Ο υπουργός Εργασίας Β. Μαγγίνας είναι το πολιτικό θύμα της πρώτης σύγκρουσης για το Ασφαλιστικό. Εκδιώχτηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή, όπως είχε εκδιωχτεί από την κυβέρνηση Σημίτη το 2001 ο Τ. Γιαννίτσης, μολονότι ήταν επί σειρά ετών στενός συνεργάτης και φίλος του τέως πρωθυπουργού.
Το τι ακολούθησε τότε είναι γνωστό. Η κυβέρνηση Σημίτη άλλαξε τακτική, σήκωσε το πόδι από το γκάζι και πήγε στον πιο ήπιο, αλλά εξίσου αντεργατικό, νόμο Ρέππα, αφού στο μεταξύ εξασφάλισε τη συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ο νόμος Ρέππα πέρασε «χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι».
Ανάλογη μεθόδευση φαίνεται να βάζει μπροστά και η κυβέρνηση Καραμανλή, όπως φαίνεται από τα όσα διοχετεύει προς τα ΜΜΕ ο Αλογοσκούφης. Ο Μαγγίνας ήταν ο υπουργός που διατάχτηκε να διεξάγει το πρώτο crash test και «αναλώθηκε». Οι ιθύνοντες νόες της αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης αυτής της κυβέρνησης, ο Αλογοσκούφης με τον Καραμανλή, παραμένουν αλώβητοι στις θέσεις τους και ασχολούνται με την τροποποίηση της τακτικής.
Ποιος είναι ο στόχος; Να βρουν σημεία επαφής με την πάντα πρόθυμη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (βοηθούντος και του ΣΕΒ) και να κόψουν το Ασφαλιστικό σε φέτες, με σκοπό να μην υπάρξει μετωπική σύγκρουση με το σύνολο των εργαζόμενων. Είναι η γνωστή μέθοδος της σαλαμοποίησης, η οποία εφαρμόστηκε με επιτυχία και από την κυβέρνηση Καραμανλή στην περίπτωση του Ασφαλιστικού των τραπεζοϋπάλληλων (κατ’ εφαρμογή του νόμου Ρέππα).
Εχουμε γράψει και άλλη φορά πως, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνουν κάθε φορά οι αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, η απάντηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι ενιαία. Ειδικά στη σημερινή φάση, που το Ασφαλιστικό έχει τεθεί και πάλι επί τάπητος, η ενιαιοποίηση του αγώνα σε αμυντική βάση παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες, εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί στο εργατικό κίνημα. Η προπαγάνδα περί «ρετιρέ» μπορεί να πιάσει, αν η κυβέρνηση επιλέξει να ξεκινήσει με το χτύπημα ασφαλιστικών δικαιωμάτων σε ΔΕΚΟ και ελευθεροεπαγγελματίες (π.χ. συνένωση Ταμείων, που προβλέπεται από το νόμο Ρέππα).
Ενιαιοποίηση του αγώνα μπορεί να υπάρξει αν αυτός ο αγώνας ξεφύγει από την αμυντική βάση («να μην περάσει η νέα επίθεση»), στην οποία σκόπιμα τον έχει τοποθετήσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, και αναπτυχθεί σε επιθετική-διεκδικητική βάση. Αν η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι ξεφύγουν από το τι δε θέλουν (που ουσιαστικά επικυρώνει όλες τις έως τώρα αντιασφαλιστικές ανατροπές) και αγωνιστούν για το τι θέλουν. Για ένα πρόγραμμα ταξικών ασφαλιστικών διεκδικήσεων, που θα περιλαμβάνει μειώσεις στα όρια ηλικίας (κρίσιμο αίτημα, που χρονίζει επί δεκαετίες και έχει θαφτεί), αυξήσεις στις συντάξεις, κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων, χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης μόνο από καπιταλιστές και κράτος. Οι ταξικές δυνάμεις καλούνται να σηκώσουν αυτό το βάρος.