Η Κοινωνική Ασφάλιση βρίσκεται και πάλι στην κλίνη του Προκρούστη. Δεν είναι μόνο τα μέτρα που ήδη ψηφίστηκαν πακέτο με το Μνημόνιο-3 και η αισχρή εγκύκλιος Χαϊκάλη, που δεν στηρίζεται καν σε νόμο. Είναι και η νέα γενική ανατροπή, που σε λίγο καιρό θα τεθεί υπόψη της τρόικας, για να δώσει την τελική έγκριση.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για το χαρακτήρα αυτής της ανατροπής. Πριν καν υπογραφεί το Μνημόνιο-3, πριν καν το κάλπικο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, είχε σταλεί στους ιμπεριαλιστές δανειστές πρόταση -με υπογραφή Τσίπρα- η οποία επαινούσε τους μνημονιακούς αντιασφαλιστικούς νόμους (Λοβέρδου κτλ.) και εισηγούνταν συνέχισή τους σε τρόπο που να εξασφαλίζεται «μεγαλύτερη σύνδεση εισφορών-παροχών», δηλαδή χαμηλότερες συντάξεις.
Συμπληρώσαμε ένα τέταρτο του αιώνα με συνεχείς αντιασφαλιστικές ανατροπές. Από το 1990 έχει ξεκινήσει μια διαδικασία ψήφισης νομοθετημάτων που καθένα προστίθεται στα προηγούμενα. Εφτιαξαν έναν μεταβλητού μήκους πάγκο του Προκρούστη. Αφού ψηφίσουν έναν αντιασφαλιστικό νόμο, μικραίνουν τον πάγκο και ετοιμάζουν τον επόμενο νόμο. Τα ασφαλιστικά δικαιώματα εργαζόμενων και συνταξιούχων πάντα περισσεύουν από το μήκος του πάγκου και περικόπτονται. Και βέβαια, κάθε φορά που ψηφίζουν έναν αντιασφαλιστικό νόμο διαβεβαιώνουν ότι «έλυσαν το ασφαλιστικό για τα επόμενα 30 (καμιά φορά και 50) χρόνια», για ν’ ανακαλύψουν σε καμιά διετία ότι «κινδυνεύουν οι επόμενες γενεές να μην πάρουν σύνταξη» και να εξαπολύσουν τη νέα επίθεση.
Το αποτέλεσμα αυτής της 25ετούς επίθεσης δεν ήταν μόνο η συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Βοηθούσης και της κρίσης, με την έκρηξη της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της «μαύρης» (ανασφάλιστης) εργασίας, άρχισε στη νέα εργατική βάρδια να αδυνατίζει αυτό που ονομάζουμε ασφαλιστική συνείδηση. Να εμπεδώνεται μια αντίληψη που λέει ότι «σιγά μην πάρουμε σύνταξη εμείς».
Αυτή η αλλαγή δημιουργεί μια συνθήκη πολύ πιο επικίνδυνη από τις συνεχείς αντιασφαλιστικές ανατροπές, διότι «εξαφανίζει» το κοινωνικό υποκείμενο που θα μπορούσε να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος.
Ιστορικά, από τότε που οικοδομήθηκε το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας, απετέλεσε αιχμή του δόρατος των άμεσων διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Η κοινωνική ασφάλιση στεκόταν στην κορυφή της κλίμακας με τα διαχρονικά και συγκυριακά εργατικά αιτήματα. Οι εργαζόμενοι γνώριζαν ότι τα μισθολογικά αιτήματα μπορεί φέτος να τα κερδίσεις, του χρόνου να τα χάσεις και του παραχρόνου να τα ξανακερδίσεις, όμως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα καθορίζουν μακροχρόνια τους όρους διαβίωσης του εργάτη και της οικογένειάς του. Γι’ αυτό και δόθηκαν σκληροί αγώνες για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Μολονότι αυτοί οι αγώνες δεν ξέφευγαν από τα όρια ενός αγωνιστικού ρεφορμισμού, αποτελούσαν ταυτόχρονα και πεδίο εμφάνισης της εργατικής τάξης ως τάξης, διότι ξεπερνούσαν το επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο.
Οταν αρχίζει και αδυνατίζει η ασφαλιστική συνείδηση στους κόλπους της νέας εργατικής βάρδιας, αρχίζει να εκλείπει η απαραίτητη δύναμη πυρός από την εργατική τάξη. Και για την άμυνα στην τωρινή συγκυρία και -πολύ περισσότερο- για τη μελλοντική αντεπίθεση.
Πρέπει, λοιπόν, να γίνει συστηματική δουλειά για να ξαναζωντανέψει η ασφαλιστική συνείδηση. Δεν είναι ζήτημα εκκλήσεων, είναι ζήτημα ζύμωσης, κόντρα στην αστική ιδεολογία, που φορά συχνά «φιλεργατικό» ένδυμα, προτείνοντας στους νέους εργάτες και εργάτριες ατομικές λύσεις. Ενάμισης αιώνας αγώνων για την Κοινωνική Ασφάλιση πρέπει να επικαιροποιηθεί.
Π.Γ.