Ενας βαρύγδουπος σκηνοθέτης κι ένας βαρύγδουπος συγγραφέας συναντώνται σε μια χολιγουντιανή ταινία φτωχών νοημάτων, επιφανειακής ανάλυσης και αμφίβολης στόχευσης. Ο μεν Μεϊρέγιες, μετά την «Πόλη του Θεού», κινήθηκε σε πλαίσια ασφαλή, εμπορικά και προβλέψιμα, ο δε Ζοζέ Σαραμάγκου (Πορτογάλος, τιμηθείς με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998) ποτέ δεν έπεισε για τις ικανότητές του ως συγγραφέας και στοχαστής και φυσικά δεν τον αθωώνουν οι αριστερές του καταβολές.
Η αλληγορία για ένα κόσμο που τυφλώνεται από μια ανεξήγητη επιδημία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκαλυπτικούς συνειρμούς για τον κόσμο που ζούμε. Ομως στην ταινία αυτή ο θεατής το μόνο που μπορεί να δει είναι κυρίως ένα μεταφυσικό θρίλερ με αδύναμες και άνευ ουσίας φιλοσοφικές προσεγγίσεις.
Σ` έναν κόσμο που τυφλώνεται σταδιακά, το κράτος εγκλωβίζει τους τυφλούς σ` ένα βάρβαρο γκέτο. Εκεί που όλοι νόμιζαν ότι «δεν υπάρχουν τυφλότητες αλλά τυφλοί, η εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχουν τυφλοί αλλά τυφλότητες». Πρόκειται για «τυφλούς που βλέπουν και για τυφλούς που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν». Σ’ αυτή την παράγραφο συνοψίζεται όλη η προβληματική του έργου, όχι του σκηνοθέτη αλλά του Σαραμάγκου. Γιατί το πόνημα του Μεϊρέγιες είπαμε ότι είναι ένα μεταφυσικό θρίλερ. Του δε Σαραμάγκου ένα δοκίμιο-μυθιστόρημα απ` όπου απουσιάζει κάθε ταξική διάσταση. Ολοι, κυβερνήτες, πλούσιοι και φτωχοί, γίνονται έρμαια μιας αόρατης επιδημίας και το μόνο που αναδύεται είναι η χαοτική φύση του ανθρώπου, η έλλειψη κάθε κατεύθυνσης και προσανατολισμού και η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης του καθένα.
Οσοι τώρα ψάχνουν για βαθυστόχαστα νοήματα εκεί που δεν υπάρχουν, ας ψάξουν λίγο ακόμα. Κι αν τα βρουν ας μας τα πουν κι εμάς. Δεν είμαστε δα τόσο κακοπροαίρετοι…
Ελένη Σταματίου