Ο Μιχάλκοφ, μετά την επιτυχία του «Ψεύτη Ηλιου» (1994), που απέσπασε το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανν ών, αποφάσισε να γυρίσει και δεύτερο μέρος το 2010 (άργησε λίγο να πάρει διανομή στην Ελλάδα).
Η υπόθεση (υποτίθεται ότι) αφορά στην προσωπική ιστορία του στρατηγού Κότοφ και της οικογένειάς του. Ο Κότοφ –πάντα σύμφωνα με το αφήγημα του Μιχάλκοφ- είχε κατηγορηθεί ως αντεπαναστάτης και είχε εγκλειστεί σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Στα 1941, στην αρχή του πολέμου, κατάφερε να το σκάσει και να καταλήξει στο μέτωπο. Ο ίδιος πίστευε ότι η οικογένειά του είχε πεθάνει στο στρατόπεδο, οπότε δεν έψαχνε για τους δικούς του. Η κόρη του όμως έμαθε ότι ζει κτλ. κτλ.
Σπάνια συναντά κανείς αντικομμουνιστική προπαγάνδα με τόση χυδαιότητα. Αυτό είναι και το μόνο κατόρθωμα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης ξόδεψε 55 εκατομμύρια δολάρια (όχι δικά του, ασφαλώς) γα να ξαναγράψει την ιστορία. Αυτό φαινόταν ήδη από την προηγούμενη ταινία, η οποία τουλάχιστον σε επίπεδο φόρμας είχε κάποιες αρετές κι ίσως κρατούσε κάπως τα προσχήματα. Παρολαυτά, το δεύτερο μέρος (φευ, υπάρχει και τρίτο, «Ψεύτης Ηλιος 3: Το φρούριο») αποτελεί μνημείο προστυχιάς. Ο κύριος Μιχάλκοφ, αριστοκρατικής καταγωγής, μάλλον φαντασιώνεται χαμένα μεγαλεία σε μια ενδεχομένως τσαρική Ρωσία.
Οποιος αντέχει και δεν του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, μπορεί να απολαύσει τρομερούς καλτ ναΐφ διαλόγους, εντυπωσιακά πλάνα και σκηνοθετικά ευρήματα που έχουν ένα μόνο στόχο: τη λάσπη κατά της ιστορίας της Σοβιετικής Ενωσης. Είναι τόσο δε αφελής και χυδαίος, που καταντά γελοίος και κανείς δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά το αφήγημά του.
Φυσικά, στη Ρωσία προκάλεσε σχόλια και πολεμικές από άλλους σκηνοθέτες, από κριτικούς και από θεατές, κυρίως λόγω του μεγάλου προϋπολογισμού, των πολιτικών πεποιθήσεων του δημιουργού της και του περιεχομένου της, το οποίο αποτελεί ευθεία προσβολή για τους ήρωες αυτής της χώρας, που νίκησαν το ναζισμό.
Ελένη Π.