Δημοσκόποι, δημοσιολογούντες, ως συνήθως, ισχυρίζονται ότι η λέξη που τα τελευταία γκάλοπ τους καταγράφουν να κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία είναι ο «φόβος». Δεν έχει νόημα ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτήν τη διαπίστωση, γιατί στόχος των δημοσιολογούντων δημοσκόπων είναι η δημιουργία συγκεκριμένου κλίματος. Οταν αυτοί αναφέρονται στο φόβο, το κάνουν για να εμπεδώσουν τη φοβία, ως αίσθημα που οδηγεί σε συντηρητικές κοινωνικές συμπεριφορές: αδράνεια, υποταγή, λογική ατομικής διάσωσης.
Το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε διαπιστώσεις, αλλά να μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό που διαπιστώνουμε και να διατυπώσουμε προτάσεις για το ξεπέρασμά του με θετικό τρόπο. Ο οποίος τρόπος δεν μπορεί να είναι θετικός γενικά, θετικός για όλους. Στις ταξικές κοινωνίες, στις κοινωνίες που τις διαπερνούν ανταγωνιστικές, ανειρήνευτες ταξικές αντιθέσεις, ό,τι είναι θετικό για τις εργαζόμενες τάξεις είναι κατά κανόνα αρνητικό για την κυρίαρχη τάξη (και αντίστροφα).
Είναι λογικό ο εργάτης, ο εργαζόμενος να φοβάται την πανδημία. Να φοβάται για την υγεία τη δική του και των αγαπημένων του ανθρώπων. Να φοβάται περισσότερο από έναν αστό, γιατί αυτός (ο εργάτης, ο εργαζόμενος) συνωστίζεται καθημερινά στη δουλειά και στα μέσα μεταφοράς, κατοικεί σ’ ένα σπίτι που δεν επιτρέπει την απόλυτη τήρηση των κανόνων υγιεινής και κοινωνικής αποστασιοποίησης κτλ. κτλ.
Αυτός ο φόβος συχνά γίνεται ά-λογος, γιατί δεν υπάρχει η γνώση, γιατί βομβαρδίζεται καθημερινά από αντικρουόμενες πληροφορίες, γιατί έχει καταλάβει ότι οι κυβερνώντες του λένε ψέματα, γιατί δεν τρέφει πλέον καμιά εμπιστοσύνη στους «Τσιόδρες». Δεν χρειάζεται να υποκύψει στη γοητεία των συνωμοσιολόγων για να αισθάνεται αυτό το κρύο αίσθημα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του όταν ακούει το ημερήσιο δελτίο θανόντων και διασωληνωμένων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για πολλούς είναι ότι δεν τους έχουν προσφέρει τη γνώση για να ταπώσουν τους πονηρούς συνωμοσιολόγους. Οχι εκείνους που βλέπουν τσιπάκια με το 666 του αντίχριστου να εγχύονται στο κυκλοφορικό μας σύστημα, αλλά εκείνους με τους βαρύγδουπους ακαδημαϊκούς τίτλους που έλεγαν ότι δεν τρέχει και τίποτα, μια γριπούλα είναι.
Είναι λογικό ο εργάτης, ο εργαζόμενος να φοβάται τις συνέπειες της κρίσης. Μπορεί να μη γνωρίζει ότι η κρίση είχε ήδη αρχίσει και ότι η πανδημία απλά τη βάθυνε απότομα, γνωρίζει όμως πολύ καλά πως κάθε φορά που ακούγεται ότι το ΑΕΠ πέφτει, έρχονται αντεργατικά μέτρα.
Αυτός ο φόβος μπροστά στις συνέπειες της κρίσης είναι ο χειρότερος. Γιατί οδηγεί σε αναγκαστική υποχώρηση στο μέτωπο της πανδημίας, στα μέτρα προφύλαξης. Ο εργάτης, ο εργαζόμενος, ο μισθοσυντήρητος δεν έχει τη δυνατότητα να προφυλαχτεί από το συνωστισμό στη δουλειά. Δυσκολεύεται να μπήξει φωνή στους ανθρώπους του αφεντικού, γιατί τους βλέπει ήδη με το μίσος ζωγραφισμένο στα ξινά μούτρα τους (πάντοτε οι ρουφιάνοι έχουν αυτό το ξινό ύφος) να του δείχνουν την πόρτα της εξόδου («άμα σου αρέσει, αλλιώς τράβα εκεί απ’ όπου ήρθες»).
Αυτός ο διπλός φόβος, απέναντι στην πανδημία και απέναντι στις συνέπειες της κρίσης που προκαλεί/επιταχύνει η πανδημία είναι αποτέλεσμα της ταξικής μοναξιάς. Κανένας δεν μπορεί να προστατευθεί μόνος του από την πανδημία, όταν οι συνθήκες εργασίας και μετακίνησης συντείνουν τα μέγιστα στη διάδοση του κοροναϊού. Τα περί τήρησης των μέτρων προστασίας είναι αποπροσανατολιστική φλυαρία. Σε συνθήκες εκθετικής διασποράς και υψηλού ιικού φορτίου, κανένα μέτρο προστασίας δεν μπορεί να εμποδίσει τη διάδοση, όταν υπάρχει υψηλός συγχρωτισμός ανθρώπων. Μόνο το lockdown στις επιχειρήσεις μπορεί να το αποτρέψει.
Κανένας εργαζόμενος μόνος του, όμως, δεν μπορεί να επιβάλει lockdown. Μπορούν, όμως, όλοι μαζί. Οπως έγινε στη Βόρεια Ιταλία την περασμένη άνοιξη. Τότε που ο θάνατος θέριζε, οι εργάτες ξεσηκώθηκαν και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναγκάστηκε να απαιτήσει και να καταφέρει να επιβληθεί lockdown στη βιομηχανία και σε άλλες μεγάλες επιχειρήσεις.
Το κλειδί, λοιπόν, είναι η αντικατάσταση της ταξικής μοναξιάς από την ταξική συλλογικότητα. Ο τεράστιος κίνδυνος της πανδημίας να γίνει έναυσμα για συλλογική-ταξική αντίσταση. Να προστατεύσουμε τους ανθρώπους της τάξης μας από τον κίνδυνο του θανάτου ή του σακατέματος της υγείας τους, βάζοντας τα θεμέλια για γενικότερες ταξικές διεκδικήσεις, με στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας της κρίσης του καπιταλισμού.