Η καινούρια ταινία του καναδού σκηνοθέτη, ο οποίος συστήθηκε στο ελληνικό κοινό με την ταινία «Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ», προβάλλεται αυτήν την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο Φαλαρντό αυτή τη φορά αφήνει το μεγάλο ζήτημα των μεταναστών και καταπιάνεται με αυτό των προσφύγων.
Κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά, του δεύτερου εμφυλίου πολέμου του Σουδάν στα 1980, χιλιάδες παιδιά έμειναν ορφανά και πάσχιζαν να βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Από το Σουδάν περπατούσαν ως την Κένια χωρίς φαγητό και νερό, σε άθλιες συνθήκες, για να φτάσουν σε ένα προσφυγικό καταυλισμό και από εκεί να φύγουν για ΗΠΑ, όπου κάποια από αυτά έγιναν δεκτά στο πλαίσιο φιλανθρωπικού προγράμματος που τα σύστησε παγκοσμίως ως «χαμένα παιδιά».
Ο Φαλαρντό, με πρωταγωνιστές τέσσερα «χαμένα παιδιά», προσπαθεί να προσεγγίσει τη δραματική ιστορία τους. Παρακολουθούμε αυτά τα παιδιά από τη στιγμή που πασχίζουν, ανάμεσα σε πολλούς κινδύνους, με τα πόδια, να φτάσουν στην Κένια, σε προσφυγικό καταυλισμό. Αφού έμειναν εκεί για πάνω από δέκα χρόνια, κάποια στιγμή βλέπουν τα ονόματά τους στη λίστα αυτών που θα έφευγαν για τις ΗΠΑ και θα διεκδικούσαν μια καλύτερη ζωή. Φτάνοντας στην Αμερική αντιμετωπίζουν ένα τεράστιο πολιτισμικό σοκ. Αυτή είναι και η γνωριμία τους με το δυτικό πολιτισμό. Εκεί συναντούν μια γυναίκα, που είναι επιφορτισμένη να τους βρει άμεσα δουλειά ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Υστερα από την υπομονή και επιμονή της, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλύτερα.
Ο Φαλαρντό βασίστηκε σε ένα μυθοπλαστικό σενάριο, το οποίο όμως φιλοδόξησε να παρουσιάσει μια «τυπική» τέτοια ιστορία. Λίγο σκεπτόμενος να είναι ο θεατής, και στα πρώτα λεπτά (άντε, ας πούμε όχι στην αρχή-αρχή, γιατί τα πλάνα στην Αφρική είναι επιβλητικά) αρχίζει να εκνευρίζεται. Η Αμερική προφανώς ενσαρκώνει την ιδέα της σωτηρίας και της γης της επαγγελίας. Και φυσικά, όλο το πνεύμα της ταινίας είναι μια αφ’ υψηλού, φιλανθρωπική αντιμετώπιση σε όλα τα επίπεδα. Φτηνή επίκληση στο συναίσθημα, αφελείς διάλογοι (οι οποίοι προσπαθούν να μεταφέρουν το πολιτισμικό χάσμα, αλλά σε τέτοιο βαθμό που καταντά γελοίο) και ένα άρωμα μελοδράματος διαπερνούν όλη την ταινία.
Δεν ξέρουμε ποια ήταν η πρόθεση του σκηνοθέτη, πάντως αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι πόσο δραστήριοι και ευαισθητοποιημένοι είναι οι Αμερικάνοι, πόσο αλληλέγγυοι στον πόνο των συνανθρώπων τους και φυσικά η έννοια του ρατσισμού, ή έστω της ξενοφοβίας, είναι ανύπαρκτη. Αυτή η στάση θα μπορούσε να διαβαστεί και ως «ρατσισμός από την ανάποδη».
Η ταινία απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα κοινό «αμερικάνικου τύπου», το οποίο μπορεί βέβαια να ενημερωθεί για αυτήν την τραγική σελίδα της Ιστορίας, αλλά αυτό που του μένει είναι μια εύκολη και επιφανειακή συγκίνηση, πάνω στη βάση της ανωτερότητας του δικού του πολιτισμού που βοηθά συν τοις άλλοις όσους υποφέρουν.
Ελένη Π.