Η Πίστωσις (χρόνου) απέθανε
Κάλτσαν έδωκας, κάλτσαν θα λάβεις
«Ετσι ο Γιωργάκης σχημάτισε μια ιδέα για την υψηλή εγκληματική κοινωνία του Σικάγου. Η πόλη που βρισκότανε στα χέρια μιας ολιγαρχίας επιχειρηματιών, έπρεπε να φαίνεται πως κυβερνιέται από το λαό, γι’ αυτό χρειαζόταν μια πελώρια στρατιά δωροδο-κούμενων για να πετυχαίνει αποτελεσματικά τη μεταβίβαση της εξουσίας. Δυο φορές το χρόνο που γίνονταν εκλογές, άνοιξη και φθινόπωρο, οι επιχειρηματίες ρίχναν εκατομμύρια δολλάρια σε τούτη τη στρατιά. Εκαναν συγκεντρώσεις και πλήρωναν καταφερτζήδες ομιλητές, έπαιζαν μπάντες κι έπεφταν βεγγαλικά, τόνοι χαρτιά και ποτά μοιράζονταν και χιλιάδες ψήφοι αγοράζονταν με παραδάκι ζεματιστό. Κι αυτός ο στρατός των δωροδοκούμενων έπρεπε βέβαια να συντηρείται ολόκληρο το χρόνο. Οι αρχηγοί και οι οργανωτικοί εγκέφαλοι παίρναν λεφτά στο χέρι από τους επιχειρηματίες – οι δημοτικοί σύμβουλοι και οι δικαστές εξαγοράζονταν, οι κομματικοί ηγέτες χρηματίζονταν από την εκστρατεία, οι βουλευτές και οι δικηγόροι των μεγάλων επιχειρήσεων λαδώνονταν με “μισθούς”, οι εργολάβοι με δουλειές, οι συνδικαλιστές με παραχωρήσεις, οι ιδιοκτήτες και οι εκδότες εφημερίδων με διαφημίσεις. Οι πιο πολλοί όμως έτρωγαν τα λεφτά της πόλης ή ζούσαν άμεσα σε βάρος του πληθυσμού. Ηταν η αστυνομία, η πυροσβεστική και η υπηρεσία υ-δρεύσεως, κι όλη η τάξη των δημόσιων υπαλλήλων, από προϊστάμενο μέχρι κλητήρα. Και για το τσούρμο που δεν έβρισκε θέση στο στρωμένο τραπέζι, υπήρχε ο κόσμος της βίας και του στρωμένου εγκλήματος – τους δίναν το ελεύθερο να αλωνίζουν, να ληστεύουν, να βιάζουν και ν’ αρπάζουν. Ο νόμος απαγόρευε να πουλάνε ποτό τις Κυριακές. Ετσι η αστυνομία έβαλε στο χέρι τους ταβερνιάρηδες, και η συμμαχία τους έγινε πρακτική ανάγκη. Ο νόμος απαγόρευε την πορνεία. Μπήκαν λοιπόν στο κόλπο και οι “μαντάμες”. Το ίδιο έγινε και με τ’ αφεντικά στις χαρτοπαικτικές λέσχες και τα μπιλιάρδα, και μ’ όλους τους άλλους, γυναίκες και άντρες, που είχαν ένα τρόπο να βγάζουν παραδάκι και δέχονταν να πληρώνουν ποσοστά: τον εργατοπατέρα και τον έφιππο ληστή, τον πορτοφολά και το λωποδύτη, τον κλεπταποδόχο, το γαλατά με το νοθεμένο γάλα, τον έμπορα με τα άρρωστα κρέατα και τα σάπια φρούτα, το σπιτονοικοκύρη που νοίκιαζε άθλια παραπήγματα, τον ψευτογιατρό και τον τοκογλύφο, το ζητιάνο και το γυρολόγο, τον παλαιστή και τον επαγγελματία νταή, τον κράχτη του ιπποδρόμου, το νταβατζή και τον σωματέμπορα, τον αγαπητικό που παράσερνε μικρά κορίτσια. Ολα τούτα τα πρακτορεία της διαφθοράς, συνασπίστηκαν κι ενώθηκαν, ομοούσια κι αδιαίρετα, με τους πολιτικάντηδες και την αστυνομία. Πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο έπαιζε διάφορους ρόλους – ας πούμε, ο αρχηγός της αστυνομίας μπορεί να είχε ιδιόκτητο μπορντέλο και να καμώνεται πως του κάνει εφόδους, κι ο πολιτικός έστηνε το αρχηγείο του σε καμιά ταβέρνα. Ο Χίνκυντινγκ ή ο Τζων των Λουτρών ή άλλοι από το ίδιο σινάφι, διαφέντευαν τις ξακουστές ποτοποιίες του Σικάγου, κι ήταν ακόμα οι “λύκοι” του δημοτικού συμβουλίου, που ξεπούλαγαν τους δρόμους της πόλης στους επιχειρηματίες. Κι αυτοί που πατρονάριζαν τις θέσεις τους, ήταν οι χαρτοκλέφτες κι οι νταήδες που έφτιαχναν το νόμο καταπώς τους βόλευε, κι οι ληστές κι οι μαχαιροβγάλτες, φόβος και τρόμος της πόλης. Κάθε που έρχονταν εκλογές, οι δυνάμεις της βίας και του εγκλήματος λύναν και δέναν. Μπορούσαν να προβλέψουν με διαφορά λιγότερη από ένα τα εκατό το εκλογικό αποτέλεσμα της περιοχής τους, ή να το αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη». (Απτον Σίνκλαιρ, «Η ζούγκλα»)
Για την αντιγραφή
Βασίλης






