Με αναρτήσεις στο twitter, ο «Οδηγητής», όργανο της ΚΝΕ, κάλεσε προχθές (Τρίτη) σε συμμετοχή στη φοιτητική πορεία για τη δολοφονία του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη από τους μπάτσους. «Το σύστημά τους φτιάχνει κτήνη με στολή, στα κρατικά εγκλήματα καμία ανοχή!» και «Φτώχεια, βαρβαρότητα και καταστολή, το σύστημα της σήψης δολοφονεί!», έγραφαν οι αναρτήσεις.
Καμιά αντίρρηση από εμάς και στο κάλεσμα και στο περιεχόμενο των συνθημάτων. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως το πρώτο από τα συνθήματα είναι και πολιτικά εύστοχο, καθώς συνδέει ευθέως την εγκληματική αστυνομική δράση με το καπιταλιστικό σύστημα. Μόνο που την προηγούμενη ημέρα το κόμμα τους είχε ψηφίσει στη Βουλή υπέρ του χριστουγεννιάτικου μποναμά σε μπάτσους και λιμενόμπατσους.
Από την πλευρά μας, δεν μείναμε μόνο σε μια γενική καταγγελία. Παραθέσαμε mot-a-mot τι διημείφθη στη Βουλή και πώς τοποθετήθηκαν τα κόμματα στην τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στην προκλητική τοποθέτηση Θεοδωρικάκου. Αν δεν έχετε διαβάσει το άρθρο μας με τίτλο: Διακομματική συμφωνία για το 600άρι στους μπάτσους – Υπερψήφισε το ΚΚΕ, καταψήφισε μόνο το ΜέΡΑ25, παρακαλούμε να το κάνετε τώρα. Εχει σημασία να ξέρουμε τις ακριβείς τοποθετήσεις κάθε πολιτικού σχηματισμού.
Οι φοιτητές της ΠΚΣ είχαν χτες την ευκαιρία να «γευτούν» οι ίδιοι τις «περιποιήσεις» των μπάτσων, στην κινητοποίηση που οργάνωσαν φοιτητικοί σύλλογοι στο Καστρί, όπου συνεδρίαζε η σύνοδος πρυτάνεων.
Αν κρίνουμε και από την εκτίναξη της αναγνωσιμότητας του συγκεκριμένου θέματος στο ΚΟΝΤΡΑ-eksegersi.gr, πρέπει να υπήρξε συζήτηση στις γραμμές του Περισσού. Πολύς κόσμος εξοργίστηκε από τη θετική ψήφο του κόμματός του στο μπατσοεπίδομα. Γι’ αυτό και ο Δ. Κουτσούμπας αναγκάστηκε να τοποθετηθεί στο θέμα, σε ομιλία του σε χτεσινή κομματική εκδήλωση στον Ασπρόπυργο. Είπε συγκεκριμένα:
«Και επειδή πολλή συζήτηση έγινε για το επίδομα της κυβέρνησης στους ένστολους, η διαχρονική θέση του ΚΚΕ είναι ότι όλες αυτές οι ομάδες στο συγκεκριμένο σώμα, δεν δικαιούνται κανενός επιδόματος, ούτε καν μισθός δεν τους αξίζει να παίρνουν, γιατί δεν έχουν καμία θέση στην Ελληνική Αστυνομία. Είναι όνειδος και ντροπή! Πρέπει να καταργηθούν εδώ και τώρα! Ούτε βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι όσους και όσες εργάζονται στην Αστυνομία και σε άλλα Σώματα Ασφαλείας με αυτούς που εκπαιδεύονται απ’ το κράτος και τις κυβερνήσεις για να καταστέλλουν, να χτυπούν, να κυνηγούν το λαό και τη νεολαία, αλλά να είναι ανεκτικοί και κάποιοι μάλιστα και συνεργάτες με το οργανωμένο έγκλημα».
Παρατήρηση πρώτη: Στη Βουλή, ο Περισσός ψήφισε για να πάρουν το μπατσοεπίδομα και «αυτές οι ομάδες». Τις οποίες, πάντως, δεν ανέφερε συγκεκριμένα ο Δ. Κουτσούμπας, για να ξέρουμε ποιες εννοεί. Σίγουρα τα ΜΑΤ και τη ΔΕΛΤΑ. Τη ΔΙΑΣ; Την ΟΠΚΕ; Την Ασφάλεια; Την Αντιτρομοκρατική; Τι μένει αν αφαιρέσεις όλους αυτούς; Οι μπάτσοι στα γραφεία.
Παρατήρηση δεύτερη: Στη Βουλή, ο Κατσώτης, ειδικός αγορητής του Περισσού, δεν έκανε τέτοιο διαχωρισμό. Κάτι πήγε να πει μετά την προκλητική τοποθέτηση Θεοδωρικάκου (τα έχουμε παραθέσει όλα), όμως δεν ζήτησε κάποιο διαχωρισμό. Π.χ. να μην πάρουν το μπατσοεπίδομα «αυτές οι ομάδες». Και για να μην κοροϊδευόμαστε: ένα κόμμα που έχει τοποθέτηση σαν αυτή που έκανε ο Κουτσούμπας, δηλαδή του διαχωρισμού των «ομάδων» του αστυνομικού μηχανισμού, καταθέτει την τοποθέτησή του και ψηφίζει «παρών». Το ΚΚΕ, όμως, ψήφισε «ναι», που σημαίνει ότι ψήφισε να πάρουν το μπατσοεπίδομα και «αυτές οι ομάδες»!
Παρατήρηση τρίτη: Από άποψη αρχών, δεν μπορεί να γίνεται διαχωρισμός σε «καλές και κακές ομάδες» μέσα στον αστυνομικό μηχανισμό. Οχι μόνο επειδή υπάρχει κινητικότητα των μπάτσων από πόστο σε πόστο (ένας μπάτσος δεν επιλέγει πόστο, τοποθετείται σ’ αυτό και πότε είναι στα ΜΑΤ, πότε στην ΟΠΚΕ, πότε αναβαθμίζεται σε ασφαλίτη, ενώ συχνά επιλέγει «αυτές τις ομάδες», γιατί έχουν κάποια έξτρα επιδόματα ή επειδή δίνουν δυνατότητα «λαδώματος»), αλλά γιατί ο αστυνομικός μηχανισμός είναι ενιαίος και εξ ορισμού μηχανισμός καταστολής του αστικού κράτους. Εκτός αν πρέπει να ξεχάσουμε και τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος και την εμπειρία σχεδόν δύο αιώνων επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Και μην μας πει κανείς για τους μπάτσους που πέρασαν στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, γιατί αυτές ήταν οι εξαιρέσεις που επιβεβαίωσαν τον κανόνα. Ναι, ακόμη και σήμερα μπορείς να βρεις στην αστυνομία έντιμους ανθρώπους, όμως αυτό δεν αλλάζει το χαρακτήρα του κατασταλτικού μηχανισμού. Οπως ακριβώς βρίσκεις έντιμους ανθρώπους στα μίντια (μειοψηφία κι αυτοί), όμως αυτό δεν αλλάζει το χαρακτήρα, το ρόλο, την αποστολή της αστικής δημοσιογραφίας.
Πρόβλημα αντιμετώπισε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλιστα είχε υποστεί και το ευτράπελο του λάθους στην ηλεκτρονική ψηφοφορία, που τον εμφάνιζε να έχει ψηφίσει «όχι» στο μπατσοεπίδομα (ενώ στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής είχε ταχθεί σαφέστατα υπέρ του «ναι») και τον ανάγκασε να κάνει δημόσια δήλωση και να ζητήσει διόρθωση των πρακτικών, με την εξής δήλωση της εισηγήτριάς του Γ. Πούλου: «Σχετικά με την Τροπολογία 1516/139, που μεταξύ άλλων, αφορά και στην έκτακτη οικονομική ενίσχυση των 600 ευρώ στο ένστολο προσωπικό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, –που όπως δήλωσε ο κ. Θεοδωρικάκος, θα φορολογηθούν κατά τη δήλωση εισοδήματος 2022!– η ψήφος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι θετική, όπως αναλυτικά αναφερθήκαμε στις τοποθετήσεις μας χθες στην Ολομέλεια. Μάλιστα, διεκδικήσαμε και την επέκτασή της σε άλλους εργαζόμενους (Υπ. Εθνικής Άμυνας, Υπ. Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας, Υπ. Υγείας κ.α.). Στην ηλεκτρονική ψηφοφορία, εκ παραδρομής, αντιστράφηκε η ψήφος μας με την επόμενη Τροπολογία 1517/140 του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, την οποία καταψηφίζουμε. Η θετική ψήφος μας στην Τροπολογία 1516/139 έχει ήδη διευκρινιστεί στα Πρακτικά της Βουλής, έτσι όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό».
Δημοσιεύτηκε κείμενο με τίτλο: «Οχι στο όνομά μας», που υπογράφεται από 270 μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν το είδαμε δημοσιευμένο στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ, διατρέξαμε όμως τα ονόματα, είδαμε τους γνωστούς «δικαιωματιστές», δεν είδαμε όμως ούτε ένα/μία βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως δεν είδαμε τα «βαριά ονόματα» της «Ομπρέλας» και των «53+». Αντίθετα, είδαμε τον Τσακαλώτο να κάνει μια πολιτικά άθλια παρέμβαση στη Βουλή, παρακαλώντας και γλείφοντας τη Γκάγκα (τη Γκάγκα που πριν από μερικές μέρες εισηγήθηκε το νόμο-έκτρωμα για την ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ!) να επεκτείνει το επίδομα και στους υγειονομικούς και στους εκπαιδευτικούς!
Γράφουν οι 270: «Η ψήφιση του προεκλογικού επιδόματος εξαγοράς των ενστόλων, από δυνάμεις της Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΚΚΕ, είναι μια πράξη που προκαλεί αποστροφή και έντονο προβληματισμό στον κόσμο της Αριστεράς. Αφού την εμφανίζει να ταυτίζεται με απεχθείς και καταδικασμένες από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος όψεις του παλαιοκομματισμού, που καμιά σχέση δεν έχουν με την ταξική μεροληψία και την απαραίτητη ενίσχυση των πιο ευάλωτων στρωμάτων της κοινωνίας. Αντί να τεθεί όρος και προϋπόθεση να επεκταθεί το επίδομα σε μια σειρά από κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων κυρίως στο χώρο της υγείας και της εκπαίδευσης, μαζί με το θέμα της γενικότερης αύξησης των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε συνθήκες τρομακτικής μείωσης των εισοδημάτων, ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ και ΚΚΕ, ψήφισαν μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, το επίδομα που επιβραβεύει και παροτρύνει τους πραίτορες του κ. Θεοδωρικάκου και του κ. Μητσοτάκη, να εκτελούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το έργο της καταστολής και του αυταρχισμού».
Και καταλήγουν με τα κλασικά ευρωρεβιζιονιστικά περί της δυνατότητας να υπάρξει… «δημοκρατική αστυνομία» στο αστικό κράτος: «Αντί για μια δημοκρατική Αστυνομία στην υπηρεσία του Πολίτη, η ΝΔ υποθάλπει και ανέχεται μια Αστυνομία με συμπεριφορές ακραία αυταρχικές και αναίτια επιθετικές». Δεν έχει κανένα νόημα να υπενθυμίσουμε σε συριζαίους, έστω και «δικαιωματιστές», την κλασική τοποθέτηση του Μαρξ και του Λένιν για την ανάγκη συντριβής του αστικού κρατικού μηχανισμού και όχι εκδημοκρατισμού του, όπως έλεγαν οι μικροαστοί οπορτουνιστές.
Εχει νόημα, όμως, να παραθέσουμε τη χτεσινή παρέμβαση του Τσακαλώτου και την απάντηση της Γκάγκα, όπως καταγράφηκαν στα πρακτικά της Βουλής, γιατί βλέπει κανείς εκεί όλη τη συριζαίικη αγυρτεία: για να σβήσουν τη ντροπή τους από την υπερψήφιση του μπατσοεπιδόματος, θα καταθέσουν τροπολογία για επέκταση σε υγειονομικούς και εκπαιδευτικούς, για να εκθέσουν τάχα τη ΝΔ που θα την καταψηφίσει. Πότε θα την καταθέσουν; Με τον καινούργιο χρόνο μάλλον! Αλήθεια, γιατί δεν κατέθεσαν αυτή την τροπολογία τη μέρα που γινόταν συζήτηση για το μπατσοεπίδομα;
tsakalotos_Gaga_14-12-22Η θεωρία του μαρξισμού για το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του
Και… ολίγος Λένιν, ως έναυσμα για την καταφυγή στη θεωρία του μαρξισμού για το κράτος γενικά, για το αστικό κράτος ειδικότερα και την αναγκαιότητα της συντριβής του από την προλεταριακή επανάσταση:
Β.Ι. Λένιν: Κράτος κι Επανάσταση
Κεφάλαιο 2: Η πείρα του 1848-1851
1. ΟΙ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Τα πρώτα συγγράμματα του ώριμου μαρξισμού, η «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αναφέρονται ακριβώς στις παραμονές της επανάστασης του 1848. Για το λόγο αυτό, δίπλα στην έκθεση των γενικών βάσεων του μαρξισμού, έχουμε, εδώ ως ένα βαθμό και το καθρέφτισμα της τοτινης συγκεκριμένης επαναστατικής κατάστασης, και γι’ αυτό θα είναι ίσως πιο σκόπιμο να δούμε τι λένε οι συγγραφείς αυτών των έργων για το κράτος αμέσως πριν βγάλουν τα συμπεράσματα τους από την πείρα του 1848-1851
… «Στην πορεία της εξέλιξης – γράφει ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» – η εργατική τάξη θα βάλει στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας μιαν ένωση, που αποκλείει τις τάξεις και την αντίθεση τους, και δε θα υπάρχει πια καμιά καθαυτό πολιτική εξουσία, γιατί ακριβώς η πολιτική εξουσία είναι η επίσημη έκφραση της ταξικής αντίθεσης μέσα στην αστική κοινωνία» (σελ. 182 της γερμ. έκδ, του 1885).
Είναι διδακτικό μ’ αυτή τη γενική διατύπωση της σκέψης για την εξαφάνιση του κράτους ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων να παραβάλουμε όσα έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκέλς λίγους μήνες αργότερα -και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1847- στο «Κομμουνιστικό Μανιφεστο»:
… «Χαράζοντας τις πιο γενικές φάσεις της εξέλιξης του προλεταριάτου, παρακολουθήσαμε τον λίγο-πολύ κρυφό εμφύλιο πόλεμο μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, ίσαμε το σημείο που ο πόλεμος αυτός ξεσπάει σε ανοιχτή επανάσταση, και το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την κυριαρχία του με το βίαιο γκρέμισμα της αστικής τάξης» …
«Είδαμε κιόλας πιο πάνω, ότι το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η μετατροπή» (επι λέξη: η ανύψωση) «του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας».
«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν’ αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου, και για να αυξήσει όσο μπορεί πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 31 και 37 της 7ης γερμ. έκδ. του 1906).
Εδώ βλέπουμε να διατυπώνεται μια από τις πιο αξιόλογες και πιο σπουδαίες ιδέες του μαρξισμού στο ζήτημα του κράτους, και συγκεκριμένα η ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (όπως άρχισαν να εκφράζονται ο Μαρξ κι ό Ένγκελς ύστερα από την Παρισινή Κομμούνα), και κατόπιν ό εξαιρετικά ενδιαφέρον ορισμός του κράτους, που κι αυτός ανήκει στα «λησμονημένα λόγια» του μαρξισμού. «Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Ο ορισμός αυτός του κράτους όχι μόνο δεν έχει εξηγηθεί ποτέ στην κυριαρχούσα προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλoλογία των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Κάτι παραπάνω. Ίσα-ίσα λησμονήθηκε, γιατί είναι εντελώς ασυμβίβαστος με το ρεφορμισμό, γιατί χτυπάει κατάμουτρα τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές προλήψεις και τις μικροαστικές αυταπάτες σχετικά με την «ειρηνικη εξέλιξη της δημοκρατίας».
Στο προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος – αυτό το επαναλαβαίνουν όλοι οι οπορτουνιστές, οι σοσιαλσωβινιστές και οι καουτσκιστές, βεβαιώνοντας πως τέτοια είναι η διδασκαλία του Μαρξ και “λησμονώντας” να προσθέσουν ότι, πρώτο, κατά τον Μαρξ, στο προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος που απονεκρώνεται, δηλαδή έτσι συγκροτημένο, που ν’ αρχίσει αμέσως ν’ απονεκρώνεται και που να μην μπορεί παρά ν’ απονεκρώνεται. Και δεύτερο, οι εργαζόμενοι χρειάζονται το «κράτος», «δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Το κράτος είναι ιδιαίτερη οργάνωση δύναμης, είναι η οργάνωση της βίας για την καταπίεση κάποιας τάξης. Και ποιά τάξη πρέπει να καταπιέζεται από το προλεταριάτο; Φυσικά, μόνο η τάξη των εκμεταλλευτών, δηλαδή η αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται το κράτος μόνο για να καταπνίγουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών, και μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να κατευθύνει αυτή την κατάπνιξη, να την πραγματοποιεί, γιατί είναι η μοναδική ίσαμε το τέλος επαναστατική τάξη, η μοναδική τάξη που είναι ικανή να συνενώσει όλους τους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους στην πάλη ενάντια στην αστική τάξη, για τον ολοκληρωτικό παραμερισμό της.
Οι εκμεταλλεύτριες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να διατηρούν την εκμετάλλευση, δηλαδή για τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας μηδαμινής μειοψηφίας, ενάντια στην τεράστια πλειοψηφία του λαού. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις χρειάζονται την πολίτικη κυριαρχία για να εξαλείψουν ολοκληρωτικά κάθε εκμετάλλευση, δηλαδή για τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού, ενάντια στη μηδαμινή μειοψηφία των σύγχρονων δουλοχτητών, δηλαδή των τσιφλικάδων και των κεφαλαιoκρατών.
Οι μικροαστοί δημοκράτες, αστοί οι δήθεν σοσιαλιστές, που αντικατάστησαν τον ταξικό αγώνα με ονειροπολήματα για την ομοφωνία των τάξεων, φαντάστηκαν με ονειροπόλο τρόπο και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όχι σαν ανατροπή της κυριαρχίας της εκμεταλλεύτριας τάξης, αλλά σαν ειρηνική υποταγή της μειoψηφίας στην πλειοψηφία που ένιωσε τα καθήκοντα της. Αυτή η μικροαστική ουτοπία, που συνδέεται αδιάσπαστα με την αναγνώριση του υπερταξικού κράτους, στην πράξη οδηγούσε στη προδοσία των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων, όπως το έδειξε λ.χ. η ιστορία των γαλλικών επαναστάσεων του 1848 και 1871, όπως το έδειξε η πείρα της σοσιαλιστικης συμμέτοχης στις αστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και στις αρχές του ΧΧ αιώνα.
Ο Μαρξ σ’ όλη του τη ζωή πάλαιβε ενάντια σ’ αυτό τον μικροαστικό σοσιαλισμό, που τον ανασταίνουν σήμερα στη Ρωσία τα κόμματα των εσέρων και μενσεβίκων. Τη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων ο Μαρξ την ανάπτυξε με συνέπεια ως τη διδασκαλία, για την πολίτικη εξουσία, για το κράτος.
Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί ν’ ανατραπεί μόνον από το προλεταριάτο, σαν ιδιαίτερη τάξη, που οι οικονομικοί όροι της ύπαρξης του το προετοιμάζουν γι’ αυτή την ανατροπή, του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να την πραγματοποιήσει. Ενώ η αστική τάξη, από τη μια μεριά, κομματιάζει, σκορπίζει την αγροτιά και όλα τα μικροαστικά στρώματα, από την άλλη, συσπειρώνει, συνενώνει, οργανώνει το προλεταριάτο. Mόνο το προλεταριάτο είναι ικανό -χάρη στον οικονομικό του ρόλο στη μεγάλη παραγωγή- να είναι ο ηγεμόνας όλων τον εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών, που η αστική τάξη τις εκμεταλλεύεται, τις κρατάει στο ζυγό, τις πιέζει συχνά όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο από τους προλετάριους, μα που δεν είναι ικανές να διεξάγουν έναν αυτοτελή αγώνα για την απελευθέρωση τους.
Η διδασκαλία για την πάλη τον τάξεων, που την εφάρμοσε ο Μαρξ στο ζήτημα του κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναγκαστικά στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή της εξουσίας, που δεν τη μοιράζεται με κανένα και που στηρίζεται άμεσα στην ένοπλη δύναμη των μαζών. Η ανατροπή της αστικής τάξης μπορεί να πραγματοτοιηθεί μόνο με τη μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ικανή να καταπνίξει την αναπότρεπτη, απεγνωσμένη αντισταση της αστικής τάξης και να οργανώσει όλες τις εργαζόμενες κι εκμεταλλευόμενες μάζας για το νέο τρόπο συγκρότησης της οικονομίας.
Το προλεταριάτο χρειάζεται την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωτική οργάνωση της δύναμης, την οργάνωση της βίας και για την κατάπνιξη της αντίστασης τον εκμεταλλευτών και για την καθοδήγηση της τεράστιας μάζας τος πληθυσμού, της αγροτιάς, τον μικροαστών, τον μισοπρολετάριων για «να στρώσει» τη σoσιαλιστική οικονομία.
Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη. Αντίθετα, στο εργατικό κόμμα ο κυρίαρχος σήμερα οπορτουνισμός διαπαιδαγωγεί τους εκπροσώπους των πιο καλοπληρωμένων εργατών που ξεκόβουν από τη μάζα, που «βολεύονται» υποφερτά στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, πού πουλάνε τα πρωτοτόκια τους αντί πινακίου φακής, δηλαδή πού παραιτούνται από το ρόλο τον επαναστατών αρχηγών του λαού ενάντια στην αστική τάξη.
«Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταιριάτο», – αυτή η θεωρία του Μαρξ συνδέεται αδιάσπαστα με ολόκληρη τη διδασκαλία του για τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου στην ιστορία. Η ολοκλήρωση αυτού του ρόλου είναι η πρoλεταριακή δικτατορια, η πολιτική κυριαρχία του προλεταριάτου.
Αν όμως το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος, σαν ιδιαίτερη οργάνωση βίας ενάντια στην αστική τάξη, τότε από δω βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα: είναι άραγε νοητή η δημιουργία μιας τέτοιας οργάνωσης χωρίς την προκαταβολική καταστροφή, χωρίς την συντριβή της κρατικής μηχανής, που δημιούργησε για τον εαυτό της η αστική τάξη; Σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί άμεσα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και γι’αυτό το συμπέρασμα μιλάει ο Μαρξ, όταν συνοψίζει τα πορίσματα από την πείρα της επανάστασης του 1848 – 1851.
2. ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σχετικά με το ζήτημα του κράτους, που μας ενδιαφέρει, ο Μαρξ συνοψίζει τα πορίσματα της επανάστασης του 1848 – 1851 στον ακόλουθο συλλογισμό του έργου του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:
… «Η επανάσταση όμως είναι ριζική. Βρίσκεται ακόμα στο ταξίδι της μέσα από το καθαρτήριο πυρ. Εκτελεί μεθοδικά το έργο της. Ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851» (τη μέρα που ο, Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπημα του) «είχε τελειώσει τη μισή προπαρασκευαστική της δαυλιά και τώρα τελειώνει την άλλη μισή. Ολοκληρώνει πρώτα την κοινοβουλευτική εξουσία, για να μπορεί να την ανατρέψει. Και τώρα που το έχει κατορθώσει αυτό, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην πιο καθαρή της έκφραση, την απομονώνει, τη βάζει απέναντι της σαν μοναδικό στόχο για να σνγκεντρώσει πάνω της όλες τις δυνάμεις καταστροφής» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Κι όταν θα έχει εκτελέσει το δεύτερο μισό της προπαρασκευαστικής της δουλιας, η Ευρώπη θ’ αναπηδήσει από τη θέση της και θ’ αλαλάξει: καλά έσκαψες, γερο – τυφλοπόντικα!
Αυτή η εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειoκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, με τον εκτεταμένο και τεχνητό κρατικό της μηχανισμό, με μια στρατιά από μισό εκατομμύριο υπαλλήλους, δίπλα σ’ ένα στρατό από άλλο μισό εκατομμύριο, αυτό το τρομαχτικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το κορμί της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της, γεννήθηκε στις μέρες της απόλυτης μοναρχίας, τον καιρό της παρακμής του φεουδαρχικού καθεστώτος, και συνετέλεσε στην επιτάχυνση της παρακμής του». Η πρώτη γαλλική επανάσταση ανάπτυξε το συγκεντρωτισμό, «ταυτόχρονα όμως ανάπτυξε την έκταση, τις αρμοδιότητες και τους παραστάτες της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Ναπολέων ολοκλήρωσε αυτή την κρατική μηχανή». Η νομιμόφρονη μοναρχία και η μοναρχία του Ιούλη «δεν προσθέσανε τίποτα σ’ αυτή τη μηχανή, εκτός από ένα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας»…
… «Τέλος, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε στην ανάγκη, μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίσουν» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Τα κόμματα, που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία, θεωρούσαν την απόχτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος σαν την κυριότερη λεία του νικητή» («Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 98 – 99, 4η έκδ., Αμβούργο, 1907).
Με τον περίφημο αυτό συλλογισμό ο μαρξισμός κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος σε σύγκριση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Εκεί το ζήτημα του κράτους τίθεται ακόμα άκρως αφηρημένα, με τις πιο γενικές έννοιες και εκφράσεις. Εδώ το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα, και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι εξαιρετικά ακριβολογημένο, καθορισμένο, πραχτικά χειροπιαστό: όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική, μηχανή, ενώ πρέπει να σπάσει, να τσακιστεί.
Το συμπέρασμα τούτο είναι το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος. Και αυτό ακριβώς το βασικό δεν έχει μόνο ολότελα λησμονηθεί από τα κυρίαρχα επίσημα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μα και έχει άμεσα διαστρεβλωθεί (όπως θα δούμε πιο κάτω) από τον πιο επιφανή θεωρητικό της ΙΙ Διεθνούς Κ. Κάουτσκι.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» συνοψίζονται τα γενικά πορίσματα της ιστορίας, που μας υποχρεώνουν να βλέπουμε στο κράτος ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συμπέρασμα, πως το προλεταριάτο δεν μπορεί ν’ ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να καταχτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποχτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο «οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, προλεταριάτο», και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αμέσως μετά τη νίκη του θ’ αρχίσει ν’ απονεκρώνεται, γιατί σε μια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις το κράτος δε χρειάζεται και δεν μπορεί να υπάρχει. Εδώ δεν τίθεται το ζήτημα τι λογής πρέπει – από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης – να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό.
Αυτό το ζήτημα ο Μαρξ το θέτει και το λύνει μόνο το 1852. Πιστός στη φιλοσοφία του του διαλεκτικού υλισμού, ο Μαρξ παίρνει για βάση την ιστορική πείρα των μεγάλων χρόνων της επανάστασης του 1848- 1851. Και δω η διδασκαλία του Μαρξ – όπως πάντα – αποτελεί συνόψιση πείρας, φωτισμένης με βαθιά φιλοσοφική κοσμοθεώρηση και πλούσια γνώση της Ιστορίας.
Το ζήτημα του κράτους τίθεται συγκεκριμένα : πώς γεννήθηκε ιστορικά το αστικό κράτος, η απαραίτητη για την κυριαρχία της αστικής ταξης κρατική μηχανή; ποιες είναι οι αλλαγές της, ποια η εξέλιξη της στην πορεία των αστικών επαναστάσεων και μπροστά στις ανεξάρτητες εκδηλώσεις των καταπιεζόμενων ταξεων; ποια τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε σχέση μ’ αυτή την κρατική μηχανή;
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, εμφανίστηκε την εποχή της παρακμής του απολυταρχισμού. Δυο είναι οι πιο χαρακτηριστικοί γι’ αυτή την κρατική μηχανή θεσμοί: η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός. Στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς γίνεται πολλές φορές λόγος για το πώς χιλιάδες νήματα συνδέουν αυτούς τους θεσμούς ακριβώς με την αστική τάξη. Η πείρα του κάθε εργάτη διασαφηνίζει αυτό το δεσμό με εξαιρετικά παραστατικό και επιβλητικό τρόπο. Η εργατικη τάξη μαθαίνει πάνω στο πετσί της να διακρίνει αυτό το δεσμό – να γιατί κατανοεί τόσο εύκολα και αφομοιώνει τόσο γερά την επιστήμη για το αναπόφευκτο αυτού του δεσμού, την επιστήμη, που οι μικροαστοί δημοκράτες είτε την αρνούνται από αμορφωσιά και επιπολαιότητα, είτε με ακόμα μεγαλύτερη επιπολαιότητα την παραδέχονται «γενικά», ξεχνώντας να βγαλουν τ’ αντίστοιχα πραχτικά συμπεράσματα.
Η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός είναι ένα «παράσιτο» πάνω στο κορμί της αστικής κοινωνίας, παράσιτο, που γεννήθηκε από τις εσωτερικές αντιφασεις που σπαράζουν αυτή την κοινωνία, και συγκεκριμένα, παράσιτο, που «φράζει» τους ζωτικούς πόρους. Ο καουτσκικός οπορτουνισμός, που κυριαρχεί σήμερα στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, θεωρεί σαν ειδικό και αποκλειστικό γνώρισμα του αναρχισμού την άποψη ότι το κράτος είναι παρασιτικός οργανισμός. Φυσικά αυτή η διαστρέβλωση του μαρξισμού συμφέρει εξαιρετικά στους μικροαστούς εκείνους, που έφεραν το σοσιαλισμό στο ανήκουστο αίσχος να δικαιολογεί και να εξωραΐζει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εφαρμόζοντας σ’ αυτόν την έννοια της «υπεράσπισης της πατρίδας», ωστόσο όμως πρόκειται για αναμφισβήτητη διαστρέβλωση.
Μέσα απ’ όλες τις αστικές επαναστάσεις, που τόσο πολλές γνώρισε η Ευρώπη από τον καιρό της πτώσης της φεουδαρχίας, προχωρεί η εξέλιξη, η τελειοποίηση, το δυνάμωμα αυτού του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερα, ίσα – ίσα η μικροαστική τάξη είναι εκείνη που τραβιέται προς το μέρος της μεγαλοαστικής τάξης και σε σημαντικό βαθμό υποτάσσεται σ’ αυτήν μέσω αυτού του μηχανισμού, που προσφέρει στ’ ανώτερα στρώματα της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των έμπορων κ.α. σχετικά βολικές, ήσυχες και τιμητικές θεσούλες, που τοποθέτουν τους κατόχους τους πάνω από το λαό. Πάρτε αυτό που έγινε στη Ρωσία μέσα σ’ ένα εξάμηνο ύστερα από τις 27 του Φλεβάρη 1917: οι δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, που πρώτα δίνονταν κατά προτίμηση στους μαυροεκατονταρχίτες, έγιναν αντικείμενο λείας των καντέτων, των μενσεβίκων και των εσέρων. Στην ουσία δε σκέφτονται να κάνουν κανενός είδους σοβαρές μέταρυθμίσεις, που πάσχιζαν να τις αναβάλουν «ίσαμε τη Συντακτική Συνέλευση» – και τη Συντακτική Συνέλευση να την αναβάλουν λίγο-λίγο ίσαμε το τέλος του πολέμου. Δεν αργούσαν όμως και δεν περίμεναν καμιά Συντακτική Συνέλευση για το μοίρασμα της λείας, για την κατάληψη των θέσεων των υπουργών, των υφυπουργών, των γενικών διοικητών κλπ. κλπ.! Το παιχνίδι των συνδυασμών για τη σύνθεση της κυβέρνησης στην ουσία δεν εκφραζε παρά αυτό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της «λείας», που γινόταν και από τα πάνω και από τα κάτω, σ’ όλη τη χώρα, σ’ ολόκληρη την κεντρική και τοπική διοίκηση. Το αποτέλεσμα, το αντικειμενικό αποτέλεσμα του εξαμήνου 27 του Φλεβάρη – 27 του Αυγούστου 1917 είναι αναμφισβήτητο: οι μεταρυθμίσεις αναβλήθηκαν, το μοίρασμα των δημοσιοϋπαλληλικών θέσεων έχει γίνει, και τα «λάθη» του μοιράσματος έχουν διορθωθεί με μερικά ξαναμοιράσματα.
Μα όσο πιο πολλά «ξαναμοιράσματα» γίνονται στον υπαλληλοκρατικό μηχανισμό ανάμεσα στα διάφορα αστικά και μικροαστικά κόμματα (ανάμεσα στους καντέτους, τους εσέρους και τους μενσεβίκους, για να πάρουμε το ρωσικό παράδειγμα), τόσο πιο φανερή γίνεται για τις καταπιεζόμενες τάξεις και για το προλεταριάτο, που βρίσκεται επικεφαλής τους, η ασυμφιλίωτη έχθρα τους προς όλη την αστική κανωνία. Από δω πηγάζει η ανάγκη για όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα και για τα πιο δημοκρατικά, μαζί και για τα «επαναστατικά – δημοκρατικά», να δυναμώνουν τις καταπιέσεις εναντία στο επαναστατικό προλεταριάτο, να στεριώνουν τον καταπιεστικό μηχανισμό, δηλαδή την ίδια την κρατική μηχανή. Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση «να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή, την καταστροφή της.
Δεν είναι οι λογικοί συλλογισμοί, αλλά η πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, η ζωντανή πείρα του 1848- 1851 πού οδήγησαν στην τέτοια τοποθέτηση του προβλήματος. Πόσο αυστηρά κρατιέται ο Μαρξ στην πραγματική βάση της ιστορικής πείρας – φαίνεται από το γεγονός ότι το 1852 δε θέτει ακόμα συγκεκριμένα το ζήτημα με τι πρέπει ν’ αντικατασταθεί αυτή η κρατική μηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Η πείρα δεν πρόσφερνε ακόμα τότε στοιχεία για ένα τέτοιο πρόβλημα, που η ιστορία το έθεσε στην ημερήσια διάταξη αργότερα, το 1871. Το 1852 μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με την ακρίβεια φυσικοίστορίκης παρατήρησης μόνον ότι η προλεταριακή επανάσταση πλησίασε άμεσα στο καθήκον «να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, στο καθήκον «να τσακίσει» την κρατική μηχανή.
Εδώ μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα: είναι άραγε σωστή η γενίκευση της πείρας, των παρατηρήσεων και των συμπερασμαάτων του Μαρξ, η μεταφορά τους σε πεδίο πλατύτερο από την ιστορία της Γαλλίας στην τριετία 1848- 1851; Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα θα θυμίσουμε πρώτα μια παρατήρηση του Ένγκελς και κατόπι θα περάσουμε στα πραγματικά δεδομένα.
… «Η Γαλλία – έγραφε ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης της «18ης Μπρυμαίρ» – είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ιστορικοί ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη, όπου συνεπώς διαγράφονται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, που μέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ’ αποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο μεσαίωνα, υποδειγματική χώρα της ενιαίας μοναρχίας των προνομιούχων τάξεων ύστερα από την Αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη μεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισμό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης με τέτοια κλασική μορφή που δεν την έφτασε καμιά άλλη ευρωπαική χώρα. Και ο αγώνας του προλεταριάτου, που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, εκδηλώνεται εδώ με τόσο οξεία μορφή, που είναι άγνωστη σε άλλες χώρες» (σελ. 4 της έκδ. του 1907).
Η τελευταία παρατήρηση έχει παλιώσει, εφόσον από το 1871 και δω σημειώθηκε μια διακοπή στον επαναστατικό αγώνα του γαλλικού προλεταριάτου, μ’ όλο που, όσο μακρόχρονη κι αν είναι αυτή η διακοπή, δεν αποκλείει διόλου την πιθανότητα στην επικείμενη προλεταριακή επανάσταση η Γαλλία να δείξει πως είναι η κλασική χώρα της πάλης των τάξεων ίσαμε το αποφασιστικό τέλος.
Ας ρίξουμε όμως μια γενική ματιά στην ιστορία των προχωρημένων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και τις αρχές του ΧΧ αιώνα. Θα δούμε ότι συντελούνταν πιο αργά, πιο ποικιλόμορφα, πάνω σε πολύ πιο πλατιά κονίστρα το ίδιο προτσες: από τη μια μεριά, η συμπλήρωση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» τόσο στις δημοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αμερική, Ελβετία), όσο και στις μοναρχικές (Αγγλία, Γερμανία ως ένα βαθμό, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες κ.ά.), κι από την άλλη, η πάλη για την εξουσία των διάφορων αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που μοιράζονταν και ξαναμοιράζονταν τη «λεία» των δημοσιουπαλληλικών θέσεων, χωρίς ν’ αλλάζουν τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος, τέλος, η τελειοποίηση και το δυνάμωμα της «εκτελεστικής εξουσίας» του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της.
Δε χωράει καμιά αμφιβολία πώς όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά όλης της νεότερης εξέλιξης των κεφαλαιοκρατικών κρατών γενικά. Στα τρία χρόνια 1848 – 1851 η Γαλλία παρουσίασε με γοργό, έντονο συγκεντρωτικό τρόπο τα ίδια προτσές εξέλιξης που χαρακτηρίζουν όλο τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο.
Ιδίως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων κεφαλαιοκρατικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικό – μονοπωλιακό καπιταλισμό, παρουσιάζει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της «κρατικής μηχανής», μιαν ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των καταπιέσεων εναντία στο προλεταριάτο τόσο στις μοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες, δημοκρατικές χώρες.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια ιστορία πλησιάζει τώρα, σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα από το 1852, στη «συγκέντρωση όλων των δυνάμεων» της προλεταριακής επανάστασης για την «καταστροφή» της κρατικής μηχανής.
Με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο, στο ζήτημα αυτό έδωσε διδαχτικότατο υλικό η Παρισινή Κομμούνα.