Μια ρουκέτα για τη GA.DA, μια ρουκέτα για την GAZA
(Εχουντ) Μπάρακ – Μπαράκ (Ομπάμα)
«Την αντίθεσή του το ΚΚΕ δεν την στρέφει προσωπικά κατά των ανδρών των σωμάτων ασφαλείας, τους οποίους θεωρεί επίσης εργαζόμενους με επαγγελματικά και οικονομικά αιτήματα. Το ΚΚΕ υποστηρίζει κάθε δίκαιο και μισθολογικό ή άλλο αίτημα των ανδρών των σωμάτων ασφαλείας. Υποστηρίζουμε επίσης το δικαίωμα της ελεύθερης συνδικαλιστικής τους οργάνωσης» (από προεκλογική ομιλία του Χ. Φλωράκη, 11-11-1977).
«Καρφωμένοι από τούτες τις αράδες/ βουβοί απομείνατε!/ Ακούστε αυτό του λύκου το ουρλιαχτό/ που μόλις παριστάνει το ποίημα!/ Φέρτε εδωδά/ τον πιο λιπαρό/ τον πιο καραφλιασμένο!/ Απ’ το γιακά!/ Τον σπρώχνω να δώσει λόγο εγώ/ στην Επιτροπή Βοήθειας Πεινασμένων. Για κοίτα!/ Βλέπεις-/ πίσω από τούτο το γυμνό αριθμό…/ Ξέσπασε αγέρας./ Ξέσπασε και γαλήνεψε στα παραθύρια…/ Με χιόνι παράχωσε ξανά/ το κιβούρι με τα εκατομμύρια/ στις στέγες – του Βόλγα τα χωριά./ Οι καμινάδες- /νεκρικά κεριά./ Και τα κοράκια ακόμα/ εξαφανίζονται-/ οσμίζονται/ των κρεάτων που καίγονται/ την γλυκερή/ εμετική/ δυσωδία/ που ανεβαίνει στα ουράνια/ καπνίζοντας./ Του γιου;/ Του πατέρα;/ Της μάνας;/ Της κόρης;/ Ποιανού;!/ Στην ανθρωποφαγία/ ποιανού/ η σειρά;/ Βοήθεια δε θα ‘ρθει!/ Ακόμα κι η λάσπη αυτή/ που πατάνε,/ ακόμα κι οι θάμνοι έχουν φαγωθεί./ Οχι, δε θα βοηθήσουν!/ Πρέπει να παραδοθούμε./ Εναν τάφο μετρήστε/ δέκα νομούς να χωράει!/ Είκοσι εκατομμύρια!/ Είκοσι!/ Πλαγιάστε, λοιπόν!/ Ξεψυχήστε!…/ Αυτή μόνο,/ αυτή,/ με βραχνιασμένη φωνή,/ ουρλιάζοντας με χιονοθύελλες/ τρελές κατάρας/ ξεριζώνοντας μ’ αγέρηδες/ των ποταμιών και των δρόμων/ τα μαλλιά από χιόνι,/ αυτή μόνο/ κλαίει με λυγμούς- η γη./ Ψωμί!/ Ψωμάκι!/ Ψωμού-λι!/ Κι η πόλη που η ίδια το ξέρει,/ πως λίγο-λίγο ψυχορραγεί;/ κοιτώντας στα μάτια το χάρο,/ απλώνει στο εργατικό της το χέρι/ μια φούχτα ψίχουλα ξερά./ «Ψωμί!/ Ψωμάκι!/ Ψωμούλι!»/ Το ράδιο ουρλιάζει/ πέρ’ απ’ τα σύνορα όλα,/ σ’ όλες τις πατρίδες./ Και σ’ απάντηση πέφτουν βροχή/ η μια χαζομάρα πίσω από την άλλη/ στων εφημερίδων τις σελίδες./ «Λονδίνο./ Συμπόσιο./ Ο βασιλιάς και η βασίλισσα/ μεταξύ των καλεσμένων./ Οσοι/ περιδρομιάζουν με φούρια,/ δε χωράνε στ’ αχούρια/ τα χρυσωμένα»./ Την κατάρα μας νάχετε!/ Ω, ας γένει-/ για τα εστεμμένα σας κεφάλια από τις αποικίες,/ από την Αφρική κι απ’ την Αυστραλία/ άγριοι να πλακώσουν/ που τρέφονται με σάρκα ανθρώπινη!/ Και πάνω απ’ το βασίλειό σας, /ας φουντώσουν/ των εξεγέρσεων οι πυρκαγιές!/ Στάχτη ας γενούνε/ οι πρωτεύουσές σας/ ως τη στερνή αχερώνα σας!/ Κι απ’ τους διαδόχους/ και τις διαδόχισσές σας/ σού-π’ ας βράσουν,/ μέσα στο καζανάκι απ’ την κορόνα σας./ «Παρίσι./ Συγκέντρωση βουλευτών./ Για την πείνα. Εισηγητής/ ο Φριτιόφ Νάνσεν./ Ακούσανε χαμογελώντας,/ λες κι ήταν άριες/ αηδονιών,/ λες/ κι απολαβαίνανε από τενόρο/ της μόδας ρομάνς»./ Την κατάρα μας νάχετε!/ Ποτές μην α- κούσετε πιά/ μήτε άριες,/ μητ’ ανθρώπου λαλιά./ Φραντσέζε προλετάριε/ αντίς για λόγους/ γύρω απ’ αυτούς/ τους απροσπέλαστους σβέρκους/ τύλιξε θηλιά!/ «Ουάσιγκτον. Οι φάρμερς,/ αφού φάγανε/ κι ήπιανε/ τα καταπετάσματα/ του ναού,/ τόσο,/ που τις κοιλιές τους/ τις σηκώνουνε πια με βαρούλκο,/ πνίγουν τα πλεονάσματα/ του σταριού/ στα βάθη του ωκεανού,/ καίνε το καλαμπόκι/ στις ατμομηχανές τους»./ Την κατάρα μας νάχετε!/ Η εξέγερση/ ας φρακάρει/ τις λεωφόρους σας!/ Στη Βόρεια/ και στη Νότια/ Αμερική,/ας αρχινήσουνε να κλοτσάνε,/ διαλέγοντας το μέρος/ πιότερο που πονεί/ αυτές τις κοιλάρες,/ σαν νάναι του ποδοσφαίρου μπάλες./ «Βερολίνο./ Οι εμιγκρέδες/ σηκώνουν κεφάλι./ Οι συμμορίες αγάλλονται./ Με ξέψυχους απ’ την πείνα/ θα πολεμήσουν. Και τότες!…/ Βολτατζάρουν στο Βερολίνο,/ στρίβοντας το μουστάκι./ Καυχιόνται:/ –Είμαι Ρώσος! Πατριώτης!–»/ Την κατάρα μας νάχετε!/ Το «έξω» αιώνιο για σας!/ Προκαλώντας τη σιχασιά,/ με την όψη εκείνη του Ιούδα,/ απ’ τον αχό του φραντσέζικου χρυσίου/ κυνηγημένοι, όλο δέος,/ αιώνια ας γυρνάτε στην ξενιτειά–/ περιπλανώμενοι Ιουδαίοι!/ Ρούσικα δάση εσείς,/ συγκεντρωθείτε!/ Την πιο ψηλή αγριόλευκα διαλέχτε–/ κι η εικόνα τους ας μένει κρεμασμένη/ αιώνια να αιωρείται/ κάτω απ’ τον ουρανό, μετανιωμένη./ «Μόσχα./ Παραπονιέται μια γυναίκα/ της επιτροπής εράνου:/ Στο Αμπίρ στραβομουτσουνιάζουν/ με ειρωνεία,/ είπε δίνουν κάνα πεντακοσάρικο σταρικό,/ από κείνα που αποσύρθηκαν απ’ την κυκλοφορία/ το 1918»./ Την κατάρα μας νάχετε!/ Η κάθε μπουκιά σας–/ κάρβουνο στο στομάχι/ καυτό./ Και το μπιφτέκι σας το ζουμερό,/ ψαλίδι ας γένει να ξεσκίσει/ τ’ αντερά σας!/ Θα πεθάνουν είκοσι εκατομμύρια ψυχές!/ Στ’ όνομα όσων σχωρέθηκαν μέσα σε πόνους,/ κατάρατοι νάναι νυν και αεί,/ όσοι αποστρέψουνε απ’ το Βόλγα/ τη χοντρή τους μούρη–/ κατάρατοι στων αιώνων/ τους αιώνες./ Τα λόγια ετούτα/ δεν είναι για τους παχιούς τους σκεμπέδες,/ μήτε για των βασιλιάδων τους θρόνους./ Σε καρδιές τέτοιες, όχι,/ τα λόγια μας δε ζυγώνουν./ Φτάνει μόνο/ της επανάστασης η λόγχη!/ Σεις,/ μιας αρίφνητης στρατιάς μικρομόρια,/ –μπαρούτι του κόσμου/ απ’ τη θέληση κάποιου ριγμένο/ με τη βία/ σ’ όλα τα υπόγεια–/σεις/ τον κόσμο των αρίφνητα πλουσίων,/ θα τινάξετε σον αέρα μια μέρα!/ Για σας!/ Εσάς! Εσάς!/ Τα λόγια τούτα δω,/ τώρα αντηχάνε!/ Με ψηφιά-χιλιόμετρα/ που μόλις τα χωρούνε,/ το λογαριασμό του Βόλγα/ χρεώστε τη μπουρζουαζία ως το λαιμό!/ Εσεται ήμαρ!/ Η πυρκαγιά/ θ’ απλωθεί η καθαρτήρια/ σ’ όλη της γης./ Ανασκολοπίζοντας/ των πλουσίων τα παλάτια, νάστε το ίδιο/ ανελέητοι/ την ώρα της πληρωμής (Βλ. Μαγιακόφσκι: «Καθάρματα»).
Για την αντιγραφή
Βασίλης






