Μας παίζουν μονότερμα και χρειαζόμαστε επειγόντως γκολ
(έστω και από αμυντική θέση)
(έστω και από αμυντική θέση)
Η συναίνεση είναι μία, φτώχεια και αστυνομία
ΛΑ.Ο.Σ και Κολωνάκι
«Η αγρύπνια τούτη η τωρινή μου/ είναι αλίμενη./ Κι η νύχτα μαύρη σαν τη βία./ Τα πουλιά που πετούν στον ύπνο μου/ είναι μόνο κοράκια./ Αράχνες φράζουνε την πόρτα της ζωής./ Μα η πίπα όλο καπνίζει./ Καπνίζει… καπνίζει… και δεν ξεκινά./ Καπνίζει και καίει τον εαυτό της./ Και καίει τα χέρια που την κρατούν./ Καίει μα δε σαλεύει./ Ομως εγώ τώρα βιάζομαι να τελειώσω/ γιατί κάτι θέλω να σου πω./ Η ξέρα τούτη η κακοτράχαλη/ κάθεται εδώ και διώχνει τα καΐκια./ Χρόνια τώρα κάθεται εδώ και διώχνει τα καΐκια./ Κι η θάλασσα απ’ τα ξέμακρα όλο κλαίει./ Κλαίει που δε βρίσκει κόρφο να κρυφτεί./ Χιλιάδες χρόνια κλαίει έτσι./ Γιατί είναι άξενο τούτο το νησί./ Αξενο είναι τόσο…/ που οι βάρκες του δε βρίσκουνε λιμάνι/ και σκαρφαλώνουνε σαν τις γίδες στα γκρεμνά./ Μα εγώ πρέπει ωστόσο να τελειώσω/ γιατί έχω κάτι να σου πω. (Μενέλαος Λουντέμης, Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί)
♦ «Απ΄ την πίσω πόρτα» υποστηρίζει ότι μπήκαν οι φασίστες στην ελληνική κυβέρνηση η Morning Star, 5-12-11. Ελα, όμως, που μπήκαν από την κεντρική είσοδο μιας και το αστικό σύστημα διακυβέρνησης κάνει τις δικές του επιλογές στις οποίες προστρέχει όλο το κοινοβουλευτικό και μη σκυλολόι (βλέπε και συμμετοχή Περισσού στην οικουμενική του Ζολώτα).
♦ Τι έγινε, ρε παιδιά, το ΚορΚονΕ δεν διαδήλωσε στα τρίχρονα της εξέγερσης του Δεκέμβρη του ’08…
♦ «Το τρίτο επίπεδο των εργατικών αγώνων για τον έλεγχο του χώρου εργασίας εμφανίστηκε όταν τα διαφορετικά επαγγέλματα άρχισαν να υποστηρίζουν το ένα το άλλο στις μάχες που διεξάγονταν για την επιβολή των σωματειακών κανονισμών και την αναγνώριση των σωματείων… Παρόλο, λοιπόν, που μεταξύ του 1881 και του 1886 παρατηρείται αύξηση τόσο του μεγέθους όσο και του απόλυτου αριθμού των απεργιών, τα επόμενα δώδεκα χρόνια αυτή η τάση αντιστρέφεται. Οι στάσεις εργασίας άρχισαν λοιπόν να μικραίνουν σε μέγεθος και να περιορίζονται όλο και περισσότερο στους ειδικευμένους μάστορες. Αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από τρεις σημαντικές και αλληλοεξαρτώμενες τάσεις. Κατά πρώτον, το ποσοστό των απεργιών που καλούνταν από σωματεία αυξήθηκε κατακόρυφα σε σχέση με τις αυθόρμητες απεργίες. Σχεδόν οι μισές απεργίες μεταξύ των ετών 1881 και 1886 έγιναν δίχως βοήθεια ή κάλυψη από σωματεία. Αντιθέτως, κατά την επταετία που ξεκινάει το 1887, περισσότερα από τα δύο τρίτα των απεργιών κάθε έτους είχαν καλεστεί από σωματείο, με αποκορύφωμα το 1891, χρονιά κατά την οποία οι επίσημες απεργίες αποτέλεσαν το 75% του συνόλου. Κατά δεύτερον, καθώς οι απεργίες έχαναν τον αυθόρμητο χαρακτήρα τους και η εμπλοκή των σωματείων αύξανε, το ποσοστό των απεργιών με μισθολογικά αιτήματα παρουσίασε απότομη πτώση… Κατά τρίτον, η συμμετοχή των εργατών στα σωματεία αύξανε με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι η συμμετοχή στις απεργίες… Ο υπολογισμός και η οργάνωση αποτέλεσαν τις κύριες τάσεις τόσο της απεργιακής δραστηριότητας όσο και της εξέλιξης των εργασιακών κανονισμών κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν όμως ψάξουμε τους λόγους για τους οποίους η προσπάθεια για την εδραίωση του εργατικού ελέγχου είχε τις επιτυχίες της, δεν θα πρέπει να μείνουμε μόνο στη μαχητικότητα των εργατών (η οποία διατηρού-νταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, εμφανή από τη διάχυτη προθυμία για συμμετοχή σε απεργιακές κινητοποιήσεις). Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε και την ύπαρξη μιας εκπληκτικά επιθετικής αμοιβαίας υποστήριξης, η οποία κάποιες φορές πήρε τη μορφή της ένταξης στο σωματείο όλων των εργατικών βαθμίδων μιας συγκεκριμένης βιομηχανίας, συχνότερα όμως εμφανίστηκε με τη μορφή απεργιών συμπαράστασης στις οποίες συμμετείχαν τα μέλη πολλών διαφορετικών σωματείων». («Οι μάστορες, ο εργατικός έλεγχος πριν τον φορντισμό» – έκδοση της λέσχης κατασκόπων του 21ου αιώνα, 2007).
♦ Στα «αριστερά» του αστικού συστήματος, ο Περισσός μιλάει για μια μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια (πρωτότυπος πολιτικός όρος) η οποία ονομάζεται Μακεδονία και στην οποία ζούνε πολλά έθνη. Ακόμα και το μακεδονικό Αμπετσεντάρ «ξεχνάει».
♦ «Τέτοιες δυσχέρειες υπάρχουν πράγματι και προέρχονται από το πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο που έχει διασωθεί από την αρχαία μακεδονική γλώσσα. Οπως είναι γνωστό, ό,τι έχει διασωθεί είναι λέξεις ιδιωματικού χαρακτήρος που έχουν θησαυρισθεί από τον Ησύχιο και άλλους λεξικογράφους με κύρια πηγή τον μακεδόνα γραμματικό Αμερία. Οι λέξεις αυτές ανέρχονται περίπου σε 350, 150 προσηγορικά και 200 κύρια ονόματα. Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία προέρχεται από το ότι το υλικό αυτό αποτελείται από σκόρπιες μεμονωμένες λέξεις, οι οποίες δεν απαντούν σε συνταγματικές ενότητες (προτάσεις, κείμενο). Το γεγονός ότι το κόρπους της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου μας έχει διασωθεί με τη συγκυριακή διαδικασία του «αξιοπερίεργου», και όχι δια της φυσικής καταγραφής του εν χρήσει λόγου, κάνει ώστε το κόρπους αυτό να είναι αποσπασματικού, ευκαιριακού και λεξικογραφικού καθαρώς χαρακτήρα, πράγμα που γεννά μεγάλες δυσχέρειες στη μελέτη του υλικού και στην επανασύνδεση της μακεδονικής διαλέκτου. Τα περιθώρια της εικοτολογίας στην ερμηνεία των τύπων –καμιά φορά και στην ίδια την εμφάνισή τους– είναι κατ’ ανάγκην διευρυμένα και όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, την ασφαλή γνώση και ερμηνεία του υλικού συνοδεύ-ει ή και υποκαθιστά πλήρως η συνδυαστική φαντασία του ιστορικοσυγκριτικού γλωσσολόγου…» (Γ. Μπαμπινιώτη, «Η θέση της μακεδονικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους», περιοδικό «Γλωσσολογία», τ. 7-8, 1988-1989). Τότε, τι στον τσοπού μας τα πρήζουν τόσα χρόνια, αφού ΔΕΝ έχει αποδειχθεί ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ η «ελληνικότητα της Μακεδονίας»;
Βασίλης






