Ο κριτικός πρέπει να είναι έντιμος με τους αναγνώστες του. Εκ προοιμίου, λοιπόν, οφείλουμε να πούμε ότι τούτη η κριτική έχει να αντιμετωπίσει δυο μεγάλες δυσκολίες, που αφορούν την αντικειμενικότητά της. Ερχεται να κρίνει την παράσταση μιας «δικής της» θεατρικής ομάδας, που ανέβηκε στο «δικό της» χώρο.
Η θεατρική ομάδα Ε.Ρ.Ε.Τ.Α. με το όνομά της δίνει το στίγμα της: Είμαστε Ρεαλιστές Επιδιώκουμε Το Αδύνατο. Επέλεξε να κάνει θέατρο εκτός των τειχών, στην κυριολεξία. Εξω από κάθε εμπορευματικότητα και έξω από το ελιτίστικο θεατρικό κύκλωμα, αντιμετωπίζοντας το θέατρο ως αντανάκλαση της υλικής και πνευματικής ζωής της κοινωνίας (παραπέμπουμε στο κατατοπιστικό για τις απόψεις της ομάδας σημείωμα που συνοδεύει το πρόγραμμα της παράστασης). Γι’ αυτό τη θεωρούμε «δική μας». Οταν μια παράσταση αυτής της ομάδας εγκαινιάζει τη σάλα της «Κόντρας» ως θεατρικό χώρο, η δυσκολία του κριτικού διπλασιάζεται. Ομως, η κριτική είναι το οξυγόνο στις γραμμές των επαναστατών και πρέπει να επιτελεί το καθήκον της, παραμερίζοντας κάθε συναισθηματισμό. Πάμε, λοιπόν.
«Το διαβατήριο» του Πιέρ Μπουργκάντ δεν είναι ΤΟ έργο. Είναι γραμμένο, όμως, με όλους τους κανόνες της αριστοτελικής παράδοσης και πραγματεύεται ένα ενδιαφέρον θέμα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εικοσαετία πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, σε μια συνοριακή πόλη της αχανούς τσαρικής αυτοκρατορίας, μια δασκάλα περιμένει 25 χρόνια για να πάρει διαβατήριο (θέλει να μεταβεί στην Πολωνία), ταλαιπωρούμενη από την αυτοκρατορική γραφειοκρατία, προσωποποιημένη στον τοπικό ανώτερο τελωνειακό, για τον οποίο νιώθει μια ερωτική έλξη. Ενα απρόσωπο απολυταρχικό κράτος τσακίζει τις ζωές των υπηκόων του. Οι άνθρωποι που το υπηρετούν πιστά αποανθρωποποιούνται, γίνονται ανδρείκελα. Ο έρωτας από χαρά της ζωής μετατρέπεται σε βάσανο, σε κοινωνική σύμβαση. Οι μικροαστοί (αυτοί που τόσο παραστατικά εξευτελίστηκαν από τον Γκόγκολ, τον Τσέχοφ, τον Γκόρκι) σέρνονται σαν σκουλήκια, φυτοζωώντας, χωρίς οράματα, χωρίς στόχους, έτοιμοι να πουλήσουν τα πάντα σ’ ένα παζάρι περιουσιών και αισθημάτων.
Ο τελωνειακός βασανίζει τη δασκάλα, γιατί την… αγαπά. Κι η δασκάλα δέχεται τα πάντα, γιατί τον… αγαπά. Στο τέλος,
γίνεται η altera pars του στυγνού γραφειοκράτη. Ο Ιανός εμφανίζεται με τα δυο του πρόσωπα. Η απόλυτη παρακμή κοινωνικότητας και αισθημάτων.
Η Νατάσα Βασιλείου, που έκανε τη σκηνοθεσία, «έπιασε» αυτή την παρακμή και καθοδήγησε τους ηθοποιούς της ατάκα την ατάκα, με τη μεθοδικότητα ενός ανατόμου. Η μοναδική ένστασή μας στην «ανάγνωση» του έργου από τη σκηνοθέτιδα αφορά την εσωτερική ισορροπία του. Νομίζουμε ότι «συμπάθησε» περισσότερο του δέοντος τους ήρωές της και γι’ αυτό δεν τους παρουσίασε τόσο απεχθείς όσο είναι. Η αλήθεια είναι, όμως -για να μην είμαστε άδικοι και επειδή έχουμε συζητήσει με τη Νατάσα αυτή μας την ένσταση- πως η κλασική φόρμα του έργου δεν της άφηνε μεγάλα περιθώρια σ’ αυτό τον τομέα. Ισως να βοηθούσε η χρήση κάποιων εξωτερικών «αποστασιοποιητικών» στοιχείων, που θα δρούσαν αντιστικτικά προς το δραματικό (με την αριστοτελική έννοια του όρου) υπόβαθρο του έργου.
Στο ανέβασμα στην «Κόντρα» η Ν. Βασιλείου επιχείρησε κάτι ιδιαίτερα τολμηρό, που πραγματικά θέλει κότσια για να το κάνεις, ενώ από την άλλη καταδεικνύει την αντίληψη που έχει για το θέατρο η Ομάδα: διέλυσε ολοκληρωτικά μια βασική σύμβαση της θεατρικής πράξης,την απόσταση (απόλυτη ή σχετική) μεταξύ σκηνής και πλατείας. Χωρίς να υποχρεώνεται από το χώρο, άπλωσε τους ηθοποιούς κατά μήκος της μικρής αίθουσας και μοίρασε τους θεατές γύρω τους, σε τρόπο που οι θεατές να μετατραπούν σε βουβά πρόσωπα του έργου. Η ανάσα τους ενώθηκε με την ανάσα των ηθοποιών, οι κινήσεις τους, οι στοιχειώδεις αντιδράσεις τους, έγιναν τμήμα του έργου. Ηταν σαν οι θεατές να μετατράπηκαν σ’ ένα σιωπηλό «χορό». Αυτό λειτούργησε ευεργετικά για την παράσταση ως «όλον» (στο θέατρο οι θεατές είναι πάντοτε κομμάτι της παράστασης).
Η Μαρία Μαρούδα μας έδωσε μια καταπληκτική Ναταλία Βησαριόνοβα. «Κέντησε» κάθε λέξη, κάθε χειρονομία, μας προσέφερε θαυμάσιες σιωπές (ο Μάιλς Ντέιβις έλεγε, πως τα κενά που αφήνεις ανάμεσα στις νότες είναι πιο σημαντικά από τις ίδιες τις νότες). Ως ηθοποιός έχει μια σπάνια ευλυγισία, αν και θα θέλαμε να τη δούμε και σε άλλους ρόλους για να έχουμε μια «τελική» εκτίμηση.
Ο Κώστας Κολοβός είχε να αναμετρηθεί με έναν κόντρα-ρόλο, με ιδιαίτερα μεγάλες απαιτήσεις (στον Φεντόρ Φεντόροβιτς στηρίζονται η ισορροπία και οι εναλλαγές ρυθμού του έργου). Είχε καλές στιγμές, είχε και στιγμές που νικήθηκε από το βάρος του ρόλου. Κατά την άποψή μας, πρέπει να δουλέψει πάνω στην τεχνική της υπόκρισης, έτσι που να μπορεί να «χάνεται» μέσα στο ρόλο και να χρησιμοποιεί τις διανοητικές του ικανότητες ως ηθοποιός και όχι όπως τις χρησιμοποιούμε όλοι στην καθημερινότητά μας.
Σε κλασική φόρμα οι μουσικές επιλογές του Χρυσόστομου Βανικιώτη, υπηρέτησαν πιστά τη σκηνοθετική άποψη για το έργο, όπως και τα θαυμάσια κοστούμια της Βάσιας Τζωτζοπούλου και το λιτό σκηνικό του Δημήτρη Αλεξανδρόπουλου. Το σύντομο slide show των Νίκου Θεοδώρου και Θωμά Ζακαλκά, με φωτογραφίες της παράστασης (τραβηγμένες από έναν εξαιρετικό φωτογράφο, τον Γιάννη Γιαννέλο) ήταν όμορφα σεταρισμένο, αν και θα προτιμούσαμε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του προγράμματος.
ΔΗΜ.ΝΑΤ.
ΥΓ: «Το διαβατήριο» θα παιχτεί σε μια ακόμη παράσταση στην «Κόντρα», το επόμενο Σάββατο (24 Νοέμβρη). Σπεύσατε, λοιπόν, για μια «ασυνήθιστη» θεατρική εμπειρία.