«Και τώρα εκδίδομαι, της Μαρίας Δαμανάκη». Προκλητικός ο τίτλος στην Athens Voice, την κουλτουριάρικη εκδοχή των δωρεάν διανεμόμενων φυλλάδων, καλούσε τον αναγνώστη να διαβάσει το άρθρο, αν μη τι άλλο για να διαπιστώσει πού, πότε και με πόσο εκδίδεται η συγγραφέας.
Βέβαια, υπάρχουν και αναγνώστες που δεν θα μπήκαν στον κόπο να αναγνώσουν το πόνημα, αλλά θα άλλαξαν σελίδα βλέποντας τον τίτλο, με το γνωστό σλόγκαν της πιάτσας να διαπερνά το έρκος των οδόντων τους: «Και ποιος χαραμίζει λεφτά για σένα έτσι που έχεις καταντήσει;». Ο υπογράφων, όμως, επειδή έχει και την ιδιότητα του εκδότη (ας όψονται οι απαιτήσεις της περί Τύπου νομοθεσίας) κατάλαβε αμέσως ότι η Μαρούλα με το καρφιτσωμένο χαμόγελο (μία τέτοια φωτογραφία της συνόδευε το «και τώρα εκδίδομαι» στην Α.V.) δεν αναφέρεται στο πανάρχαιο επάγγελμα της επί χρήμασι έκδοσης, αλλά σε εκδοτική δραστηριότητα, κάθησε και διάβασε όλο το άρθρο.
Το διάβασε και -παραδόξως πως- δεν θύμωσε. Μόνο ένα αίσθημα αηδίας τον κυρίευσε και μια τάση προς έμετο, που χρειάστηκε μια μικρή προσπάθεια για να την κατανικήσει. Διότι διαπίστωσε ότι όντως η Μαρούλα εκδίδεται (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς). Ολόκληρο το αρθράκι ήταν γραμμένο σε μια τάχαμου-δήθεμου μοντέρνα γλώσσα (κάτι μεταξύ Π. Κωστόπουλου και Α. Ρουμελιώτη), γεμάτο με σεξουαλικά υπονοούμενα και άθλιες μεταφορές. Η έκδοση του νέου της βιβλίου παρομοιαζόταν από την ίδια με την πορνεία. (Ιδού παράδειγμα: «Ποιους αφορά η έκδοσή μου; Ολους όσοι έλκονται από νέες ιδέες και τολμηρές προσεγγίσεις της πολιτικής, της κοινωνίας και της ζωής. Αντρες και γυναίκες! (Εντάξει, είναι γνωστό ότι υπερασπίζομαι την ελευθερία των προτιμήσεων)».
Το στυλάκι δεν της πάει με τίποτα. Πώς να το κάνουμε, Αρμάνι, βίλα στο Διόνυσο και καλιαρντά δεν πάνε μαζί. Αλλωστε, τα καλιαρντά πρέπει να τα ‘χεις βιώσει για να τα μιλήσεις. Οχι να τα ξέρεις από το «Κλικ» και το «Νίτρο». Δικαίωμά της, όμως, να πιστεύει ότι με τέτοιου τύπου προσωπική διαφήμιση μπορεί να βρεθούν τίποτα στερημένοι πιτσιρικάδες να αγοράσουν το βιβλίο της και να μη μείνουν οι πωλήσεις μόνο σε όσα κομμάτια θα αγοράσει η ίδια για να τα μοιράσει. Δεν είμαστε εμείς που θα της πούμε να μην εκτίθεται. Αλλωστε, κάποια που αποφασίζει να εκδοθεί θα πρέπει να βάλει στη μπάντα κάθε αναστολή, κάθε σεμνοτυφία, κάθε κοινωνικό φραγμό.
Ναι, η Δαμανάκη εκδίδεται. Επάγγελμα καλντεριμιτζού θα έπρεπε να δηλώσει. Σαν τις γριές πόρνες που τις διώχνουν από τα «σπίτια» και βγαίνουν στους δρόμους μπας και ψαρέψουν κανένα φτωχαδάκι που αυτά που έχει στην τσέπη του δεν φτάνουν για να επισκεφτεί μπορντέλο. Τις πόρνες η προοδευτική διανόηση και η Αριστερά τις είδαν πάντα με συμπάθεια.
«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» έγραψε η Γαλάτεια και είχε δίκιο. Τις πολιτικές πόρνες είναι που δεν μπορούμε να δούμε το ίδιο. Δεν περισσεύει γι’ αυτές ίχνος συγκατάβασης. Γιατί η εκπόρνευσή τους δεν έγινε από ανάγκη ή από κακοτυχία, αλλά ήταν μια πράξη απολύτως συνειδητή. Μια πράξη προδοσίας στην αρχή που στο τέλος -καθώς πια οι χυμοί της νιότης έχουν κατασπαταληθεί- γίνεται πράξη απόλυτης παρακμής, διάλυσης που μόνο πνευματικά βοθρολύματα αφήνει στο πέρασμά της. Κάποιους και κάποιες σαν την εν λόγω κυρία θα τις αναφέρουν οι ιστορικοί του μέλλοντος όπως αναφέρονται σε κάποιες εταίρες του Βυζάντιου, που σκαρφάλωσαν στην εξουσία.
Π.Γ.