♦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Πανδώρα
Να, επιτέλους, και μια ελληνική ταινία που αξίζει τον κόπο και αξίζει να σας ενημερώσουμε γι’ αυτή. Ο αρχαίος μύθος της Πανδώρας μεταφέρεται στη μεταπολεμική Ελλάδα και χρησιμοποιείται για να σχολιάσει τη σταδιακή μεταμόρφωση, διάβρωση και διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας από την οικονομική και πολιτιστική διείσδυση των Αμερικάνων, νέων επικυρίαρχων του κόσμου μετά τον εμφύλιο.
Μια ευανάγνωστη μεταφορά και προφανείς συμβολισμοί μεταμορφώνουν τη μυθική Πανδώρα (σχέδιο Μάρσαλ) σε μια ελκυστική ελληνοαμερικανίδα που με ύποπτες συναλλαγές και την ψευδαίσθηση ενός καλύτερου μέλλοντος αποδιαρθρώνει και αλλοιώνει τη μικρή κοινωνία στην οποία εισβάλλει.
Ασφαλώς, καθένας από μας μπορεί να έχει τις αντιρρήσεις του για το πως θα μπορούσε καλύτερα να αποδοθεί αυτή η διάβρωση, που συνεχίζεται αμείωτη ως τις μέρες μας, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ταινία του Σταματόπουλου είναι πλήρης σε πολλά σημεία: μια σωστή αναπαράσταση της εποχής, ένα πλήρες σενάριο, ένα καλό ρυθμό, αξιοπρόσεχτες ερμηνείες. Και πάνω απ’ όλα, όλοι εμείς της Αριστεράς, που συνηθίσαμε να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακών τις τελευταίες δεκαετίες, μπορούμε να πούμε σαν εκείνο τον μεσήλικα της ταινίας, που του ζητούν να πουλήσει το ερειπωμένο πατρικό του σπίτι, κυκλωμένο πλέον από μια πολυθόρυβη τουριστική περιοχή: «Οχι μωρέ δεν το πουλάω! Αστο κι ας είναι ερείπιο».
♦ ΦΙΛΙΠ ΡΙΝΤΛΕΙ
Το διάφανο δέρμα
Θυμίζοντας κάτι από την ατμόσφαιρα των έργων του Στάινμπεκ και του Φόκνερ, η ταινία αυτή του πολυτάλαντου συγγραφέα και ζωγράφου Φ. Ρίντλεϊ, γυρισμένη το 1990, ανατέμνει την αμερικάνικη ύπαιθρο της δεκαετίας του ‘50 ειδωμένη με τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Ο μικρός Σιθ μεγαλώνει σε μια απομονωμένη φάρμα του Αϊντάχο. Οι προκαταλήψεις, η θρησκοληψία και η οργιώδης παιδική φαντασία τον οδηγούν να αποδίδει όσα μικρά και μεγάλα άσχημα γεγονότα συμβαίνουν στην τοπική κοινωνία, σε μια Αγγλίδα χήρα, γειτόνισσά του, που θεωρεί ότι είναι βαμπίρ.
Ο ΡίντλεΪ δεν πραγματεύεται μόνο την κοινωνική καθυστέρηση, τον απομονωτισμό και τη σκοτεινιά της αχανούς αμερικάνικης υπαίθρου, αλλά ταυτόχρονα όσα τρομακτικά η παιδική αθωότητα εξυφαίνει στη φαντασία της. Μόνο που μερικά απ’ αυτά τα τρομακτικά συμβαίνουν στ’ αλήθεια.
Με τον τρόπο του ο Ρίντλεϊ αποδομεί το αμερικάνικο όνειρο και αφήνει αρκετές αιχμές για όσα η αμερικάνικη «επιθετικότητα» επιφυλάσσει μέσα και έξω από τα σύνορα της χώρας. Σε κάθε περίπτωση το «Διάφανο δέρμα» δεν είναι μόνο μια ταινία εξαιρετικής εικαστικής απόδοσης. Πάνω απ’ όλα είναι μια οξυδερκής και διεισδυτική ματιά στα μυστικά και τις προκαταλήψεις που κρύβουν οι κοινωνικές συμβάσεις και η υποκρισία.
Ελένη Σταματίου