Την ερώτηση την περίμενε και την απάντηση «δεν είμαι κωλοτούμπας» την είχε έτοιμη. Για μια ακόμη φορά, ο Μητσοτάκης ξεφτίλισε υπουργούς και στενούς συνεργάτες του (όπως ο Γεραπετρίτης και ο Οικονόμου), που επί τόσες μέρες ανακινούσαν ζήτημα εκ νέου αλλαγής του εκλογικού νόμου, ώστε να δίνει το παλιό μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα και να κατεβάζει τον πήχη της αυτοδυναμίας.
Τους είχε βάλει ο ίδιος να τροφοδοτούν αυτή τη συζήτηση, για να μπορέσει να εμφανιστεί στη ΔΕΘ σαν… μη κωλοτούμπας; ‘Η ακόμα ψάχνονταν και διαφωνούσαν μεταξύ τους για το «δέον γενέσθαι»; Ο,τι και να ισχύει, το μόνο βέβαιο είναι πως ειδικά ο Γεραπετρίτης και ο Οικονόμου δεν μιλούσαν ερήμην του Μητσοτάκη αλλά σε συνεννόηση μαζί του. Για το ποιόν πολιτικών που δέχονται να παίξουν το «λαγό» για να τους αδειάσει στο φινάλε ο αρχηγός τους δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα. Αλλωστε, ειδικά ο Γεραπετρίτης, ένας μικρομεσαίος τέως πασόκος, που εμφανίζεται και ως ο εμπνευστής του «επιτελικού κράτους», δεν είναι η πρώτη φορά που ξεφτιλίζεται, οπότε… ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Και τι κέρδισε ο Μητσοτάκης με το στομφώδες «δεν είμαι κωλοτούμπας»; Αναδείχτηκε στη συνείδηση των ψηφοφόρων σαν υπόδειγμα… θεσμικής στοχοπροσήλωσης και πολιτικής σταθερότητας; Ποιος; Αυτός που αποδεδειγμένα είχε βάλει την ΚΥΠ του να βυσματώσει πολιτικούς αντιπάλους του για να πληροφορείται τι σχεδιάζουν; Αυτός που ο Βενιζέλος τον περνάει πριονοκορδέλα, υποδεικνύοντάς τον ως πρότυπο υπερσυγκεντρωτικού και αυταρχικού πρωθυπουργού και ως ωμό παραβάτη σκληρών συνταγματικών προνοιών;
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μητσοτάκη μπορούν εύκολα να αποδείξουν πως το «δεν είμαι κωλοτούμπας» δεν είναι προϊόν θεσμικής στοχοπροσήλωσής του, αλλά αποτέλεσμα της πολιτικής αδυναμίας του: «Δικοί σου υπουργοί και στενοί συνεργάτες άνοιξαν και συντηρούσαν τη συζήτηση περί αύξησης του μπόνους, εμείς σας καταγγείλαμε και αναγκάστηκες να κάνεις πίσω».
Ο Μητσοτάκης δεν είχε κανένα περιθώριο να αλλάξει για δεύτερη φορά τον εκλογικό νόμο. Οπως σημειώσαμε και άλλη φορά, θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σχηματίσει κυβέρνηση. Εστησε, λοιπόν, ή του προέκυψε -το ίδιο κάνει- το σόου με φινάλε το «δεν είμαι κωλοτούμπας», μπας και τραβήξει την προσοχή σε άλλα θέματα. Μπας και φανεί δυνατός και σίγουρος για τη νίκη του.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο Μητσοτάκης είναι αναγκασμένος να αλλάξει τακτική λίγο πριν από τον τερματισμό της κυβερνητικής του θητείας. Κι όπου τον βγάλει.
Θυμηθείτε ότι ο Μητσοτάκης χρωστούσε στο ΚΙΝΑΛ της Φώφης, διότι δεν συντάχθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ στην απλή αναλογική, ώστε αυτή να πάρει τις αναγκαίες ψήφους για να εφαρμοστεί άμεσα, στις εκλογές του 2019. Η αρχική τακτική του ήταν η συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και έφτιαξε έναν εκλογικό νόμο με… λιγότερο ενισχυμένη αναλογική σε σχέση με το νόμο Παυλόπουλου, με τον οποίο έγιναν οι εκλογές το 2009, το 2012 (δύο φορές), το 2015 (δύο φορές) και το 2019. Εναν εκλογικό νόμο που δίνει λιγότερες (σε σχέση με τον προηγούμενο) έδρες στο πρώτο κόμμα και περισσότερες στα υπόλοιπα.
Υπήρξαν δεξιοί που τον κατηγόρησαν τότε ότι φέρθηκε απερίσκεπτα, κάνοντας παραχωρήσεις στο ΚΙΝΑΛ της Φώφης, προκειμένου να το κρατήσει στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Το κατάλαβε το 2021, όταν ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της συνεργασίας ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ-ΝΔ, ο Λοβέρδος, βγήκε τρίτος και καταϊδρωμένος στις εκλογές για πρόεδρο του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Τις δυο πρώτες θέσεις πήραν πολιτικοί προσανατολισμένοι στο αντι-δεξιό μέτωπο, ο Ανδρουλάκης (πολιτικό παιδί του πολύπειρου Σκανδαλίδη) και ο Γιωργάκης.
Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης αγωνιούσε για τις εσωτερικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και έβαλε να βυσματώσουν τον Ανδρουλάκη. Ο Ανδρουλάκης το πηγαίνει και παραπέρα. Μιλάει για απόπειρα εκβιασμού του. Οτι δηλαδή έψαχναν κάτι για να τον βάλουν στο χέρι και να τον εκβιάσουν. Τυχαίο είναι που ο ακροδεξιός Φαήλος Κρανιδιώτης (από κοντά η «ομάδα αλήθειας» της ΝΔ και η… έγκυρη Espresso) υπαινίχθηκε ότι «κάποιος πολιτικός» έχει κατηγορηθεί ότι κακοποιούσε τις συντρόφους του και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να έχει μούτρα να κάνει τον τιμητή για το σκάνδαλο των υποκλοπών;
Αν ο Μητσοτάκης είχε μια ελπίδα να τραβήξει το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ σε συνεργασία ή έστω να το απομακρύνει από κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών την έχασε. Οπότε είναι αναγκασμένος ν’ αλλάξει εκλογική τακτική. Ποια είναι η νέα τακτική; Πάση θυσία αυτοδυναμία σε δεύτερες εκλογές. Αυτό βέβαια προϋποθέτει πρωτιά της ΝΔ στις πρώτες εκλογές, που είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Με αντικατάσταση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, που περιλάμβανε και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, από τον δικομματισμό: ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ (το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ δεν μετράει γιατί… είναι ΣΥΡΙΖΑ). ‘Η, αλλιώς, όπως το είπε ο Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη: «Το δίλημμα Μητσοτάκης ή Τσίπρας είναι κάτι που το καταλαβαίνουν οι πολίτες». Θεωρεί ότι ο ίδιος υπερέχει του Τσίπρα και λόγω αυτής της υπεροχής θα πάρει τις εκλογές!
Κούνια που τον κούναγε. Αν πάμε μερικά χρόνια πίσω, το 2018-19, θα θυμηθούμε την εικόνα της απόλυτης υπεροχής του Τσίπρα έναντι του Μητσοτάκη, με τον οποίο υπήρχαν στιγμές στη Βουλή που κυριολεκτικά έσπαγε πλάκα. Την κατάληξη την ξέρουμε: εννιά πόντους στο κεφάλι τού έριξε ο Μητσοτάκης, δυο φορές μάλιστα, χώρια τις «αυτοδιοικητικές» εκλογές που σάρωσαν οι εκλεκτοί της ΝΔ.
Θα το ξαναπούμε: εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα ψηφίζουν αρνητικά. Υπάρχει μια κρίσιμη μάζα που δεν επιλέγει την αντιπολίτευση αλλά τιμωρεί την κυβέρνηση. Παρατηρώντας αυτή τη συμπεριφορά, οι λεγόμενοι «πολιτικοί αναλυτές» διατύπωσαν τη θεωρία του «ώριμου φρούτου»: η αντιπολίτευση περιμένει την απόλυτη φθορά της κυβέρνησης χωρίς να βιάζεται. Αυτό κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, έχει πλέον εν δυνάμει κυβερνητικό σύμμαχο το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, που ο Μητσοτάκης το έχασε. Συνειδητοποιώντας αυτή την απώλεια, σπεύδει να αλλάξει την τακτική του, επιτιθέμενος με σφοδρότητα στο ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και προσωπικά στον Ανδρουλάκη. Ηταν τόσο «ξαφνική» και απροκάλυπτη η σκληρή επίθεση στον Ανδρουλάκη και στο ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ από τη Θεσσαλονίκη, που δεν πέρασε απαρατήρητη από τον αστικό Τύπο. Ο Κούλης θύμισε απατημένο εραστή που δεν μπορεί να χωνέψει το «κέρατο».
«Αν όχι εμείς, τότε ποιοι;», ήταν μια ακόμη ατάκα που του έγραψε ο Βλαστάρης και την εκφώνησε με στόμφο από το βήμα του Βελλίδειου. Μ’ άλλα λόγια, όλοι σας και μόνος μου. Υπό το πρίσμα αυτής της λογικής, που διαπερνούσε σαν μαύρο νήμα και την ομιλία του και τη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ, αποδείχτηκαν εντελώς κούφια τα ανοίγματά του προς την «δεξιά», «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, την οποία με χοντροκομμένο τρόπο προσπάθησε να αντιπαραθέσει στον Ανδρουλάκη.
Αυτή η πτέρυγα, όμως, παρά τη βοήθεια που πήρε από… γαλάζιες δυνάμεις και από σύσσωμο το μιντιακό σύστημα, μόλις που κατάφερε να ξεπεράσει το ένα τέταρτο των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ (Λοβέρδος). Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι -τουλάχιστον η πλειοψηφία της- είναι διατεθειμένη να στηρίξει ΝΔ και Μητσοτάκη. Ο Βενιζέλος, για παράδειγμα, ο οιονεί ηγέτης αυτής της πτέρυγας, δεν πρόκειται να τσιμπήσει στις γλύκες που του έκανε ο Κούλης από τη Θεσσαλονίκη. Οπως δείχνουν οι πυκνές παρεμβάσεις του το τελευταίο διάστημα, έχει ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα και σχεδιάζει την επανάκαμψή του στην ενεργή αστική πολιτική κόντρα στον Μητσοτάκη. Μένει ο Σημίτης, που δεν έχει βγάλει λέξη από το στόμα του για τις υποκλοπές, μολονότι ο Μητσοτάκης βυσμάτωσε τον πρόεδρο του (υποτιθέμενου) κόμματός του. Τι βοήθεια, όμως, μπορεί να του προσφέρει ο Σημίτης στις παρούσες συνθήκες; Καμία απολύτως.
Γι’ αυτό και ο… κυβερνήτης Κούλης, ευρισκόμενος κυριολεκτικά σε vertigo, έκανε τη γκάφα να περιγράψει ένα σενάριο… αποστασίας βάσει του οποίου φιλοδοξεί να κυβερνήσει μετά τις δεύτερες εκλογές. Οταν σε λένε Μητσοτάκη, όμως, αποφεύγεις όπως ο διάβολος το λιβάνι κάθε αναφορά, ακόμη και υπαινιγμό, σε… προσέλκυση βουλευτών που θα έχουν εκλεγεί με άλλα κόμματα. Ο πατέρας του, μετά την ιστορική «αποστασία» του 1965, που τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή («Μητσοτάκη κάθαρμα» ήταν το σύνθημα που δονούσε την Ελλάδα τότε), το έκανε δεύτερη φορά το 1990, όταν του χρειαζόταν μία βουλευτική ψήφος για να σχηματίσει πλειοψηφία και πήρε τον περιβόητο Κατσίκη, τον μοναδικό βουλευτή που είχε εκλέξει η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου. Αν ο γιος δεν είχε πάθει vertigo από τις κωλοτούμπες στην τακτική, δε θα αποκάλυπτε ότι σχεδιάζει να επαναλάβει αυτό που συνοδεύει ως στίγμα τη φαμίλια του.
Δικό τους το παιχνίδι, δικά μας τα αδιέξοδα
«Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Aυτή είναι μια αγαπημένη φράση των αστών πολιτικών και δημοσιολόγων. Τελευταία δεν την ακούμε πολύ, γιατί το σύστημα δεν είχε πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμη και το 2012, που χρειάστηκε να γίνουν δύο εκλογές (Μάη και Ιούνη) δεν είχαμε κλίμα «ακυβερνησίας». Οι δεύτερες εκλογές ήταν το άλλοθι που χρειάζονταν ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης για να συμμαχήσουν εκλογικά με τον Σαμαρά, στο όνομα της «μη ακυβερνησίας». Κι όταν αποχώρησε από την κοινοπραξία ο κυρ-Φώτης, Σαμαράς και Βενιζέλος δεν είχαν πρόβλημα κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Από το 2012 πέρασαν δέκα χρόνια χωρίς να αμφισβητηθεί η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία (η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν έπεσε, αλλά πήγε υποχρεωτικά σε εκλογές, λόγω αδυναμίας εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας). Τώρα, ο Μητσοτάκης έβγαλε από την αποθήκη τον μπαμπούλα της «ακυβερνησίας». Αναμενόμενο από τη μεριά του, αφού με το κόλπο αυτό ευελπιστεί να τρομάξει δυσαρεστημένους «νοικουραίους», πείθοντάς τους να τον ξαναψηφίσουν! Να θυμόμαστε, όμως, ότι πρόβλημα «ακυβερνησίας», δηλαδή αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, ουδέποτε αντιμετώπισε το σύστημα στην Ελλάδα (για την Ευρώπη δεν το συζητάμε καν).
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το 1989-90, που εφαρμόστηκε ο περιβόητος νόμος Κουτσόγιωργα, ένας εκλογικός νόμος που πλησίαζε κάπως στην απλή αναλογική, με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου εκτιμούσε ότι θα σύρει τον τότε ενιαίο Συνασπισμό σε κυβερνητική συνεργασία μαζί του. Η εκτίμηση αποδείχτηκε λάθος: Φλωράκης και Κύρκος επέλεξαν να συμμαχήσουν με τον Μητσοτάκη πατέρα. Ο Μητσοτάκης, όμως, ήθελε αυτοδυναμία και πήγε σε εκλογές μέσα σε λίγους μήνες. Τζίφος και πάλι. Τότε, μολονότι είχαν στείλει τον Ανδρέα στο Ειδικό Δικαστήριο, συμμάχησαν εκλογικά μαζί του (τα πρακτικά των συζητήσεων, που έδωσε στη δημοσιότητα ο Σαρζτετάκης, ήταν σπαρταριστά ως προς την οικειότητα μεταξύ των Μητσοτάκη, Παπανδρέου και Φλωράκη) και έφτιαξαν την ονομασθείσα «οικουμενική κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Ζολώτα. Ο Μητσοτάκης, όμως, φλεγόταν να γίνει πρωθυπουργός και προκάλεσε νέες εκλογές σε μερικούς μήνες. Με πάνω από 47% εξέλεξε 150 βουλευτές, πήρε και τον Κατσίκη του και έφτιαξε αυτοδύναμη κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία.
Κίνδυνος «ακυβερνησίας» δεν υπάρχει, λοιπόν. Υπάρχει μόνο στην προπαγάνδα των αστικών κομμάτων, προκειμένου να ενισχύσουν το σκορ που θα καταγράψουν στις κάλπες. Το σύστημα έχει τον τρόπο να οδηγεί τα πράγματα στο σχηματισμό κυβέρνησης. Κάποιοι θα χάσουν, κάποιοι θα κερδίσουν (έτσι παίζεται το παιχνίδι), όμως το σύστημα θα παραμένει αλώβητο.
Ξέρετε πότε υπάρχει κίνδυνος ακυβερνησίας; Οταν το σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με λαϊκές εξεγέρσεις, που παραλύουν τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να κυβερνήσουν με την κρατική καταστολή. Δεν αναφερόμαστε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης (όταν οι «κάτω» δε θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν και οι «πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, για να θυμηθούμε τον Λένιν), αλλά σε συνθήκες εκρηκτικά αναπτυσσόμενου εργατικού και λαϊκού ριζοσπαστισμού, που διεκδικεί μαχητικά στους δρόμους, οδηγεί τις κυβερνήσεις σε παράλυση και μπορεί να αποσπάσει κατακτήσεις.