«Οταν ο λαός θέλει» ήταν ο τίτλος σχολίου στο «Ριζοσπάστη» της περασμένης Τρίτης, που αναφερόταν στη λαϊκή εξέγερση της Τυνησίας. Αποθεωτικό για την εξέγερση το σχόλιο, μιλούσε για την κοινωνική εξέλιξη που προχωρεί. «Κόντρα σε τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα, κόντρα σε μηχανισμούς βίας, καταστολής και ιδεολογικής υποταγής των εργαζόμενων τάξεων, με ταλαντεύσεις και προσωρινές υποχωρήσεις, οι ανθρώπινες κοινωνίες βαδίζουν προς το πεπρωμένο τους. Η εξέλιξη του κοινωνικού γίγνεσθαι από ένα κατώτερο επίπεδο οργάνωσης σε ένα ανώτερο, είναι νόμος της ζωής, τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί αξεπέραστο εμπόδιο στην ιστορική του εξέλιξη».
Στο ίδιο φύλλο, όμως, σε κεντρικό άρθρο γραμμής, μπορούσε κανείς να διαβάσει τα εξής: «Εικόνες μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων κάνουν το γύρο του κόσμου. Σε τέτοια ξεσπάσματα φυσικά δε λείπει και η δράση των γνωστών προβοκατόρων που χρησιμοποιούνται πάντα για να ενισχύεται η καταστολή».
Ποιοι είναι αυτοί οι προβοκάτορες και σε ποιες πράξεις προβαίνουν; Είναι αυτοί που στήνουν οδοφράγματα και συγκρούονται με την αστυνομία; Είναι αυτοί που εισβάλλουν στα σούπερ-μάρκετ και παίρνουν πράγματα για να θρέψουν τις οικογένειές τους; Ο αρθρογράφος δεν μας διαφωτίζει καθόλου. Είναι σαν να προσέθεσε την εν λόγω αναφορά απλά για να προειδοποιήσει τους αναγνώστες του, ότι παντού και πάντα υπάρχουν κάποιοι μυστήριοι προβοκάτορες που δρουν για λογαριασμό του συστήματος.
Χρησιμοποιούνται και στην Τυνησία, γράφει ο αρθρογράφος του Περισσού, «για να ενισχύεται η καταστολή». Πράγματι, η καταστολή στην Τυνησία έφτασε σε πολύ ψηλά επίπεδα. Ξεπέρασαν τους 80 οι νεκροί από τα πυρά των πραιτωριανών του καθεστώτος Μπεν Αλι. Είχε, όμως, ανάγκη από προβοκάτορες το συγκεκριμένο καθεστώς για να προχωρήσει σ’ ένα δολοφονικό όργιο; Οταν αντιμετωπίζεις μια λαϊκή εξέγερση, η οποία παίρνει βίαια χαρακτηριστικά, θα προσπαθήσεις να την καταστείλεις με όλα τα μέσα. Αλλιώς τι σόι δικτατορικό καθεστώς είσαι;
Υπήρχε, βέβαια, και η επιλογή των ειρηνικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας. Αυτή προφανώς προέκρινε ο Περισσός, για να είναι ασορτί με τη δική του πολιτική πρακτική. Δεν του έκαναν τη χάρη, όμως, οι νέοι της Τυνησίας, που μπήκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα της εξεγερμένης φτωχολογιάς. Αν απλώς διαδήλωναν ειρηνικά, τότε ο Μπεν Αλι θα βρισκόταν ακόμα στο προεδρικό μέγαρο της Τυνησίας. Αυτοί επέλεξαν το δρόμο της βίαιης αντιπαράθεσης με το δικτατορικό καθεστώς (ξέπεσαν, δηλαδή, στο επίπεδο του… προβοκάτορα) και το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε πλέον όλοι. Ανεξάρτητα από το αν το σύστημα θα «πνίξει» την εξέγερση μέσα σε μια δυναστική μεταβολή (φαινόμενο που κάθε άλλο παρά πρωτοφανές θα είναι), ο λαός της Τυνησίας με τη βίαιη εξέγερσή του τάραξε τα λιμνάζοντα νερά σε όλη την περιοχή.
Αυτό ακριβώς είναι που φοβούνται οι ηγέτες του Περισσού και οι όμοιοί τους. Διότι η δική τους άποψη έχει συνοψιστεί στη φράση της Παπαρήγα, στη διάρκεια της νεολαιίστικης εξέγερσης το Δεκέμβρη του 2008: «Στη λαϊκή επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι». Στην Ελλάδα, κάθε φορά που αναπτύσσονται συγκρουσιακές καταστάσεις, ή θα σπεύσουν να τις συκοφαντήσουν ή θα τις αποσιωπήσουν (όπως κάνουν τώρα με την αντίσταση των κατοίκων στην Κερατέα). Και ανάλογα φαινόμενα στο εξωτερικό, όμως, τα αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, όταν αυτά λειτουργούν παραδειγματικά. Ποιος θα ξεχάσει, για παράδειγμα, πως όταν ξεσπούσε η λαϊκή επανάσταση στο Ιράν το 1979, αυτοί έγραφαν για «προβοκάτορες που σπάνε τα τζάμια τραπεζών».
Π.Γ.