Δύο χιλιάδες είκοσι τέσσερα
παραδομένοι, πεσμένοι στα τέσσερα
Σήμερα (7 του Σεπτέμβρη) κλείνει τα 88 χρόνια του ο λευκαδίτης του ΠαΣοΚ Απόστολος Κακλαμάνης και την Παρασκευή 13 του Σεπτέμβρη τα 61 χρόνια του ο Θοδωρής Ρουσόπουλος.
Στις τρεις του Σεπτέμβρη τους ξαναβρήκαμε στους μπαξέδες να πετάνε αετό, σπρώχνοντάς τον με αερολογίες λόγω της πολιτικής άπνοιας.
Πέρασε και ο Αύγουστος με το «όπου φύγει φύγει»
κλειστά όλα ή μισόκλειστα, πίσω μείνανε λίγοι
βρίζοντας ακατάσχετα κάθε τι που τους πνίγει
όπως άλλωστε κάνανε κι εκείνοι που ‘χαν φύγει.
Ωστόσο, ακόμη και όσοι έκαναν πλήρη θερινή «αποτοξίνωση» διαπιστώνουν ότι δεν άλλαξε απολύτως τίποτα στο μεσοδιάστημα. Το αποτυπώνει και η λαϊκή μούσα άμα τη επιστροφή της:
Αλλοι φύγαν’ και γύρισαν, γι’ άλλους κλειστός ο δρόμος
για όλους όμως είν’ καιρός που μεγαλώνει ο τρόμος
καθώς ήρθε Σεπτέμβριος. Ανοίγουν τα σχολεία,
ακολουθούν πετρέλαιο, ακρίβεια, χειμώνας
και θα ‘ναι εναγώνια η μόνη ασχολία
της επιβίωσης ο μαύρος, άνισος αγώνας.
Οι μόνες εκκρεμότητες του καλοκαιριού είναι ότι δεν μάθαμε τι τρέχει με την πισίνα Κασσελάκη, καθώς και ο κλονισμός που υπέστημεν με την παραίτηση Διαμαντοπούλου από το διοικητικό συμβούλιο της Coca Cola.
«Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν εστί επίφθονον, άλλα τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται» (Να ξεφτιλίζεις τους κακούς διόλου δεν είναι άπρεπο, ίσα-ίσα τιμά τους καλούς, έτσι λένε οι μυαλωμένοι). Αριστοφάνης.
Αν θυμηθούμε πόσοι υπουργοί χόρευαν λίγο μετά από γνωστοποιήσεις καταστροφών ή τραγικών συμβάντων, το τσιφτετέλι της υφυπουργού Ανάπτυξης την ώρα που καιγόταν η Αττική δεν διαφοροποιεί τίποτα.
Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρι καίγονται, πνίγονται τους χειμώνες
κι εκείνοι απ’ τα μέγαρα κι από τις μεζονέτες
γελάν’ και συνεχίζουν να δημιουργούν επαίτες.
Πάντα η Ελλάδα παρομοιαζόταν με τις αφρικανικές χώρες, ώσπου ήρθε η κλιματική αλλαγή να την εντάξει και επίσημα σ’ αυτές.
«Ζητούν από επιχειρήσεις τις πιο αλλόκοτες πληροφορίες, αναφορές και στατιστικά στοιχεία, πράγμα που πλημμυρίζει το σύστημα μας με χαρτούρα. Κι αυτό μας υποχρεώνει ν’ απασχολούμε υπερβολικά πολύ προσωπικό και εμποδίζει το πραγματικό μας έργο. Δημιουργείται μια χαρτοθάλασσα μέσα στην οποία χάνονται εκατοντάδες άνθρωποι. Η λογιστική και στατιστική κατάσταση είναι –απλούστατα– καταστροφική. Επιχειρήσεις που με δυσκολία σηκώνουν το βάρος τού να δίνουν πληροφορίες σε δεκάδες κι εκατοντάδες διαφορετικές μορφές, μετράνε τώρα τη χωρητικότητα σε πουντ!» (σ.σ. ένα πουντ είναι 16,380 κιλά). («Pravda», 23 Ιούνη 1926).
Με το γνωστό «συμπολίτες μου» που πίσω του κρύβεται η ετήσια λεπτομερής αναφορά προς τα αφεντικά, θα ξεκινήσει ο εθιμοτυπικός χορός εξαγγελιών και κενολογιών στη ΔΕΘ. Death.
«Στα μικρά, σκοτεινά δωμάτιά τους δεν υπάρχουν τηλεοράσεις, αλλά βιβλία. Eχουν γεράσει αλλά δεν φαίνονται κουρασμένοι. Δεν ξέρουν τι είναι επιπολαιότητα. Η ηθική τους είναι βουβή αλλά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Δεν καταλαβαίνουν πια τον κόσμο. Η βία τούς είναι γνωστή, την ευχαρίστηση στη βία τη βλέπουν με υποψία. Είναι μόνοι και καχύποπτοι. Μόλις όμως περάσεις το κατώφλι πού μας χωρίζει απ’ αυτούς, ανοίγει αμέσως ένας κόσμος έτοιμος για βοήθεια και αλληλεγγύη. Oποιος τους γνωρίζει, θαυμάζει πόσο διαυγείς, πόσο λίγο πικραμένοι είναι. Πολύ λιγότερο από τους νεαρούς επισκέπτες τους. Δεν είναι μελαγχολικοί. Η ευγένειά τους είναι προλεταριακή. Η αξιοπρέπειά τους, ανθρώπων που δεν παραδόθηκαν ποτέ. Δε χρωστούν ευγνωμοσύνη σε κανένα. Κανένας δεν τους προώθησε. Δεν πήραν τίποτε, δεν ξεκοκάλισαν υποτροφίες. Η καλοπέραση δεν τους ενδιαφέρει. Δεν αγοράζονται. Η συνείδηση τους είναι εντάξει. Δεν είναι τίποτα τσακισμένοι τύποι. Η φυσική τους κατάσταση είναι άριστη. Δεν έχουν τρελαθεί, δεν είναι νευρωτικοί, δε χρειάζονται ναρκωτικά. Δε μοιρολογούν. Δε μετανιώνουν. Οι ήττες τους δεν τους απογοήτευσαν. Ξέρουν ότι έκαναν λάθη, αλλά δεν παίρνουν τίποτε πίσω. Οι παλιοί άντρες της επανάστασης είναι δυνατότεροι από όλα όσα ήρθαν μετά απ’ αυτούς» (Hans Magnus Enzensberger – “Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας”).
Κοκκινοσκουφίτσα