Σε άρθρο του στο ΑΠΕ (για να αναπαραχθεί απ' όλα τα ΜΜΕ) ο υπουργός Εσωτερικών Π. Κουρουμπλής τάχθηκε υπέρ της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου, με μια επιχειρηματολογία που απευθύνεται σε ανθρώπους που δε γνωρίζουν νομικά και ειδικότερα πώς οργανώνεται ένα αστικό σύστημα και πώς γίνεται ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων και των αποφάσεων της κυβέρνησης και της διοίκησης.
«Η αλλαγή του Συντάγματος προϋποθέτει τη συλλογική απόφαση όλων μας να τηρούμε το Σύνταγμα με δογματική ευλάβεια» γράφει κουτοπόνηρα ο Κουρουμπλής, λες και αυτό δεν ισχύει σήμερα (θεωρητικά, φυσικά, γιατί στην πράξη ούτε χτες γινόταν, ούτε σήμερα, ούτε στο μέλλον θα γίνεται). Ο Κουρουμπλής συνεχίζει με δήθεν διάθεση αυτοκριτικής: «Η παραβίαση του Συντάγματος απ' όλες τις κυβερνήσεις κατά καιρούς και διαστήματα αποτελούσε σχεδόν -θα τολμούσε να πει κανείς- τον κανόνα». Και καταλήγει: «Ενα ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί πριν ξεκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης είναι το πώς θεσμικά θα κατοχυρώσουμε τη σωστή ερμηνεία, άρα συνταγματικό δικαστήριο».
Οποιος διαβάζει την τελευταία φράση συμπεραίνει πως στην ελληνική αστική δημοκρατία δεν υπάρχει συνταγματικός έλεγχος και γι' αυτό πρέπει να θεσπιστεί συνταγματικό δικαστήριο, που θα ασκεί σωστά αυτόν τον έλεγχο. Από πού τεκμαίρεται, όμως, ότι ένα συνταγματικό δικαστήριο θα ερμηνεύει σωστά την εφαρμογή του συντάγματος, ενώ τα άλλα δικαστήρια δεν μπορούν να το κάνουν;
Συνταγματικός έλεγχος υπάρχει και σήμερα στην ελληνική αστική δημοκρατία, όπως σε κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία που δομείται γύρω από έναν καταστατικό χάρτη (Σύνταγμα). Μόνο που αυτός ο έλεγχος είναι διάχυτος. Μπορεί να τον ασκήσει κάθε δικαστήριο. Τα διοικητικά δικαστήρια και το ΣτΕ ελέγχουν τις αποφάσεις της διοίκησης, το ΣτΕ ελέγχει τα προεδρικά διατάγματα, ενώ ακόμα και ένα μονομελές πλημμελειοδικείο μπορεί να ελέγξει τη συνταγματικότητα μιας ποινικής διάταξης και να αρνηθεί να την εφαρμόσει, αν κρίνει πως αυτή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα.
Τι δείχνει η πείρα; Οσο ανώτερο ιεραρχικά είναι ένα δικαστήριο τόσο περισσότερο πιστό μένει στις αποφάσεις των κυβερνήσεων και της διοίκησης, καθώς και στη σκληρή κατασταλτική πλευρά των ποινικών νόμων, ακόμα και όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις περί ανθρώπινων δικαιωμάτων διατάξεις του Συντάγματος. Κάτι λίγες προοδευτικές (από αστικοδημοκρατική άποψη) αποφάσεις έχουν παρθεί από χαμηλόβαθμα δικαστήρια και οι περισσότερες απ' αυτές εξαφανίστηκαν όταν πέρασαν στη δικαιοδοσία ανώτερων δικαστηρίων. Οσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία του δικαστικού σώματος τόσο αυξάνεται ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας, για ευνόητους λόγους: οι δικαστές εντάσσονται σε κλίκες, δημιουργούν δεσμούς με το ένα ή το άλλο αστικό κόμμα εξουσίας, έχουν φιλοδοξίες ν' ανέβουν στη δικαστική ιεραρχία και ξέρουν ότι η ανέλιξή τους εξαρτάται από τις κυβερνήσεις, αρκετοί απ' αυτούς φιλοδοξούν να κάνουν πολιτική καριέρα μετά τη συνταξιοδότησή τους κτλ.
Δείτε ποιοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους ως εκπρόσωποι των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και της ΝΔ στη σημερινή φάση. Είναι δύο τέως ανώτεροι δικαστικοί, ο Δ. Παπαγγελόπουλος και ο Χ. Αθανασίου. Και οι δύο, ως εν ενεργεία δικαστικοί, διαδραμάτισαν ρόλο πέραν των τυπικών δικαστικών τους καθηκόντων. Ο Παπαγγελόπουλος υπήρξε προϊστάμενος της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθήνας, εισαγγελέας «αντιτρομοκρατίας» και διοικητής της ΕΥΠ/ΚΥΠ, ενώ ο Αθανασίου υπήρξε πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Από τη θέση τους, λοιπόν, μπορούσαν να επηρεάζουν και άλλους δικαστικούς, να δημιουργούν λόμπι, να κατευθύνουν αποφάσεις κτλ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε πως όλα όσα αναφέρουμε παραπάνω αφορούν διεργασίες που δεν αμφισβητούν το αστικό καθεστώς ως τέτοιο. Θα ήταν αφελές, αντιεπιστημονικό και ανιστόρητο να πιστέψουμε ότι μπορεί ένα αστικό δικαστήριο να δικάσει κόντρα στη συνταγματική και ποινική θωράκιση του αστικού κράτους. Ομως, θα μπορούσε -κατ' εξαίρεση και όχι κατά κανόνα- να κρίνει αν μια απόφαση της διοίκησης ή μια διάταξη νόμου (που μπορεί να εντάσσεται στο ποινικό ή στο εργατικό δίκαιο) είναι συμβατή με κάποια άρθρα του Συντάγματος, που συνήθως υπάρχουν ως απολιθώματα της περιόδου της επαναστατικής ακμής της αστικής τάξης και πάντως δεν υπάρχουν για να εφαρμόζονται υπέρ εκείνων που θεωρούνται πολιτικοί αντίπαλοι του συστήματος και συγκροτούν την έννοια του «εσωτερικού εχθρού».
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την έννοια του «πολιτικού εγκλήματος», που υπάρχει στο ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Μολονότι η νομική θεωρία πασχίζει εδώ και πολλές δεκαετίες να αναγνωριστεί από το ποινικό σύστημα το «πολιτικό αδίκημα» ως πράξη και όχι ως μια αφηρημένη συνταγματική κατασκευή (ο βουλευτής και πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Α. Λοβέρδος ανακηρύχθηκε διδάκτορας με μια διατριβή περί του «πολιτικού αδικηματία», που είναι ίσως ό,τι πιο πλήρες υπάρχει στη θεωρία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, πλην όμως και ο ίδιος την έχει «ξεχάσει»), όλα τα δικαστήρια που αντιμετώπισαν το συγκεκριμένο ζήτημα από το 2002 μέχρι σήμερα (τριμελή και πενταμελή εφετεία κακουργημάτων) έχουν αποφασίσει ομόφωνα πως τα μέλη των οργανώσεων που άσκησαν ένοπλη επαναστατική βία δεν διέπραξαν «πολιτικό αδίκημα», αλλά αδίκημα «του κοινού ποινικού δικαίου». Ετσι, η σχετική συνταγματική διάταξη παραμένει κενό γράμμα. Μάλιστα, το πιο ειρωνικό είναι πως η εισαγωγή της έννοιας της «τρομοκρατικής οργάνωσης» (άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα) περιγράφει ένα αδίκημα καθαρά πολιτικό, αφού αναφέρεται σε πλήγματα κατά των δομών του κράτους και των διεθνών τους σχέσεων!
Παρά τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί, η σχετική ένσταση υποβάλλεται από τους συνηγόρους υπεράσπισης σε κάθε τρομοδικείο, το οποίο την απορρίπτει, αναπαράγοντας τη σχετική απόφαση του τρομοδικείου που δίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση της 17Ν. Θεωρητικά, μπορεί να πει κανείς ότι κάποιο δικαστήριο στο μέλλον μπορεί να κάνει δεκτή την ένσταση και να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να δικάσει μια υπόθεση «τρομοκρατίας», παραπέμποντάς την -ως κατά το Σύνταγμα «πολιτικό αδίκημα»- στο μεικτό ορκωτό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τα «πολιτικά αδικήματα». Στο παρελθόν, χαμηλόβαθμα δικαστήρια έχουν κρίνει ως αντισυνταγματικές κάποιες διατάξεις νόμου, που χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία καταστολής της πολιτικής δραστηριότητας. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70, ο γράφων αθωώθηκε για αναγραφή συνθημάτων από ένα αυτόφωρο τριμελές πλημμελειοδικείο της Θεσσαλονίκης (αφού προηγουμένως φυλακίστηκε επί τριήμερον), με το σκεπτικό ότι η αναγραφή πολιτικών συνθημάτων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος περί ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Ηταν μια εξαιρετικά ρηξικέλευθη δικαστική απόφαση στις συνθήκες της μεταχουντικής καραμανλικής κατασταλτικής πολιτικής του ελληνικού αστικού κράτους.
Εάν υπήρχε συνταγματικό δικαστήριο, ούτε αυτό το ταπεινό τριμελές πλημμελειοδικείο θα μπορούσε να αθωώσει έναν ακροαριστερό φοιτητή που έγραφε επαναστατικά συνθήματα στα ντουβάρια, επικαλούμενο το Σύνταγμα, ούτε οι συνήγοροι υπεράσπισης στα τρομοδικεία θα είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν την ένσταση για το «πολιτικό αδίκημα». Τα δικαστήρια θα ήταν αναρμόδια να κάνουν συνταγματικό έλεγχο και το πολύ να παρέπεμπαν το ζήτημα στο συνταγματικό δικαστήριο, το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει. Κι άπαξ και αποφάσιζε, όλα τα δικαστήρια εφεξής θα ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόζουν την απόφασή του.
Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά, η θέσπιση συνταγματικού δικαστηρίου σημαίνει ότι μια μικρή ομάδα ανώτατων δικαστών αποφασίζει για όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας των νόμων. Μπορεί να αντιληφθεί κανείς τι σημαίνει αυτό αν αναλογιστεί τις αποφάσεις που παίρνει το ΣτΕ για όλες τις αντιλαϊκές και αντιπεριβαλλοντικές αποφάσεις της διοίκησης. Το ΣτΕ έχει «ευλογήσει» τα Μνημόνια, την απόλυση με μια πράξη 2.600 εργαζόμενων από την ΕΡΤ, τους αντιδασικούς νόμους κτλ. κτλ.
Επομένως, αυτό που εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα πιο δημοκρατικό, πιο φιλελεύθερο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά ένα σύστημα περισσότερο αυταρχικό και συγκεντρωτικό, όπως ακριβώς απαιτεί η μαύρη εποχή των Μνημονίων, που θα συνεχιστεί.
Πέτρος Γιώτης