Μια ακόμα ταινία για τη ζωή στις φαβέλες των βραζιλιάνικων μεγαλουπόλεων; Οχι ακριβώς. Η ταινία αυτή ξεχωρίζει, όχι επειδή φέρει τη σφραγίδα του Βάλτερ Σάλες, αλλά επειδή είναι άκρως ρεαλιστική. Μακριά από τη θεαματοποίηση της βίας, μακριά από την ωραιοποίηση και την υπερβολή, δίνει μια εναργή εικόνα του πλήρους αδιεξόδου που βιώνουν οι απόκληροι μιας κοινωνίας μεγάλων αντιθέσεων όπως η βραζιλιάνικη.
Στη δική μας κοινωνία το να είσαι καθαρίστρια, κούριερ, επίδοξος ποδοσφαιριστής ή απλώς καλός χριστιανός σημαίνει πως είσαι σχεδόν τίποτα. Στη βραζιλιάνικη πραγματικότητα, όμως, το να είσαι κάτι απ` όλ` αυτά σημαίνει να είσαι δέκα φορές τίποτα, σημαίνει ότι το μόνο μέλλον σου είναι η παρανομία. Μέσα λοιπόν από την ιστορία των πέντε μελών μιας οικογένειας και του περιβάλλοντός τους, γίνεται μια οξεία ανατομία ενός συστήματος που αφαιρεί κάθε ελπίδα ακόμα και απλής επιβίωσης από εκατομμύρια ανθρώπους.
Βέβαια, οι δημιουργοί αυτής της ταινίας ούτε ερωτήματα θέτουν ούτε λύσεις προτείνουν. Περιγράφουν όμως με ακρίβεια τον αόρατο τοίχο που οι ―άθελα τους περιθωριοποιημένοι― ήρωές τους συναντούν σε κάθε τους βήμα. Είναι σημαντικό ότι ο θεατής μπορεί να κατανοήσει όχι μόνο την αναπόδραστη μοίρα ενός φτωχού ανθρώπου, αλλά και τη νομοτελειακή, πολλές φορές, πορεία του προς την παρανομία. Εδώ δεν ισχύει η άποψη ότι ο καθένας είναι υπαίτιος της τύχης του. Γιατί για να συμβεί αυτό, πρώτα θα πρέπει ο ίδιος να μην είναι η τελευταία τρύπα της φλογέρας κι έπειτα το σύστημα να του αφήνει έστω μια μικρή χαραμάδα φωτός. Και αυτό είναι το σημαντικότερο σ` αυτή την ταινία: ότι βήμα-βήμα διαψεύδονται όλες οι προσδοκίες, η αθλιότητα βαθαίνει, το τέλμα γίνεται απόλυτο. Δεν υπάρχει πρόχειρη και πρόσκαιρη λύση. Το μόνο που μπορούν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι είναι να συνεχίσουν να ζουν. Ή μήπως;;;
Ελένη Σταματίου