσουμε όραμα, να αποκτήσουμε πλατφόρμα ταξική για την Ασφάλιση και μετά να δούμε την όποια αιτηματολογία. Γιατί τα αιτήματα πρέπει κάπου να πατάνε, να έχουν μια λογική, μια φιλοσοφία. Από πού ν’ αρχίσουμε, λοιπόν;
Από την ίδια την έννοια της Κοινωνικής Ασφάλισης. Τί είναι η Ασφάλιση; Είναι το δικαίωμα του εργαζόμενου να ζήσει μετά την ολοκλήρωση του παραγωγικού του κύκλου και να έχει προστασία ο ίδιος και η οικογένειά του σε περίπτωση αρρώστιας, ατυχήματος, αναπηρίας ή αιφνίδιου θανάτου. Από που πηγάζει αυτό το δικαίωμα; Οχι βέβαια από τη φιλανθρωπία των καπιταλιστών και του κράτους τους. Πηγάζει από την ίδια τη θέση του εργαζόμενου στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Αυτός είναι ο μοναδικός παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Αυτός κινεί τις μηχανές, αυτός κάνει τη γη να καρπίζει, αυτός σηκώνει τα βάρη στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Ο,τι συσσωρεύεται ως κοινωνικός πλούτος είναι αποτέλεσμα της δικής του εργασίας και κανενός άλλου. Και τί ζητά ο εργαζόμενος, όταν αναφέρεται στο δικαίωμα στην Κοινωνική Ασφάλιση; Δεν ζητά να ανακτήσει τον κοινωνικό πλούτο που παρήγαγε. Δεν ζητά να καταργήσει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ζητά μια στοιχειώδη εξασφάλιση στα γεράματά του και στις ουκ ολίγες αναποδιές της ζωής στον καπιταλισμό.
Μπορεί αυτό να θεωρηθεί καταχρηστικό δικαίωμα; Μπορεί να μπει σε κάποια ζυγαριά; Αν ναι, τότε από την άλλη μεριά πρέπει να μπουν τα καπιταλιστικά κέρδη, για να δούμε τί βαραίνει περισσότερο. Κατά συνέπεια, η πλατφόρμα στην οποία πρέπει να μπει το Ασφαλιστικό πρέπει να είναι η εξής απλή φράση: Πλήρης ασφάλιση για όλους και πλήρης χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους.
Πέτρος Γιώτης