Από τη μια έχουμε τα καθάρματα, τους Γκεμπελίσκους των ΜΜΕ. Αφού διαχειρίστηκαν το θέμα Κασιδιάρη επί μια μέρα βγάζοντας στη σέντρα τους νεοναζί (προσέφεραν έτσι μια καλή βοήθεια στη ΝΔ, που τόσο τη χρειαζόταν ο Σαμαράς), μετά το εκτόνωσαν και άρχισαν τις γενικεύσεις: δεν υπάρχει καλή και κακή βία. Ο Κασιδιάρης δεν είναι τίποτα το διαφορετικό απ’ αυτούς που γιαούρτωναν πολιτικούς, απ’ αυτούς που φώναζαν «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», απ’ αυτούς που στήνουν μπλόκα και αποκλείουν εθνικούς δρόμους και λιμάνια, απ’ αυτούς που κάνουν καταλήψεις στα πανεπιστήμια, απ’ αυτούς που περιφρουρούν τις απεργίες φωνάζοντας «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη».
Ετσι, η νεοναζιστική βία εξισώθηκε όχι μόνο με εκδηλώσεις λαϊκής αντιβίας, αλλά ακόμη και με συνήθεις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του μαζικού κινήματος. Εξισώθηκαν στον κοινό παρονομαστή »αντιδημοκρατικές συμπεριφορές». Ετσι, πέτυχαν μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγώνια: και τη νεοναζιστική βία εξαφάνισαν ως ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο και τους λαϊκούς αγώνες συκοφάντησαν και εξίσωσαν με τη νεοναζιστική βία.
Πιάνει αυτή η προπαγάνδα; Σε κάποιο βαθμό πιάνει. Ποια είναι η κουλτούρα πολλών νέων ανθρώπων, ποιες οι πολιτικές τους εμπειρίες, ποια η θεωρητική τους κατάρτιση στα στοιχειώδη έστω των κοινωνικών επιστημών; Από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Κυρίαρχη είναι η κουλτούρα του σχολείου και η κουλτούρα των ΜΜΕ, με τις γενικές, αταξικές, δημοκρατικές διακηρύξεις περί «δικαιωμάτων», που εξισώνει το κράτος με την κοινωνία, τα δικαιώματα των εργαζόμενων με τα δικαιώματα των αστών.
Από την άλλη έχουμε τους αστούς πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ, που ουδέποτε ήταν υπέρ της λαϊκής αντιβίας, ενίοτε, όμως, είχαν κάποιες δυσκολίες στην καταδίκη της. Ειδικά όταν αυτή είχε μαζικό χαρακτήρα. Γιατί όταν ήταν μειοψηφική, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ συναγωνιζόταν τους υπόλοιπους αστούς σε καταγγελίες των «κουμπουροφόρων», των «τρομοκρατών», των «κουκουλοφόρων». Τώρα έκαναν το βήμα παραπάνω, απολογούμενοι συνεχώς στην πίεση που τους ασκούν η ΝΔ και τα ΜΜΕ. Αποτάσσονται το σατανά πεντάκις ημερησίως, οργανώνουν πανηγυρικές επισκέψεις στη ΓΑΔΑ και θέτουν στον εαυτό τους το ύψιστο καθήκον «να συμφιλιώσουν την αστυνομία με τον πολίτη».
«Η βία είναι το γήπεδο της άκρας δεξιάς» απεφάνθη ο Παπαδημούλης σε ραδιοφωνική συνέντευξή του (Flash, 11.6.12) και οι δηλώσεις του φιλοξενούνται και στην ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς επειδή θεωρήθηκαν σημαντικές. Για τον Παπαδημούλη υπάρχουν γενικά και αόριστα «φαινόμενα βίας» γι’ αυτό και προτρέπει «όσοι έχουμε μυαλό στο κεφάλι μας πρέπει να φράξουμε το δρόμο σε αυτήν την έξαρση της βίας, στο φανατισμό, στο διχασμό, να μην ξεχνάμε ότι είμαστε μια χώρα που υπέφερε πολύ από εμφύλιες συγκρούσεις και να βρούμε το δρόμο με δημοκρατία, με δικαιοσύνη, με σκληρή αντιπαράθεση απόψεων αλλά χωρίς τον παράλογο δρόμο της βίας». Μετά μας αποτελείωνει, με ύφος χιλίων ιεροκηρύκων: «Η βία είναι το γήπεδο που καταργείται η λογική, το επιχείρημα. Και έχει πάρα πολλές μορφές. Η βία, ιστορικά, είναι το γήπεδο της άκρας δεξιάς»!
Τι λες, ρε αλητήριε; Οταν ο Μαρξ έγραφε ότι η βία δεν παίζει μόνο κακοποιό ρόλο στην Ιστορία, αλλά παίζει κι ένα ρόλο προοδευτικό, γιατί είναι η μαμή που ξεγεννά την καινούργια κοινωνία από τα σπλάχνα της παλιάς, στο γήπεδο της ακροδεξιάς έπαιζε; Στερούνταν λογικής και επιχειρημάτων αυτός ο γίγαντας της σκέψης που σφράγισε ανεξίτηλα την Ιστορία με το έργο του; Για να ξαναλάμψουν οι επαναστατικές ιδέες πρέπει να δοθεί σκληρή ιδεολογική και πολιτική μάχη. Μάχη πιο δύσκολη από την αντιμετώπιση των νεοναζί.
Π.Γ.