Υπήρξαν κάποιοι θεατές της Επιδαύρου που πήγαν να δουν τη Μήδεια του Φρανκ Κάστορφ χωρίς να ξέρουν ούτε ποιος είναι ο γερμανός δημιουργός ούτε τι πρόκειται να δουν. Αυτοί νόμιζαν ότι θα δουν μια -νεωτερική έστω- Μήδεια του Ευριπίδη. Οπότε σκέφτηκαν πως θα μπορούσαν να ρίξουν και μερικά μπινελίκια και να προκαλέσουν ένα ακόμη σκάνδαλο στον «ιερό» (όπως τον θεωρούν οι ηλίθιοι καθυστερημένοι) χώρο του αρχαίου θεάτρου. Προετοιμασμένοι ήμασταν κι εμείς (γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε;) να τους βάλουμε στη θέση τους. Και με χρήση… γαλλικών, αν χρειαζόταν.
Αυτοί αιφνιδιάστηκαν στην αρχή. Καθώς άνοιγε μπροστά στα μάτια τους το θεατρικό σύμπαν του Κάστορφ και ακουγόταν ο «χαώδης» λόγος του Χάινερ Μίλερ, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς έβλεπαν. Αντεξαν κάνα εικοσάλεπτο και μετά πήγαν να κάνουν τα δικά τους. Τους φωνάξαμε να σκάσουν και να φύγουν, όπως και έγινε. Κάποιοι άλλοι θεατές έφευγαν στη διάρκεια της παράστασης. Ολοι αυτοί δεν ήταν πάνω από το 15% μιας κατάμεστης Επιδαύρου. Οι υπόλοιποι θεατές έμειναν στις θέσεις τους στις τρεις ώρες που κράτησε η παράσταση, υπομένοντας και τη ζέστη και τις άβολες κερκίδες και στο τέλος ξέσπασαν σε ένα ενθουσιώδες χειροκρότημα που μάλλον θα… αιφνιδίασε τον γερμανό δημιουργό. Είχαν μείνει και ελάχιστοι κακομαθημένοι αρχαιόπληκτοι μόνο και μόνο για να φωνάξουν «ου» (αποδείχτηκαν και μαζόχες, αφού κάθησαν τρεις ώρες), όμως τα «ου» τους πνίγηκαν από το αποθεωτικό χειροκρότημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των θεατών, που σηκώθηκαν όρθιοι και κάλεσαν αρκετές φορές για υπόκλιση τους ηθοποιούς της παράστασης.
Ο Κάστορφ με τη μόνιμη ομάδα των συνεργατών του (σκηνογραφία, μουσική, κοστούμια, φωτισμοί, βίντεο) έστησαν το δικό τους σκηνικό σύμπαν, όπως κάνουν σε όλες τις δουλειές. Ο παραστασιακός μύθος ήταν ξεκάθαρος: μια ιστορικοποιημένη Μήδεια. Μια γυναίκα δημιούργημα και θύμα μιας ταξικής κοινωνίας, στηριγμένης στο κυνήγι του κέρδους, στην εκμετάλλευση, την κάθε είδους αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, τους πολέμους. Αυτό το σκηνικό σύμπαν πάτησε καταρχάς πάνω στο εκπληκτικής ποιητικότητας τρίπτυχο του Χάινερ Μίλερ Ρημαγμένη Οχθη Μήδειας Υλικό Τοπίο με Αργοναύτες.
Θα μπορούσε να μείνει εκεί. Ομως ο Κάστορφ παρέθεσε σχεδόν ολόκληρη τη Μήδεια του Ευριπίδη, παιγμένη ως σύγχρονο αστικό ψυχογραφικό δράμα, δημιουργώντας μια αντίστιξη με το κείμενο του Μίλερ. Η Μήδεια του Ευριπίδη (ή καλύτερα τα θραύσματά της) παίχτηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου επί της οθόνης (θα αναφερθούμε παρακάτω στον εκπληκτικό οπερατέρ, απόλυτο πρωταγωνιστή της παράστασης), αποκλειστικά με κοντινά πλάνα, τραβηγμένα κυρίως σ’ ένα κλειστό χώρο που παρίστανε ένα φτηνιάρικο στριπτιζάδικο (ο χώρος ήταν εξαρχής ορατός στους θεατές, καθώς περνούσαν δίπλα του για να μπουν στο θέατρο), σε ένα μικρό αντίσκηνο και λιγότερο στο μπροστινό τμήμα της ορχήστρας. Ο Κάστορφ στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο Ευριπίδειο κείμενο και έβγαλε από μέσα του αυτό που πραγματικά είναι: το πρώτο ψυχολογικό δράμα στην ιστορία του θεάτρου.
Το τρίπτυχο του Μίλερ ακούστηκε ολόκληρο στην αρχή, με επαναλήψεις που υπογράμμιζαν καίρια σημεία, με τις γνωστές στο έργο του Κάστορφ θραύσεις λέξεων και με τον δικό του «τρόπο» στην εκφορά του λόγου. Εδώ είναι και η μοναδική μας ένσταση στο «όλον» της παράστασης. Αισθανθήκαμε σαν ο λόγος του Μίλερ να πέρασε και να ξεχάστηκε στη συνέχεια. Παρά την εικαστική σκληρότητα με την οποία τον «συνόδευσε» ο Κάστορφ, ιδιαίτερα στο τρίτο μέρος (Τοπίο με Αργοναύτες), όπου υπό την επιβλητική μουσική του Γουίλιαμ Μίνκε έστησε μια εναργέστατη καταγγελία του ιμπεριαλισμού και των αιματηρών πολέμων του «για το χρυσό τομάρι».
Στο τρίπτυχο του Μίλερ και στο κείμενο του Ευριπίδη ο Κάστορφ προσέθεσε στίχους του Ρεμπό, δικά του κείμενα, κάποιες «στιγμές» που πρέπει να προέκυψαν από τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών στις πρόβες και μια υψηλού πολιτικού συμβολισμού παρέκβαση: αναφορά στην ιστορία της Μακρονήσου και διηγήσεις ελληνίδων κομμουνιστριών για τα βασανιστήρια που υπέστησαν και την πίστη τους στον αγώνα και την υπόθεση της επελευθέρωσης. Ο Κάστορφ δεν είναι κομμουνιστής αλλά σέβεται τους κομμουνιστές και υποκλίνεται στη θυσία τους. Η δική του Μήδεια εγκαταλείπει έναν φλεγόμενο από την αδικία κόσμο, όμως οι κομμουνιστές έχυσαν το αίμα τους για να τον αλλάξουν. Στην ίδια οπτική εντασσόταν και ένα σύνθημα της ΚΝΕ που πέρασε κάποια στιγμή από την οθόνη: Capitalism – I can’t breath. Από τη μια η σπασμένη λεζάντα της Coca Cola, που δέσποζε στην τεράστια οθόνη στο βάθος της σκηνής, από την άλλη το σφυροδρέπανο!
Ενσταση έχουμε και για κάποιον αφελή φεμινισμό που είδαμε κάποιες στιγμές. Ηταν σαν ο Κάστορφ να έκλεινε το μάτι -σαν καλός οπορτουνιστής- σε σύγχρονα αστικά ρεύματα. Αν πρόθεσή του ήταν να τα ειρωνευτεί, τότε δεν τα κατάφερε. Δε θα σταθούμε, όμως, σ’ αυτό γιατί ούτε κυρίαρχο ήταν ούτε θόλωσε την καθαρή ματιά με την οποία ο Κάστορφ προσέγγισε το θέμα του.
Στο σκηνικό σύμπαν που με επιμονή δημιουργεί ο Κάστορφ επί σχεδόν μισό αιώνα δε θα σταθούμε αναλυτικά, γιατί θα έπρεπε να γράψουμε πραγματεία. Ο άνθρωπος δεν είναι απλά πρωτοπόρος, είναι ο πιο σοβαρός επίγονος του Μπρεχτ και του Πισκάτορ. Πάτησε πάνω στην παράδοση του γερμανικού πολιτικού θεάτρου και την απογείωσε χρησιμοποιώντας όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Οχι ως στοιχεία ενός φορμαλιστικού εντυπωσιασμού, αλλά ως εργαλεία ανάπτυξης του ίδιου πολιτικού θεάτρου. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε όσους υπηρετούν τον γερμανικό «τρόπο» ως όλον, ως διαλεκτική σύνθεση μορφής και περιεχομένου, και σε όσους κλέβουν τον γερμανικό «τρόπο» για να ντύσουν φορμαλιστικά τα κουρέλια παρηκμασμένων αστικών ιδεών.
Ο απόλυτος επί σκηνής πρωταγωνιστής ήταν ο κινηματογραφιστής Αντρέας Ντάινερτ. Τον έχουμε δει και σε άλλες δουλειές του Κάστορφ, όμως εδώ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Με την κάμερα ως προέκταση του σώματός του, στριμωχνόταν μέσα σε αντίσκηνα όπου τραβούσε πότε ξαπλωμένος και πότε στα γόνατα. Ετρεχε πίσω από ηθοποιούς που έτρεχαν ακροβατώντας πάνω στα πλαστικά μπουκάλια-σκουπίδια που σκέπαζαν την ορχήστρα και μετά στον ανοιχτό χωμάτινο χώρο πίσω από το προσκήνιο ή πηδούσε έξω από την ορχήστρα για να τραβήξει κοντινά, συνθέτοντας τεράστια μονοπλάνα, παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του οπερατέρ και του σκηνοθέτη, καθώς έπρεπε στη στιγμή να καθορίσει το περιεχόμενο του πλάνου και ν’ αλλάξει κάδρο, συχνά τρέχοντας από ηθοποιό σε ηθοποιό. Υποκλίθηκε μια φορά στο τέλος αλλά το κοινό του επιφύλαξε ένα θυελλώδες χειροκρότημα.
Συνοπτικά μιλώντας, οι ηθοποιοί του Κάστορφ πρέπει να κάνουν τρία πράγματα. Πρώτο να έχουν σχεδόν ακροβατικές ικανότητες, δεύτερο να εκφέρουν τον λόγο σχεδόν ουρλιάζοντας και τρίτο… να καπνίζουν ασταμάτητα. Οι πέντε γυναίκες και οι τρεις άντρες της παράστασης τα κατάφεραν στο πρώτο σκέλος. Ο επίδεσμος στο γόνατο της Ναυπλιώτου και οι μελανιές στα πόδια μιας άλλης ηθοποιού (τις έφερε σε κοινή θέα η κάμερα) είναι μια απόδειξη του άθλου που επιτέλεσαν με το σώμα τους, στοιχείο όχι τόσο ανεπτυγμένο στους έλληνες και τις ελληνίδες ηθοποιούς. Σε ό,τι αφορά το κάπνισμα, τσιγάρα έβγαιναν ασταμάτητα, αλλά κανένα δεν άναψε. Ηταν ένα ακόμη ειρωνικό παιχνίδι του γερμανού καλαμπουρτζή, αφιερωμένο σε εκείνους που θεώρησαν άλλοτε πως το άναμμα τσιγάρου… βεβηλώνει την Επίδαυρο; Ποιος ξέρει.
Οταν καίγεται το σπίτι σου δεν ψιθυρίζεις, ουρλιάζεις, κι εμείς καιγόμαστε στον κόσμο που ζούμε, έχει πει σε μια παλαιότερη συνέντευξή του ο Κάστορφ (παραθέτω από μνήμης, γιατί βρίσκομαι… εκτός έδρας και δεν έχω πρόσβαση στο αρχείο μου). Εχει άποψη για την εκφορά του λόγου που ζητά από τους ηθοποιούς του. Αυτή η απαίτηση δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθεί από τους επτά εκ των οκτώ ηθοποιών του θιάσου (μοναδική εξαίρεση η Αγγελική Παπούλια). Στα κοντινά πλάνα που έφερνε στη γιγαντοοθόνη η κάμερα οι ηθοποιοί τα κατάφεραν στους διαλόγους και τους μονολόγους (ξεχωρίσαμε και τον μονόλογο της Στεφανίας Γουλιώτη). Οταν όμως βρίσκονταν στην ορχήστρα, χωρίς ηχητική υποστήριξη και έπρεπε να «ουρλιάξουν» τα λόγια με τον τρόπο του Κάστορφ, έδειξαν την πλήρη ανεπάρκειά τους. Επειδή τούς είχε απαγορευτεί ο στόμφος (έγκλημα καθοσιώσεως για τον γερμανικό «τρόπο», που υπηρετεί την αποστασιοποίηση), δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Θα έπρεπε να κάνουν ένα χρόνο πρόβες για να τα καταφέρουν (για δύο από τις γυναίκες και έναν από τους άνδρες είμαστε σίγουροι ότι δε θα τα κατάφερναν ούτε με τέσσερα χρόνια πρόβες και απορούμε πως «δόθηκαν» στον Κάστορφ για να δουλέψει μαζί τους).
Η αδυναμία των ηθοποιών αφαίρεσε πολλά από την παράσταση. Και έτσι όμως, ήταν μια παράσταση που αισθάνεσαι ευτυχής που την είδες. Μια κατάθεση γραφής υψηλής θεατρικής τέχνης, που προκαλεί ανάταση πνεύματος καθώς δεν είναι μόνο καλλιτεχνικά υψηλού επιπέδου, αλλά φέρνει ταυτόχρονα και μια καταγγελία της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που μας περιβάλλει.
ΥΓ. Αρκετοί/ές θεωρούν ότι ο Κάστορφ φλυαρεί υπέρ το δέον. Ναι, κάποιες φορές έχεις αυτή την εντύπωση, καθώς κουράζεσαι. Αυτός όμως είναι ο Κάστορφ. Θέλει «να τα πει όλα». Και με λεπτομέρειες. Τρεις ώρες στα «νταμάρια» της Επιδαύρου είναι πολλές. Αυτή, όμως, είναι μια… μικρής διάρκειας παράσταση του Κάστορφ (διαβάσαμε ότι την πήγαινε για 3,5 ώρες και πείστηκε να κόψει κάνα μισάωρο!). Ο Παίκτης του έφτανε τις 6,5 ώρες και ο Φάουστ τις 8! Οι Γερμανοί «αντέχουν», γιατί όχι και εμείς;
Πέτρος Γιώτης