Κάθε πολιτική ενέργεια κρίνεται και από τον κανόνα δεν μπορεί να ξεφύγουν οι ενέργειες των ένοπλων οργανώσεων. Κρίνονται, όμως, και οι κρίνοντες. Ως προς το περιεχόμενο της κριτικής τους και τις προθέσεις που αυτή αποκαλύπτει. Ορισμένες δε φορές, οι κρίσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Διαβάσαμε στο «Πριν» της περασμένης Κυριακής μια κριτική για το χτύπημα της «Σέχτας Επαναστατών», η οποία από τον τίτλο της ακόμη («Αυτοεκπληρούμενη προφητεία») εισέρχεται στα βρόμικα μονοπάτια της προβοκατορολογίας. Ολόκληρη η -ο θεός να την κάνει– κριτική αναφέρεται στους ισχυρισμούς και τα σενάρια που κυκλοφορεί η Αντιτρομοκρατική μέσω των παπαγάλων της, με περιγραφικό μάλιστα τρόπο, λες και ο συντάκτης της επιφορτίστηκε με το καθήκον να «σουμάρει» ό,τι είχε κυκλοφορήσει μέχρις εκείνη τη στιγμή στα αστικά ΜΜΕ. Ετσι, έρχεται… φυσιολογικά η κατάληξη, που αποτελεί και τη θέση:
«Στην πραγματικότητα οι απειλές για “λουτρό αίματος” και οι προβοκατόρικες δολοφονικές επιθέσεις στρέφονται ευθέως εναντίον του μαζικού κινήματος, ενώ αποτελούν… βούτυρο στο ψωμί των μηχανισμών καταστολής, οι οποίοι αξιοποιούν τις “επαναστατικές” οργανώσεις τύπου “Σέχτας” για να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών και τις καταστάσεις “αστυνομικής κατοχής”».
Γιατί είναι προβοκατόρικες οι ένοπλες επιθέσεις; Καμία επιχειρηματολογία. Γιατί στρέφονται και μάλιστα ευθέως κατά του μαζικού κινήματος; Και πάλι καμία επιχειρηματολογία. Ο συντάκτης του «Πριν» αποφθέγγεται από το ύψος του παπικού του θρόνου και ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να δεχτεί το χρησμό. Αν ζητήσει εξηγήσεις και επιχειρήματα, θα χαρακτηριστεί αφελής ή ύποπτος.
Τι μένει; Μένει το αιώνιο επιχείρημα όλων των οπορτουνιστών, των συμβιβασμένων και των προδοτών, ότι η ένοπλη δράση αποτελεί «βούτυρο στο ψωμί» του εχθρού. Η δεκεμβριανή εξέγερση της νεολαίας ήταν για το «Κ»ΚΕ έργο πρακτόρων και προβοκατόρων, που εκμεταλλεύτηκαν την οργή και τα αγνά αισθήματα της νεολαίας, για να τη στρέψουν σε βίαιες ενέργειες. Ο ένοπλος αγώνας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν για τους δωσίλογους της Κατοχής η αιτία για τα εγκλήματα των ναζιφασιστών σε βάρος του ελληνικού λαού. Η Παλαιστινιακή Αντίσταση είναι για τον Μαχμούντ Αμπάς η αιτία για τις θηριωδίες των Σιωνιστών στη Γάζα. Η επανάσταση του 1905 ήταν για τον Πλεχάνοφ η αιτία για την αντίδραση του Στολίπιν που ακολούθησε. «Δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα», κλαψούριζε και είναι γνωστό τι του απαντούσε ο Λένιν. Το αντάρτικο των FARC είναι για τους πασιφιστές τύπου Ινγκριντ Μπετανκούρ η αιτία για τα εγκλήματα των ταγμάτων θανάτου και του στρατού σε βάρος των κολομβιανών αγροτών.
Αν συνεχίσουμε μπορούμε να βρούμε πολλά ανάλογα παραδείγματα, απ’ όλο τον κόσμο, καθ’ όλον τον ρουν της Ιστορίας. Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται. Είναι προφανές πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια «κριτική από την ίδια πλευρά του ρήγματος», η οποία θα ήταν θεμιτή, όπως θεμιτή ήταν η κριτική που έκανε στον Μπλανκισμό ο Μαρξ ή στον Ναροντνικισμό ο Λένιν. Εχουμε να κάνουμε με μια κριτική από την απέναντι πλευρά. Μια κριτική από ένα μόρφωμα που βολεύεται στα όρια της αστικής νομιμότητας, που ο ριζοσπαστισμός του εξαντλείται στα σπρωξίματα με τους μπάτσους (ίσα-ίσα για να μπορεί να καταγγείλει κλαψουρίζοντας την κρατική καταστολή). Το σπάσιμο του μονοπώλιου της κρατικής βίας όχι μόνο δεν συγκινεί αυτό το ρεύμα, αλλά το εκτρέπει σε εχθρική στάση απέναντι σε ένα κομμάτι του κινήματος. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και, δυστυχώς, όχι σαν φάρσα.
Π.Γ.
ΥΓ: Σε τι διαφέρει η θέση του «Πριν» απ’ αυτή του «Ριζοσπάστη» και του «Κ»ΚΕ; Ελα μου ντε…