Ακόμα και η πιο μοντέρνα, η πιο πρωτοποριακή φόρμα μπορεί να μετατραπεί σε καρικατούρα, όταν καλείται να υπερασπιστεί ένα αντιδραστικό περιεχόμενο. Την επαλήθευση αυτού του παλιού αξιώματος μας πρόσφεραν οι Καταλανοί «La Fura dels Baus» με την παράσταση «Μπορίς Γκοντουνόφ», που είδαμε στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Ενας ιδιαίτερα ασκημένος θίασος, που σπάει πολλές από τις παραδοσιακές συμβάσεις του θεάτρου και ανανεώνει πραγματικά τη θεατρική πράξη, επιτρέποντάς της να επικοινωνήσει με άλλες τέχνες και να χρησιμοποιήσει τα πιο σύγχρονα επιτεύγματά τους, κατάφερε να καταστήσει όλα τα επιτεύγματά του στον τομέα της φόρμας ένα πουκάμισο αδειανό. Ενα πουκάμισο μέσα στο οποίο «χόρευε» ο πιο χυδαίος πασιφισμός, «παντρεμένος» με την προπαγάνδα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Αφορμή για την παράσταση των Καταλανών (η οποία πάντως παρουσιάζεται σε άψογα καστιγιάνικα!) ήταν τα δραματικά γεγονότα του θεάτρου «Ντούμπροβκα» της Μόσχας το 2002, το οποίο κατέλαβαν τσετσένοι αντάρτες. Η κατάληψη έληξε μ’ ένα λουτρό αίματος κατά ανταρτών και θεατών, επειδή η ρωσική κυβέρνηση ακολούθησε το πάγιο ιμπεριαλιστικό δόγμα «δεν συζητάμε με τρομοκράτες». Η καταλανική ομάδα δεν μένει πιστή στα γεγονότα εκείνα, αλλά διευρύνει το πλαίσιό τους ώστε ν’ αγκαλιάσει κάθε μορφή «ανορθόδοξου» πολέμου που χρησιμοποιούν ή μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα ανά τον κόσμο απελευθερωτικά κινήματα. Μάλιστα, τα ονόματα των ανταρτών που εισβάλλουν στο θέατρο είναι ισπανικά, επιλογή που παραπέμπει στα λατινοαμερικάνικα αντάρτικα.
Για τους Alex Ollé και David Plana, που υπογράφουν το κείμενο και τη δραματουργία της παράστασης, τα απελευθερωτικά κινήματα όταν στρέφονται κατά πολιτικών στόχων μετατρέπονται σε «τρομοκρατικά», γίνονται εχθροί της κοινωνίας. Οι αντάρτες που εισβάλλουν στο θέατρο παρουσιάζονται σαν ένα τσούρμο φανατικών, αμόρφωτων, σεξιστών, εξουσιαστών, προβληματικών προσωπικοτήτων. Στο στόμα τους ο αγώνας για την ελευθερία δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να πάρουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν μια ματοβαμένη δικτατορία. Ενα από τα στελέχη τους, μάλιστα, δεν είναι παρά ένας χυδαίος, βρομερός τύπος, που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να «κουτουπώσει» όποια γυναίκα βρίσκεται μπροστά του! Είναι το μόνο που τον απασχολεί στη διάρκεια του τριήμερου της ομηρίας! Το μόνο θετικό πρόσωπο του έργου είναι μια γιατρός, φανατική πασιφίστρια, συμπατριώτισσα των ανταρτών, στην οποία ανατίθεται από την κυβέρνηση μεσολαβητικός ρόλος και αυτή τον αναλαμβάνει, για ανθρωπιστικούς λόγους, εκφράζοντας ταυτόχρονα μίσος κατά των ανταρτών και του ένοπλου αγώνα γενικά. Οσο για την κυβέρνηση, τις συνεδριάσεις της οποίας παρακολουθούμε από βίντεο, σκιαγραφείται με όσο γίνεται πιο αδρά χρώματα, έτσι που να μην τασσόμαστε μαζί της μεν, αλλά και να μην την κατατάσσουμε στην κλίμακα της «κακότητας» πάνω από τους «τρομοκράτες», οι οποίοι παραμένουν σταθερά στην κορυφή.
Ο πολύ υποψιασμένος θεατής θα οδηγηθεί το πολύ σε μια στάση ουδέτερη, μεταξύ κυβέρνησης και ανταρτών. Θα δικαιώσει τη γιατρό και το πασιφιστικό της δόγμα: «Απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι η βία. Ο αγώνας για την ελευθερία και την ανεξαρτησία δεν μπορεί να είναι βίαιος». Ο ανυποψίαστος θεατής οδηγείται, με εξαιρετικά λαϊκίστικο τρόπο, στη θέση των ομήρων. Καλείται να ταυτιστεί μαζί τους και με το προσωπικό τους δράμα, ώστε να αναφωνήσει: «Τι φταίνε οι αθώοι άνθρωποι, που πήγαν να παρακολουθήσουν μια παράσταση, για την πολιτική της κυβέρνησής τους έναντι ενός άλλου λαού;».
Μετά την 11η Σεπτέμβρη, ο βρετανικός Independent κυκλοφόρησε με ένα τεράστιο πρωτοσέλιο τίτλο: The end of innocence (Το τέλος της αθωότητας). Αυτή ακριβώς την αντίληψη θέλει να χτυπήσει η παράσταση των «La Fura dels Baus». Κατόπιν τούτων, από τη μεριά μας παρέλκει κάθε κριτική στην παράσταση ως θεατρικό γεγονός. Το δηλητήριο παραμένει δηλητήριο, έστω κι αν εγχύεται με ανόδυνο ή και απολαυστικό τρόπο. Είναι κάτι σαν την πρέζα.