Μια δημοσκόπηση της VPRC για την «Καθημερινή» ασχολήθηκε με την πρόσφατη απεργία των ναυτεργατών και κατέγραψε τα εξής: Το 49% διαφωνεί με την επιστράτευση που αποφάσισε η κυβέρνηση, ενώ το 38% συμφωνεί. Το 62% θεωρεί δίκαια τα αιτήματα των ναυτεργατών και το 49% εγκρίνει την απεργία ως μορφή πάλης. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ασφαλώς είναι εκείνο το 38% που συμφωνεί με την επιστράτευση. Μολονότι είναι μειοψηφικό ποσοστό, εμφανίζει μπροστά μας μια ανατριχιαστική μειοψηφία, απέναντι στην οποία το 49% που διαφωνεί με την επιστράτευση μοιάζει εντελώς ανίσχυρο (αν αναλογιστούμε ότι δίπλα στο 38% παρατάσσονται τα όπλα της κρατικής καταστολής).
Βέβαια, είναι λάθος να παίρνουμε τοις μετρητοίς τις δημοσκοπήσεις και να τις θεωρούμε ως καθρέφτη της κοινωνικής πραγματικότητας. Ειδικά τέτοιες δημοσκοπήσεις, που γίνονται σε μια περίοδο κυριαρχίας της προπαγάνδας του κράτους, στη διάρκεια της οποίας οι απεργοί δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε τα αιτήματά τους να παρουσιάσουν. Ακόμα και πατενταρισμένοι Πασόκοι στα ΜΜΕ δούλευαν για το κράτος και τους εφοπλιστές, ελεεινολογώντας και συκοφαντώντας τους ναυτεργάτες και την απεργία τους. Επομένως, στα μυαλά μεγάλης μερίδας της λεγόμενης κοινής γνώμης, που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από την τηλεόραση και «ενημερώνεται» κυρίως απ’ αυτή, υπήρχε μια εντελώς στρεβλή εικόνα γι’ αυτό τον αγώνα, η οποία αποτυπώθηκε στο γκάλοπ, σε συνδυασμό βέβαια και με τη στόχευση που το ίδιο το γκάλοπ είχε (ανάλογα με τη στόχευση γίνονται οι ερωτήσεις).
Ομως, η ίδια η δυνατότητα επηρεασμού τόσο μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και η διαμόρφωση συνειδήσεων σε τόσο κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η πιο άγρια μορφή κρατικής καταστολής μιας απεργίας, η οποία μάλιστα έχει κηρυχτεί νόμιμη από την αστική Δικαιοσύνη (όπως είναι γνωστό, η παράδοση είναι αντίθετη και το γεγονός ότι βρέθηκε ένας δικαστής να κηρύξει νόμιμη την απεργία κανονικά έπρεπε να έχει ιδιαίτερα θετικό επικοινωνιακό αντίκτυπο), συνιστά αφ’ εαυτής πρόβλημα. Πρόβλημα κοινωνικό. Γιατί καταφέρνει η μαύρη προπαγάνδα και κερδίζει τέτοια ποσοστά;
Δεν χρειαζόμαστε, όμως, τα όποια γκάλοπ για να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με το πώς διαμορφώνονται σήμερα οι όποιοι κοινωνικοί συσχετισμοί. Ολοι ζούμε σ’ αυτή τη χώρα, παρατηρούμε, συζητάμε με κόσμο, συλλέγουμε πληροφορίες. Εμπειρικά, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι έχουμε μια συνολική συντηρητική στροφή. Οχι μόνο στο πολιτικό (όπου είναι αναμφισβήτητη), αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο.
Η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική χώρα μέσου επίπεδου ανάπτυξης. Διαθέτει ένα σχετικά σημαντικό πληθυσμό μεσαίων στρωμάτων. Με πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος στη σύνθεση του πληθυσμού, σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης. Αυτά τα μεσαία στρώματα, λοιπόν, ακόμα και εκείνα που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση και για τα οποία θα ανέμενε κανείς έναν οριακό έστω ριζοσπαστισμό, έχουν κάνει μια θεαματική συντηρητική αναδίπλωση, που παρουσιάζει εμφανείς αναλογίες με την περίοδο του μεσοπόλεμου, τότε που τα μεσαία στρώματα αποτελούσαν την ατμομηχανή των φασιστικών κινημάτων. Τα μεσαία στρώματα προσπέφτουν στην αστική τάξη, στους οικονομικούς μηχανισμούς και το κράτος της, περιμένοντας τη σωτηρία τους. Η φτωχή αγροτιά, το κομμάτι εκείνο των μεσαίων στρωμάτων που αντιστάθηκε στις πιο καταστροφικές πλευρές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, ηττήθηκε κατ’ επανάληψη. Μολονότι αντιμετώπισε και αυτή τον σύγχρονο φασισμό του «κοινωνικού αυτοματισμού», με τους «αγανακτισμένους» φορτηγατζήδες και ταξιδιώτες των εθνικών δρόμων, η ήττα δεν της επιτρέπει να κινηθεί σε μια κατεύθυνση αναζήτησης ταξικών συμμαχιών με τα εργατικά στρώματα. Είναι η μικροϊδιοκτησιακή φύση αυτού του στρώματος, που δεν του επιτρέπει να αποκτήσει αυτόνομη πολιτική, να αποδεσμευτεί από την ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού και την πολιτική ηγεμονία των αστικών κομμάτων.
Ομως, η συντηρητική στροφή δεν αφορά μόνο τα μεσαία στρώματα. Αφορά και την εργατική τάξη, την πιο πολυπληθή (αν και πολυδιασπασμένη) τάξη της κοινωνίας μας. Με διαφορετικά χαρακτηριστικά, βέβαια, όμως συντηρητική στροφή. Η ιδέα της συλλογικότητας έχει χτυπηθεί στην πιο απλή, την πιο στοιχειώδη μορφή της, αυτή που αφορά την διεκδίκηση καλύτερων όρων πώλησης της εργατικής δύναμης. Η αναζήτηση της ατομικής λύσης (λύσης, όχι βόλεψη), οι δυο και τρεις δουλειές έχουν μπει στη θέση των συνδικαλιστικών αγώνων για καλύτερα μεροκάματα, προστασία από απολύσεις, καλύτερες εργασιακές σχέσεις, καλύτερη ασφάλιση.
Ταυτόχρονα, στο ιδεολογικό πεδίο κυριαρχούν οι πιο επιθετικές όψεις της αστικής ιδεολογίας, η οποία κυριαρχεί καταθλιπτικά. Ο θρησκευτικός σκοταδισμός, η «νοικοκυροσύνη» σε ό,τι αφορά την οικογένεια και τα παιδιά, η παρακμιακή υποκουλτούρα, ο άκριτος καταναλωτισμός και η υποταγή στη γοητεία της διαφήμισης, η αναζήτηση της «ησυχίας μας» (η άλλη όψη του δόγματος «τάξη και ασφάλεια»), το λάιφ στάιλ, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός έχουν μολύνει και την εργατική τάξη. Το κενό που άφησε η υποχώρηση της συνείδησης της συλλογικότητας όχι απλώς το κάλυψε αλλά το μπάζωσε η αστική ιδεολογία.
Σε πολιτικό επίπεδο δημιουργήθηκε ένας πολτός που εύστοχα οι επικοινωνιολόγοι ονόμασαν «μεσαίο χώρο». Είναι αυτός που ενισχύει το δικομματισμό ως σταθερό ενιαίο δίπολο και με τις μικρομετακινήσεις στο εσωτερικό του καθορίζει ποιο κόμμα θα είναι κυβέρνηση και ποιο αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η εκλογική δύναμη του δικομματισμού ενισχύεται, ενώ τα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας (ΚΚΕ και ΣΥΝ) παραμένουν καθηλωμένα στα ισχνά ποσοστά των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς η κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία πηγαίνει στο αντιπολιτευόμενο κόμμα του δικομματισμού, που υπόσχεται «ρεαλιστική λύση εξουσίας». Σημάδι κι αυτό της συντηρητικής στροφής, της απογοήτευσης και της αποστράτευσης των προλεταριακών μαζών, που αναθέτουν τη διαχείριση των υποθέσεών τους στους εκπροσώπους της αστικής εξουσίας.
Είναι αφέλεια (ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός) να πιστεύει κανείς πως αυτή η κατάσταση θα αλλάξει με βαθμιαίες αλλαγές μέσα στο κυρίαρχο σύστημα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Οι αλλαγές θα έχουν τη μορφή ρήξης μ’ αυτό το σύστημα ή δεν θα υπάρξουν. Για να λάμψει ξανά η αρχή της ταξικής αλληλεγγύης, η μόνη που μπορεί να βγάλει την εργατική τάξη από το τέλμα της ιδιώτευσης και να της δώσει τη δύναμη με την οποία την έχει «προικίσει» η κοινωνική της θέση, απαιτείται ο απόλυτος, ο ριζικός διαχωρισμός από τις κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δομές.
Εδώ, όμως, καιροφυλακτεί ένας άλλος κίνδυνος. Ο κίνδυνος ενός ιδιόμορφου ελιτισμού, ο οποίος «κοιτάζει» αφ’ υψηλού την «ενσωματωμένη μάζα» και οδηγεί σε μια αυτοαναφορικότητα, σ’ ένα κλείσιμο σε «καθαρές» διαδικασίες, σ’ ένα πολιτικό και κοινωνικό γκέτο τελικά. Εκείνο που χρειάζεται είναι δουλειά μέσα στην εργατική τάξη, γιατί χωρίς αυτή κανένα πολιτικό σχέδιο δε μπορεί να υλοποιηθεί.
Πέτρος Γιώτης