Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια είν’ αλήθεια, έλεγαν πως οι ανασχηματισμοί και οι υποτιμήσεις της δραχμής διαψεύδονται μέχρι να γίνουν. Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει πλέον.΄Εθνικό νόμισμα δεν υπάρχει, ενώ οι ανασχηματισμοί προαναγγέλλονται άτυπα και συζητούνται μέρες προτού γίνουν. Οι πρωθυπουργοί έχουν στερηθεί το στοιχείο της έκπληξης και προσπαθούν να κάνουν παιχνίδι με τα ονόματα. Αλλά και αυτό -φευ!- δεν αποδίδει πλέον
Ο επικείμενος ανασχηματισμός του Μητσοτάκη είναι όπως το έθεσε ένας γνωστός επικοινωνιολόγος και δημοσκόπος: «Πολυχρησιμοποιημένο εργαλείο μηδενισμού του κοντέρ το οποίο καταγράφει τη συσσωρευόμενη από τα εκάστοτε κυβερνώντα κόμματα φθορά που τους προξενεί η άσκηση της εξουσίας, οι ανασχηματισμοί, που κάποτε συνέβαλλαν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των κυβερνήσεων, ελάχιστα πλέον προσφέρουν ως τεχνική επικοινωνιακής διαχείρισης των κρίσεων που τις πλήττουν, ιδιαίτερα όταν οι κρίσεις αυτές δεν είναι επικοινωνιακές αλλά εξόχως πολιτικές, όπως συμβαίνει με τις κρίσεις που εδώ και δύο χρόνια άρχισαν να χτυπούν τη σημερινή κυβέρνηση ως κατάρα της δεύτερης τετραετίας της» (Γιώργος Σεφερτζής, ΤΑ ΝΕΑ, 11.3.2025).
Παρά ταύτα, η ανασχηματισματολογία κυριαρχεί στα αστικά μίντια: Θα είναι «σαρωτικός» ή ξανά «διορθωτικές κινήσεις»; Ποιοι υπουργοί θα φύγουν, ποιοι θα αλλάξουν υπουργείο, ποιοι είναι οι αμετακίνητοι, ποια θα είναι τα νέα πρόσωπα; Ποιος θα αναλάβει το υπουργείο Μεταφορών, για το οποίο υπάρχει γενική απροθυμία; Θα οριστεί αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και συντονιστής του κυβερνητικού έργου ο Χατζηδάκης, επειδή υπάρχουν προβλήματα συντονισμού ανάμεσα στα υπουργεία;
Με το τελευταίο προφανώς μας δουλεύουν. Αυτοί δεν υποκλίνονταν στην πολιτική και διοικητική μεγαλοφυΐα του Κούλη, που επνεύστηκε το «επιτελικό κράτος», το οποίο συντονίζει μια ευμεγέθης ομάδα εγκατεστημένη στο μέγαρο Μαξίμου, με υπουργούς και υφυπουργούς παρά τω πρωθυπουργώ (Επικρατείας τους λένε πλέον, κατ’ ευφημισμόν) και με τον πρώην γενικό διευθυντή του ΣΕΒ, Σκέρτσο, να μοιράζει στους υπουργούς καθηκοντολόγια κλεισμένα σε μπλε ντοσιέ, επί των οποίων είναι υποχρεωμένοι να δίνουν συνεχώς αναφορά; Πώς γίνεται τώρα να μιλούν για πρόβλημα συντονισμού, το οποίο θα αναλάβει να θεραπεύσει ο… σούπερμαν του νεοφιλελευθερισμού Χατζηδάκης. Πώς γίνεται να προορίζεται για ένα τόσο υψηλό πόστο ένας υπουργός που ο πρωθυπουργός του δεν του είχε καμιά εμπιστοσύνη και είχε βάλει να τον «βυσματώσουν» η ΕΥΠ/ΚΥΠ και το Predator;
Εντάξει, ο Μητσοτάκης δεν έχει τίποτ’ άλλο διαθέσιμο. Θα τραβήξει έναν ανασχηματισμό μπας και αλλάξει την ατζέντα. Για πόσο; Δυο, τρεις μέρες, μια βδομάδα όχι παραπάνω. Πολιτική δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Ούτε είπε πως πρόκειται ν’ αλλάξει. «Επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς» είναι το σλόγκαν που πέρασαν στα παπαγαλάκια για να το αναπαραγάγουν, μπας και με το πες, πες βρεθεί κανένας να το πιστέψει. Σε τελευταία ανάλυση, τι διατάραξε την κανονικότητα; Τα ογκώδη συλλαλητήρια για το έγκλημα των Τεμπών δεν εμπόδισαν την κυβέρνηση να εφαρμόσει την πολιτική της. Πολλώ δε μάλλον ένα κοινοβουλευτικό τριήμερο κατά το οποίο συζητήθηκε μια πρόταση δυσπιστίας, η οποία ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα απορριφθεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η ενότητα της οποίας παρέμεινε αδιατάρακτη, με την προσθήκη και του τέως εκπροσώπου Τύπου του νεοναζιστικού μορφώματος «Σπαρτιάτες».
Η κυβερνητική πολιτική είναι σαν το ποδήλατο: άμα σταματήσεις να κάνεις πετάλι, θα πέσεις. Αυτό το ξέρει ο Μητσοτάκης, γι’ αυτό και προσπαθεί να αγοράσει χρόνο για τον εαυτό του και την κυβέρνησή του. Γιατί, όμως, θα έπρεπε αυτό ν’ αποτελεί το βασικό ζήτημα για τον ελληνικό λαό;
Η στάση των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης είναι εύλογη και απόλυτα συνεπής με το ρόλο τους. Είδαν το τεράστιο κύμα της λαϊκής οργής για το έγκλημα των Τεμπών και προσπάθησαν να σερφάρουν πάνω του, μπας και ενισχύσει τη λαϊκή τους απήχηση. Και τι έκαναν; Ανήγαγαν μια -εκ των προτέρων γνωστού αποτελέσματος- πρόταση δυσπιστίας σε μείζον πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα. Μιλώντας οι αρχηγοί τους στη Βουλή, επειδή δεν είχαν τίποτα καινούργιο να πουν, πιάστηκαν από το «e-mail Τριαντόπουλου». Μέχρι που ο Τριαντόπουλος δημοσίευσε στα σόσιαλ μίντια ένα e-mail, που δεν είχε ακριβώς το περιεχόμενο που περίμεναν (τόσο δύσκολο είναι να «ρετουσαριστεί» μια εσωτερική αλληλογραφία που σίγουρα δεν αποτελούταν από μόνο ένα e-mail), και άρχισαν τις ερμηνείες επί ερμηνειών, παγιδευμένοι σε μια νομικίστικη προσέγγιση που θεωρούν ότι μπορεί να μαζέψει κάποιες εντυπώσεις υπέρ τους.
Για την ακολουθούμενη πολιτική μόνο κάποιες σκόρπιες φράσεις, που θάφτηκαν μέσα στον ορυμαγδό των καταγγελιών για τα Τέμπη. Και μάλιστα, όχι για το σημαντικότερο γεγονός, που είναι η ιδιωτικοποίηση, το πλιάτσικο και η εγκληματική εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου (αυτό καίει, γιατί έχουν και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ εγκληματικές ευθύνες), αλλά για τη συγκάλυψη εκ μέρους της κυβέρνησης. Το γνωστό «μπάζωμα», που αποτελεί ασφαλέστατα απόπειρα συγκάλυψης εγκληματικών ευθυνών, ήρθε να σκεπάσει το γεγονός ότι τα τρένα κυκλοφορούσαν σαν κάποιος να έπαιζε ρώσικη ρουλέτα με τα κεφάλια των επιβατών τους.
Και πού κατέληγε η συζήτηση; Να παραιτηθεί ο Μητσοτάκης και να κάνει εκλογές. Μιλώντας στο Mega, ο Ανδρουλάκης το είπε καθαρά: «Ο στόχος μας είναι η νίκη στις επόμενες εκλογές. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν νικήσει θα μείνει η ΝΔ. Το λέω απλά: μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να κερδίσει τη ΝΔ (…) Οσο φτάνουμε στις εκλογές, όλο και περισσότεροι Ελληνες θα το καταλαβαίνουν ότι ο μόνος τρόπος για να φύγει ο Μητσοτάκης και η ΝΔ είναι με νίκη του ΠΑΣΟΚ»!
Ποια πολιτική; Σημασία έχει να φύγει ο Μητσοτάκης και η ΝΔ και να έρθει το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και ο Ανδρουλάκης (άντε και με ολίγη από ΣΥΡΙΖΑ, αν δε βγαίνουν τα κουκιά). Οταν συγκυβέρνησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πρώτα στηρίζοντας την κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου και μετά συγκροτώντας κυβέρνηση Σαμαροβενιζελοκουβέληδων, η οποία αργότερα έγινε κυβέρνηση Σαμαροβενιζέλων, είχαν πρόχειρη τη δικαιολογία: έκτακτη κατάσταση, κρίση, Μνημόνια, κίνδυνος χρεοκοπίας, κίνδυνος εξόδου από το ευρώ και τα παρόμοια. Ο Ανδρουλάκης τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να χρειαστεί να ξανασυγκυβερνήσουν με τη ΝΔ, έστω και χωρίς τον Μητσοτάκη και με πρωθυπουργό κάποιον τρίτο.
Ομως, με τον κατακερματισμό που εμφανίζεται αυτή τη στιγμή, ως πιθανότερο αποτέλεσμα της κυβερνητικής αριθμητικές μετά τις επόμενες εκλογές φαίνεται ο «μεγάλος συνασπισμός», με ή χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Κύκλοι της κεφαλαιοκρατίας, που εκφράζονται μέσα από ισχυρούς μιντιάρχες, ήδη άρχισαν να δουλεύουν αυτή την ιδέα, δείχνοντας στην κατεύθυνση της Γερμανίας. Φυσικά, κανένα αστικό κόμμα εξουσίας δεν πρόκειται να αποδεχτεί αυτή την προοπτική προεκλογικά. Θα την απορρίπτουν μετά βδελυγμίας και θα ομνύουν στην αυτοδυναμία, επικαλούμενα τις γνωστές πολιτικές παπάρες. Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί ανήκουν σ’ αυτά που γίνονται χωρίς να λέγονται.
Δε χρειάζεται να προχωρήσουμε σε σεναριολογία για τις πιθανές εξελίξεις μέχρι τις επόμενες εκλογές. Μπορεί κανείς να κάνει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, και ως προς το πότε θα γίνουν οι εκλογές και ως προς το αποτέλεσμα που θα προκύψει και ως προς το επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Προσχωρώντας σ’ αυτή τη σεναριολογία, όμως, που έντεχνα υποδαυλίζουν τα αστικά μίντια και οι γνωστοί «πολιτικοί αναλυτές», θα έχουμε ήδη προσχωρήσει στο έδαφος του αντίπαλου, το στρωμμένο με το χοντρό χαλί του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.
Μπορεί μέσα από τις διαδικασίες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να προκύψει αλλαγή πολιτικής, λύσεις στα βασικά προβλήματα που ταλανίζουν τα εργατικά και εργαζόμενα στρώματα; H απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που συμπληρώνουν ότι «χρειάζεται η λαϊκή παρέμβαση». Την οποία, όμως, αντιλαμβάνονται σαν προεκλογικό συμπλήρωμα. Ακόμα και στο ζήτημα του εγκλήματος στα Τέμπη αυτό έδειξαν. Πλακώνονταν μεταξύ τους ποιος και πότε θα καταθέσει πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνηση, η οποία να συνδέεται με τα συλλαλητήρια. Και μετά, κάλεσαν σε δεύτερα και τρίτα συλλαλητήρια, εν γνώσει τους ότι αποκλείεται να συγκεντρώσουν τον ίδιο κόσμο, με μοναδικό σκοπό να τα μετατρέψουν σε εκδηλώσεις «λαϊκής αποδοχής της πρότασης δυσπιστίας».
Ολ’ αυτά, βέβαια, αποδυναμώνουν τον Μητσοτάκη και απονομιμοποιούν την κυβέρνησή του, δεν αποδυναμώνουν, όμως, ούτε απονομιμοποιούν το σύστημα. Η «λύση» αναζητείται μέσα από την κυβερνητική εναλλαγή, η οποία θα οδηγήσει –με απόλυτη βεβαιότητα– σε «μια από τα ίδια», αφού το πλαίσιο της εφαρμοστέας πολιτικής είναι αυστηρά καθορισμένο από την ιμπεριαλιστική επιτήρηση και δεν μπορεί να βγει έξω από το στενό κορσέ που έχει ράψει το σκληρό διευθυντήριο των Βρυξελλών.
Αυτή η πραγματικότητα έχει θολώσει (μέχρι σβήσει) τις διαχωριστικές γραμμές στη διαχείριση της αστικής εξουσίας, που χώριζαν κάποτε τα συντηρητικά αστικά κόμματα από τα σοσιαλδημοκρατικά αστικά κόμματα. Αυτός είναι ο λόγος που στη Γερμανία αρκεί ένα δεκαήμερο στα στελέχη της χριστιανοδημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας για να καταλήξουν σε ένα προσχέδιο κυβερνητικού προγράμματος. Το πλαίσιο πολιτικής είναι καθορισμένο, οπότε αρχίζει το παζάρι για μερικές διακοσμητικές πινελιές που το κάθε κόμμα θέλει να «πουλήσει» στην εκλογική του πελατεία. Δώσε μου αυτό, να σου δώσω το άλλο: κάπως έτσι γίνεται το παζάρι για τις πινελιές, καθώς η καταρχήν απόφαση για συγκυβέρνηση έχει ήδη ληφθεί.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργατικές και λαϊκές μάζες βυθίζονται ακόμα πιο βαθιά στο τέλμα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Κάθε αγώνας, επιμέρους ή συνολικός, θεωρείται χαμένη υπόθεση. Υπάρχουν κάποιες εκρήξεις λαϊκής οργής, όπως συμβαίνει με τις αντιδράσεις για το έγκλημα των Τεμπών, οι οποίες μπορούν να αφομοιωθούν από το σύστημα. «Τελειώνει» ο Μητσοτάκης, όχι το σύστημα. Η διάδοχη κατάσταση θα βρεθεί, σε κάθε περίπτωση. Το αστικό δόγμα «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά.
Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες
Το ζητούμενο είναι να χαραχτεί μια διακριτή διαχωριστική γραμμή με τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Το μείζον είναι να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται το μήνυμα: «τα προβλήματα δεν λύνονται με ψηφοφορίες, αλλά με αγώνες». Να αρχίσουν να διαμορφώνονται όροι ταξικής ανασύνταξης.
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
Επιτακτικό καθήκον η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης
Πολλοί μιλούν γι’ αγώνες. Και βέβαια πρέπει να υπάρξουν αγώνες, αλλιώς ο αντίπαλος θ’ αποθρασυνθεί ακόμη περισσότερο. Τι αγώνες, όμως; Σαν αυτούς που γνωρίσαμε μέχρι τώρα; Κάποιες εκρήξεις μπορεί να σταματήσουν την άγρια επέλαση των δυνάμεων του κεφάλαιου, δεν μπορούν, όμως, να μας πάνε παραπέρα.
Αλλά αυτή την περίοδο δεν έχουμε ούτε αυτές τις εκρήξεις. Οι πρωτοφανείς σε μαζικότητα διαδηλώσεις για το έγκλημα των Τεμπών δεν είχαν καν το χαρακτήρα της κοινωνικής έκρηξης. Αυτό δεν είναι προσπάθεια μείωσης της σπουδαιότητάς τους, αλλά διαπίστωση. Η βολονταριστική ερμηνεία και προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων είναι πολιτική αθλιότητα.
Η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει καταφέρει να διεκδικήσει γιατρικό για τις χαίνουσες πληγές της. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατεδαφίζει το δημόσιο σύστημα υγείας και δεν κουνιέται φύλλο. Τα ασφαλιστικά δικαιώματα έχουν περισταλεί στο μη παραπέρα και δεν κουνιέται φύλλο. Οι εκπαιδευτικοί που δίνουν έναν γενναίο αγώνα ενάντια στον επιθεωρητισμό (που έχει βαφτιστεί «αξιολόγηση») έχουν αφεθεί μόνοι σ’ αυτόν τον αγώνα, με αποτέλεσμα να έχει αποθρασυνθεί τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη που στην κατασταλτική της μανία προχώρησε στην πρώτη μετά την πτώση της χούντας δυνητική αργία εκπαιδευτικού.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι σήμερα δεν έχουμε επαρκείς αμυντικούς αγώνες. Πόσο μάλλον τους ανατρεπτικούς, εξεγερτικούς αγώνες που θα έβαζαν φρένο στην επέλαση του κεφάλαιου και θ’ άνοιγαν το δρόμο για να διεκδικήσουμε και να καταχτήσουμε την απαλλαγή από την καπιταλιστική σκλαβιά.
Τέτοιους αγώνες δεν μπορούν να δώσουν σκόρπια μπουλούκια, που μπορεί να τα διαχειριστεί στη συνέχεια και να τα εγκλωβίσει η αστική πολιτική με τα πολλά παρακλάδια (πολιτικά και συνδικαλιστικά) που διαθέτει, όπως γίνεται και με τις εκλογές και τις ψεύτικες ελπίδες που καλλιεργούνται. Τέτοιους αγώνες μπορεί να δώσει μόνο μια τάξη που έχει γνώση, έχει οργάνωση, έχει σχέδιο. Που ξέρει τι ζητά, γιατί το ζητά και πώς να το διεκδικήσει και να το κατακτήσει.
Για να δώσεις αγώνες ουσιαστικούς, πρέπει να έχεις πρόγραμμα και τακτική. Πρόγραμμα όχι μόνο για το πώς οραματίζεσαι την αυριανή, μη εκμεταλλευτική κοινωνία, αλλά και για άμεσες διεκδικήσεις μέσα στον καπιταλισμό. Για να ενώνεται η εργατική τάξη γύρω από ταξικές διεκδικήσεις και όχι από «διεκδικήσεις» που βάζουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εχει τεράστια σημασία η συσπείρωση γύρω από ένα ταξικό πολιτικό πρόγραμμα. Κι ακόμη, πρέπει να έχεις τακτική, που υπολογίζει το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων και σχεδιάζει τον αγώνα. Για να πάψει ο ταξικός αγώνας να έχει το χαρακτήρα είτε εκτονωτικών 24ωρων απεργιών, είτε περιοδικών εκρήξεων χωρίς συνέχεια.
Γι’ αυτό και το μεγάλο καθήκον των ημερών είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες. Οχι άλλη πολιτική ουράς στην πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οχι ψηφοφόροι του αστικού πολιτικού συστήματος, που ψηφίζουν πότε το ένα και πότε το άλλο κόμμα. Εργάτες οργανωμένοι πολιτικά στο δικό τους φορέα, σε ρήξη με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, ικανοί να αγωνίζονται για τα άμεσα και καθημερινά, ικανοί να αναθερμάνουν το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και να το κάνουν πράξη. Αλλιώς, θα μοιάζουμε με σύγχρονους Σίσυφους. Θα κυλάμε το βράχο στην ανηφόρα και θα τον βλέπουμε να ξανακατρακυλά στην αφετηρία.
Παράλληλα με τους αγώνες του σήμερα, που τόσο λείπουν, μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες, στην πρώτη γραμμή τους, πρέπει ν’ αρχίσουμε να χτίζουμε αυτή τη νέα συλλογικότητα, την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, με το πρόγραμμά της.
Κάθε καθυστέρηση σ’ αυτό το καθήκον βοηθάει το αστικό σύστημα εξουσίας ν’ ανασυντάσσεται, να αναδιατάσσει το πολιτικό του προσωπικό, να κερδίζει χρόνο, να παγιώνει την «κινεζοποίηση» που θα βαρύνει γενιές και γενιές. Κι όταν μπαίνει σε φάση σχετικής ανάκαμψης, να εξασφαλίζει τη διαιώνισή του με κάποια ψίχουλα.