Η πολυσυζητημένη ταινία του έλληνα σκηνοθέτη, που κέρδισε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας (Αργυρό Λέοντα/Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Αντρικού Ρόλου) ξεκινά την πορεία της στις ελληνικές αίθουσες. Θέμα της ταινίας είναι η ενδοοικογενειακή βία. Μία οικογένεια γιορτάζει τα γενέθλια της εντεκάχρονης Αγγελικής. Κι ενώ φαινομενικά όλα είναι καλά, το κορίτσι αυτοκτονεί. Εκτοτε, αποκαλύπτεται μπροστά στο θεατή μία ιστορία τρομερής βίας, με τον πατέρα «πρωτεργάτη», αλλά και τη μητέρα σιωπηρή συνένοχο.
Το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα –ειδικά τα τελευταία χρόνια μέσα από τον κινηματογράφο– συζητιέται αρκετά, όπως και σε άλλες χώρες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιστορία κινηματογραφήθηκε με μια φιλοδοξία τολμηρής ανάδειξης ενός σκληρού ζητήματος με ρηξικέλευθο τρόπο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά με την αλαζονεία ότι αυτή η ιστορία της ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να μεταφέρει έναν κοινωνικό προβληματισμό, σε σχέση με τον κοινωνικά καταπιεσμένο άνθρωπο και τις αντιδράσεις του (σα να λέμε δηλαδή, ότι όπως τα θύματα του πατέρα υποφέρουν παθητικά, αλλά στο τέλος αντιδρούν κι αυτό είναι λυτρωτικό, κάπως έτσι κι εμείς –ποιοι εμείς;– είμαστε θύματα –ποιων;– και πρέπει να αντιδράσουμε –ενάντια σε ποιους;).
Λοιπόν όχι. Το θέμα, όσο σημαντικό κι αν είναι, συζητιέται αρκετά (άλλο ζήτημα αν υπάρχει λύση – που στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά το πρόβλημα θα εντείνεται κιόλας) και ο σκηνοθέτης ίσα ίσα που του αφαιρεί στοιχεία από την πολυπλοκότητά του και προσπαθεί μέσα από τις δημόσιες δηλώσεις του να δώσει ένα χαρακτήρα στην ταινία που από μόνη της δεν έχει. Ο θεατής βλέπει έναν πατέρα-τρομοκράτη και μια οικογένεια τρομοκρατημένη που δεν αντιδρά παρά μονάχα στο τέλος, χωρίς ιδιαί-τερες εξελίξεις στο σενάριο και με ένα αρκετά προβλεπόμενο φινάλε. Δηλαδή, μια αρκετά επίπεδη προσέγγιση, στην οποία οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται καθόλου. Αυτό θα είχε νόημα μόνο αν οι χαρακτήρες μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σύμβολα ή φορείς εννοιών, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν επιτυγχάνεται.
Αν συγκρίνουμε την ταινία με τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, πέρα από τα προφανή κοινά στοιχεία του θέματος και μια κοινή αισθητική που φαίνεται κυρίως στην υποκριτική των ηθοποιών, διαπιστώνουμε το εξής. Η ταινία του Λάνθιμου ήταν σαφώς μια υπερβολή, η οποία όμως λειτουργούσε σαν παραβολή που ασκούσε κριτική στο θεσμό της οικογένειας. Σε εκείνη την ταινία θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι χαρακτήρες λειτουργούν ως σύμβολα τα οποία εκθέτουν στο θεατή μία κατάσταση. Η συγκεκριμένη ταινία αφηγείται μία συγκεκριμένη ιστορία μίας συγκεκριμένης οικογένειας, κι όλα αυτά περί κοινωνικής κριτικής κ.λπ. είναι πιο πολύ θέμα μάρκετινγκ και προώθησης της ταινίας.
Ελένη Π.