Στις 23 Ιούλη, δημοσιεύσαμε άρθρο έρευνας με τίτλο: Ιδού η εγκληματική οργάνωση του ΟΠΕΚΕΠΕ (ντοκουμέντα). Στο άρθρο αυτό σημειώναμε μεταξύ των άλλων:
Η συνένωση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όλων των εκκρεμών δικογραφιών και των δικαστικών αποφάσεων σε μία μεγάλη δικογραφία για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, με την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, είναι η μοναδική λύση για την αποκάλυψη αυτού του σκανδάλου.
Ο σ. Γεράσιμος Λιόντος, που υπέγραφε το άρθρο και πραγματοποιεί εδώ και καιρό έρευνα για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την εγκληματική οργάνωση που βρίσκεται πίσω απ’ αυτό, έστειλε με e-mail το άρθρο και στους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς (ΕΕΕ), όπως είχε κάνει και με τα προηγούμενα σχετικά άρθρα έρευνας γι’ αυτό το δυσώδες σκάνδαλο.
Αυθημερόν, λάβαμε από το Γραφείο των ΕΕΕ απάντηση, ένδειξη του ότι το συγκεκριμένο άρθρο μας αντιμετωπίστηκε διαφορετικά από τα προηγούμενα. Οι ΕΕΕ δεν έλαβαν απλά γνώση του άρθρου, αλλά αυτή τη φορά έκριναν ότι οφείλουν να απαντήσουν. Η απάντηση υπογράφεται από την ΕΕΕ, εισαγγελέα Πρωτοδικών Θωμαή Εμμανουηλίδου, και είναι η εξής:
Αρ.Πρωτ.2137_2025_ΕΞ_Λιόντος_Ενημέρωση για διαβίβαση Ρ.1348_2025_Εμμανουηλίδου
Γιατί οι ΕΕΕ απάντησαν στο εν λόγω άρθρο μας, το οποίο θεώρησαν αναφορά; Είναι προφανές ότι παρακινήθηκαν από τη θέση μας ότι οι ΕΕΕ οφείλουν να συνενώσουν όλες τις εκκρεμείς δικογραφίες και τις μέχρι στιγμής εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις σε μια μεγάλη δικογραφία για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και να ασκήσουν δίωξη για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, όπως συνέβη με τη δικογραφία για τη νεοναζιστική εγκληματική συμμορία της ΧΑ.
Εκριναν ότι το αίτημα είναι βάσιμο, όμως επέλεξαν να αποποιηθούν την ευθύνη να προχωρήσουν σ’ αυτό το απαραίτητο βήμα, επικαλούμενοι αναρμοδιότητα, λόγω έλλειψης νομικής βάσης. Γι’ αυτό διαβίβασαν το άρθρο και τα ντοκουμέντα που το συνοδεύουν στις εθνικές εισαγγελικές αρχές.
Για εμάς είναι σημαντικό το ότι οι ΕΕΕ θεώρησαν, καταρχάς, βάσιμη την πρότασή μας για συνένωση όλων των δικογραφιών και των εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων σε μια ενιαία μεγάλη δικογραφία, προκειμένου να διερευνηθεί η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης. Γιατί, όμως, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να το κάνουν, αλλά πετούν το μπαλάκι (κατά το κοινώς λεγόμενο στις εθνικές εισαγγελικές αρχές;
Θα μπορούσαμε να κάνουμε πολιτικό σχολιασμό αυτής της απόφασης των ΕΕΕ. Και θα τον κάνουμε, την κατάλληλη στιγμή. Προς το παρόν, θα απαντήσουμε αυστηρά νομικά και θα επανέλθουμε.
Η νομική ανάλυση που ακολουθεί καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι όχι μόνο δεν υπάρχει αναρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά υπάρχει νομική βάση, και πως η συνένωση των δικογραφιών και των εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων σε μια μεγάλη δικογραφία, με την κατηγορία της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, μπορεί και πρέπει να γίνει από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς.
Ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται πασίδηλο ότι αφενός οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς έχουν αρμοδιότητα διερεύνησης περί τέλεσης των αδικημάτων του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, αφετέρου ότι επί σκοπού πληρέστερης διερεύνησης των εκκρεμών υποθέσεων δύνανται να συσχετίσουν και να συνενώσουν δικογραφίας. Η απεμπόληση των εν λόγω δικαιωμάτων (διά της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ΕΙΣ 2137/2025 απόκρισης της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως) εγείρει ιδιαζούσης σημασίας ερωτήματα, εν σχέσει με την ποινική πορεία της υπόθεσης.
Ως εκ τούτων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι υφίσταται εγκληματική οργάνωση σχετιζόμενη με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και συνεπώς η πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης επιτάσσει τη συνένωση των εκκρεμών δικογραφιών, ώστε να αναδειχθεί πλήρως η ακριβής έκταση των αξιόποινων πράξεων. Κατά την κρίση μας άλλωστε, η διερεύνηση της εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, στην αρμοδιότητα των οποίων εμπίπτει η διερεύνηση των επί μέρους αξιόποινων πράξεων, καθώς η διερεύνηση αποκλειστικά της εγκληματικής οργάνωσης αποστεώνει κατ’ ουσίαν την έρευνα και το τυχόν αποδεικτικό υλικό που ήθελε εισφερθεί.
Ερευνα για τη συγκρότηση Εγκληματικής Οργάνωσης
Στις 23 Ιουλίου 2025, ο συντάκτης της εφημερίδας μας Γεράσιμος Λιόντος υπέβαλε Αναφορά (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ΕΙΣ 1261/2025) ενώπιον του Ελληνικού Γραφείου Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, σχετικά με τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων της συγκρότησης, διεύθυνσης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (κατ’ άρθρο 187 Ποινικού Κώδικα). Η ανωτέρω Αναφορά συνίστατο στη θέση υπ’ όψιν των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων του άρθρου μας υπό τον τίτλο «Ιδού η εγκληματική οργάνωση του ΟΠΕΚΕΠΕ (ντοκουμέντα)» και του διαλαμβανόμενου σε αυτό αναλυτικού αποδεικτικού υλικού, διά του οποίου στοιχειοθετούνται -πέραν πάσης αμφιβολίας- τα αδικήματα της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Παράλληλα, επί σκοπού ορθότερης διερεύνησης της υπόθεσης, αναφέραμε ότι πρέπει να συνενωθούν οι εκκρεμείς δικογραφίες.
Επί της ως άνω Αναφοράς, λάβαμε την από 23 Ιουλίου 2025 (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ΕΙΣ 2137/2025) απάντηση της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως Θωμαής Εμμανουηλίδου, με θέμα «Παραπομπή των πληροφοριών που απεστάλησαν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών». Στην ως άνω απόκριση της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, μνείας χρήζει το κάτωθι χωρίο (οι επισημάνσεις δικές μας):
«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) αξιολόγησε προσεκτικά τη με Αριθμ. Πρωτ. ΕΙΣ 1261/2025 αναφορά που υποβάλατε, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12 Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι αναφερόμενες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς της, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22 και 23 του εν λόγω κανονισμού, τουλάχιστον με τα όσα στοιχεία προσκομίσατε.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν διαθέτει νομική βάση για να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες εντελλόμενη τη διεξαγωγή έρευνας/εξέτασης σχετικά με την καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη. Ωστόσο, εικάζεται ότι οι καταγγελλόμενες αξιόποινες πράξεις ενδέχεται να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της σχετικής υποθέσεως.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τυχόν περιστατικά που υποπίπτουν στην αντίληψή της και ενδέχεται να συνιστούν αξιόποινη πράξη, βάσει του αντίστοιχου εθνικού δικαίου.
Κατά συνέπεια, διαβιβάσαμε τις ληφθείσας πληροφορίες στις αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να τις εξετάσουν. Εφόσον οι εν λόγω αρχές κρίνουν αναγκαία την παροχή διευκρινίσεων ή πρόσθετων πληροφοριών, ενδέχεται να επικοινωνήσουν απευθείας μαζί σας.».
Εκ του ανωτέρω χωρίου, αναφύονται δύο ιδιαζούσης σημασίας ζητήματα για τη διερεύνηση της ποινικής διάστασης του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ: πρώτον, η εσφαλμένη άρνηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να ενεργήσει μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της (ως οριοθετούνται από τον Κανονισμό 2017/1939 και τον Ν. 4786/2021), συνενώνοντας τις εκκρεμείς δικογραφίες και επεκτείνοντας την έρευνά της και στα αδικήματα της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης (κατ’ άρθρο 187 Ποινικού Κώδικα). Δεύτερον, η prima facie κρίση της Εντεταλμένης Ευρωπαίας Εισαγγελέως σχετικά με την ύπαρξη εύλογων υπονοιών για την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης (καίτοι συνάγεται αυτόθροα η δράση της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης), συνεπεία της οποίας διαβίβασε την Αναφορά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
ΙΙ. Επί της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης (κατ’ άρθρο 187 Ποινικού Κώδικα) και της συνακόλουθης συνένωσης των εκκρεμών δικογραφιών.
Προκειμένου να διερευνηθεί η ορθότητα της απόκρισης της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, δέον όπως απαντηθούν δύο διακριτά ερωτήματα, που άπτονται των ορίων των αρμοδιοτήτων των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων: πρώτον θεμελιώνεται γενική αρμοδιότητα των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων προς διερεύνηση της τέλεσης του αδικήματος της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης και υπό ποιες προϋποθέσεις. Δεύτερον, σε ποιες δικονομικές ενέργειες δικαιούνται να προβούν οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και ποια είναι τα όρια των εξουσιών τους.
Ι. Αρχικώς, λεκτέον ότι η Εντεταλμένη Ευρωπαία Εισαγγελέας (διά του υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ΕΙΣ 2137/2025 εγγράφου) εσφαλμένως διατείνεται ότι οι καταγγελλόμενες -διά του άρθρου του σ. Γεράσιμου Λιόντου- πράξεις δεν εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά της και συνεπώς δεν διαθέτει νομική βάση διερεύνησής τους. Πλην όμως, τούτο είναι καταφανώς εσφαλμένο νομικά, δοθέντος ότι η αρμοδιότητά της θεμελιώνεται ευθέως στον Κανονισμό 2017/1939 και τον Ν. 4786/2021, σε συνδυασμό με την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Κατά το άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως και 3 του Κανονισμού 2017/1939, ορίζεται ότι
«1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αρμοδιότητα για αξιόποινες πράξεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 όπως εφαρμόζεται στο εθνικό δίκαιο, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η ίδια αξιόποινη συμπεριφορά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διαφορετικό είδος αξιόποινης πράξης στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου. Όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 όπως εφαρμόζεται στο εθνικό δίκαιο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι αρμόδια μόνο όταν οι εκούσιες πράξεις ή παραλείψεις που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη συνδέονται με την επικράτεια δύο ή περισσότερων κρατών μελών και αφορούν συνολική ζημία ύψους τουλάχιστον 10 εκατ. EUR.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι επίσης αρμόδια για αξιόποινες πράξεις που αφορούν τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ως αυτή ορίζεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ όπως εφαρμόζεται στο εθνικό δίκαιο, αν το επίκεντρο της εγκληματικής δραστηριότητας της εγκληματικής αυτής οργάνωσης είναι η τέλεση οποιασδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι επίσης αρμόδια για οποιαδήποτε άλλη αξιόποινη πράξη συνδέεται άρρηκτα με αξιόποινη συμπεριφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η αρμοδιότητα για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις δύναται να ασκείται μόνο σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3.».
Κατά δε το άρθρο 1 της Απόφασης-Πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου ορίζεται ότι
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, ως «εγκληματική οργάνωση» νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσότερων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
2. Ως «διαρθρωμένη ένωση» νοείται η ένωση που δεν συγκροτείται τυχαία για την άμεση τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, ούτε χρειάζεται να έχει επίσημα καθορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια στη συμμετοχή των μελών αυτών ή ανεπτυγμένη διάρθρωση.» (οι επισημάνσεις δικές μας).
Ήδη από τη γραμματική επισκόπηση των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ανενδοίαστα ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αρμοδίως επιλαμβάνεται υποθέσεων εγκληματικής οργάνωσης, εφόσον το βασικό έγκλημα στο οποίο σκοπεί η εν λόγω εγκληματική οργάνωση εμπίπτει αυτοτελώς στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Εν προκειμένω, το βασικό αδίκημα είναι η απάτη εις βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως τυποποιείται στο άρθρο 3 της Οδηγίας 2017/1371, όπως άλλωστε προκύπτει από τις εκκρεμείς δικογραφίες αλλά και από τις ήδη παραπεμφθείσες ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων υποθέσεις.
Σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, έχει ορθώς σημειωθεί ότι
«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει δική της νομική προσωπικότητα, εδρεύει στο Λουξεμβούργο, συμμετέχουν σ’ αυτήν 21 κράτη μέλη και ανέλαβε τα καθήκοντά της τον Νοέμβριο του 2020. Κύριο έργο της είναι η καταπολέμηση των αδικημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ιδίως καταδίωξη της διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες).» (Ε. Σαχπεκίδου, «Ευρωπαϊκό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2021, Έκδοση 3η, σελ. 344, και σχετική υποσημείωση 91 «Οι αξιόποινες αυτές πράξεις προσδιορίζονται δυνάμει της οδηγίας 2017/1371 του ΕυρΚοινβ και του Συμβουλίου, σχετικά με την καταπολέμηση μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης καθώς και δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2008/841, του Συμβουλίου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όταν το επίκεντρο της εγκληματικής δράσης της οργάνωσης είναι η τέλεση αξιόποινων πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.», οράτε συναφώς Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι – Θ. Παπακυριάκου, «Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2019, Έκδοση 2η, σελ. 265).
Συναφώς έχει ορθώς επισημανθεί ότι
«Στον Κανονισμό 2017/1939, που έχει ως νομική βάση το άρθρο 86 ΣΛΕΕ, ιδρύεται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για διερεύνηση, δίωξη και παραπομπή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των προσώπων που τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ που αναφέρονται στην Οδηγία2017/1371, όπως αυτή ενσωματώθηκε στον ν. 4689/2020 και στις διατάξεις του ΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων που αυτός παραπέμπει. Αρμοδιότητα ιδρύεται ακόμη και για τις άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές πράξεις, όπως επίσης και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με επίκεντρο της δραστηριότητάς της την τέλεση εγκλημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.» (Α. Διονυσοπούλου, «Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΑθ 195/2025», Ποινική Δικαιοσύνη, 2025, Τεύχος 3, σελ. 255-257).
Μάλιστα, δέον όπως επισημανθεί ότι η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης εν περιπτώσει αδικημάτων τελεσθέντων ή/και τελούμενων εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάγεται σε ιδιαζούσης σημασίας παράγοντα από τον ίδιο τον ενωσιακό νομοθέτη. Συγκεκριμένα, μνείας χρήζει η υπ’ αριθμόν 59 Αιτιολογική Σκέψη του Κανονισμού 2017/1939, βάσει της οποίας ορίζεται ότι
«Θα πρέπει να θεωρείται ότι συγκεκριμένη υπόθεση έχει αντίκτυπο σε επίπεδο Ένωσης, μεταξύ άλλων, όταν η αξιόποινη πράξη έχει διεθνική φύση και κλίμακα, όταν η εν λόγω αξιόποινη πράξη περιλαμβάνει εγκληματική οργάνωση ή όταν το συγκεκριμένο είδος αξιόποινης πράξης μπορεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ή για την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και την εμπιστοσύνη των πολιτών της.».
Ήτοι, ο ενωσιακός νομοθέτης έχει αναγάγει την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης σε ορισμένη υπόθεση ως έχουσα άνευ ετέρου αντίκτυπο σε ενωσιακό επίπεδο, κατά τρόπον ώστε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητές της ακόμα και εν περιπτώσει κατά την οποία η προκληθείσα ζημία υπόκειται του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00€). Ως εκ περισσού, σημειωτέον ότι εν προκειμένω η προκληθείσα ζημία ανέρχεται σε ποσό πολλαπλάσιο των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00€).
Ως εκ των ανωτέρω, αναδεικνύεται εναργώς ότι οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς όχι απλώς έχουν αρμοδιότητα για τη διερεύνηση των αιτιάσεων περί εγκληματικής οργάνωσης, αλλά έχουν και μία οιονεί αυξημένη υποχρέωση προς τούτο, ληφθείσας υπ’ όψιν της διατύπωσης του Κανονισμού 2017/1339. Άλλωστε εν προκειμένω, αποδεικνύεται παραχρήμα το γεγονός ότι το βασικό έγκλημα είναι αξιόποινη πράξη στρεφόμενη κατά των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΙΙ. Με δεδομένο ότι οι εκάστοτε Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν αρμοδιότητα προς διερεύνηση της τέλεσης της αξιόποινης πράξης της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, υπό τις ανωτέρω γραφείσες προϋποθέσεις οι οποίες καταφανώς συντρέχουν στην επίδικη περίπτωση, δέον όπως αποσαφηνιστεί αν οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν την εξουσία να συνενώσουν τις εκκρεμείς δικογραφίες, επί σκοπού πληρέστερης διερεύνησής τους και προς διερεύνηση της τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της συγκρότησης, της ένταξης και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.
Κατά το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Κανονισμού 2017/1339 ορίζεται ότι
«1. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους (τις) εθνικούς(-ές) εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης, επιπροσθέτως και με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων και του καθεστώτος που τους έχουν απονεμηθεί και υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.
Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι υπεύθυνοι(-ες) για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχουν κινήσει, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχουν επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης. Οι ευρωπαίοι(- ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ακολουθούν την καθοδήγηση και τις εντολές του μόνιμου τμήματος που έχει αναλάβει την υπόθεση, καθώς και τις εντολές του (της) εποπτεύοντος(-ουσας) ευρωπαίου(-ας) εισαγγελέα.
Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι επίσης υπεύθυνοι(-ες) για την παραπομπή υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε έχουν την αρμοδιότητα να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.» (οι επισημάνσεις δικές μας).
Κατά δε το άρθρο 7 Ν. 4786/2021, ως ισχύει, ορίζεται ότι
«Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα παραμένουν ενσωματωμένοι στις εθνικές εισαγγελικές δομές και είναι εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283). Με την ιδιότητα αυτή ενεργούν για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ακολουθούν τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές, κατά περίπτωση, του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Μόνιμου Τμήματος αυτής που έχει αναλάβει την υπόθεση και του εποπτεύοντος Ευρωπαίου Εισαγγελέα.» (οι επισημάνσεις δικές μας).
Σχετικά με τις εξουσίες των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, έχει ορθώς σημειωθεί ότι
«Το πεδίο ανάπτυξης των λειτουργιών και της εν γένει δράσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οριοθετείται σε συνάρτηση με τα οριζόμενα στην οδηγία 2017/1371 εγκλήματα. Πρόκειται για την απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, την ενεργητική και παθητική δωροδοκία, την υπεξαίρεση και απιστία στην υπηρεσία, καθώς και τη νομιμοποίηση εσόδων εκ των ανωτέρω, όπως ρυθμίζονται στην οικεία εθνική έννομη τάξη όπου κινείται η διαδικασία. Περιλαμβάνονται περαιτέρω οι πράξεις συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, η οποία έχει στο επίκεντρο της δράσης της την τέλεση οποιουδήποτε από τα πιο πάνω εγκλήματα. Πάντως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να επιληφθεί και οποιασδήποτε άλλης αξιόποινης πράξης συνδεόμενης άρρηκτα με τα προαναφερόμενα αδικήματα. Ο προσδιορισμός της καθ’ ύλη αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε συνάρτηση και με παραπομπή προς την οδηγία 2017/1371 δεν είναι άμοιρος συνεπειών, καθόσον διανοίγει ευρύ περιθώριο εμπλοκής της οικείας εθνικής έννομης τάξης ανάλογα με τον τρόπο μεταφοράς της ανωτέρω οδηγίας, ώστε ευκταία να κρίνεται η περιγραφή και οριοθέτησή της στο ίδιο το κείμενο του κανονισμού ως πράξης διέπουσας συνολικά τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της και προς υλοποίηση του έργου της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει τη δυνατότητα να επιχειρεί όλες τις δικονομικές πράξεις σύμφωνα με την εκάστοτε διεξαγόμενη εθνική ποινική διαδικασία με τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους εθνικούς εισαγγελικούς λειτουργούς.» (Ε. Φωτιάδου, «Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2022, σελ. 260-261).
Συνεπώς, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς έχουν ακριβώς τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς. Προς επίρρωση τούτου, λεκτέον
«Σε σχέση με τη δυνατότητα διενέργειας ανακριτικών πράξεων και συλλογής αποδείξεων, προβλέπεται ότι οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα μπορούν να επιχειρούν, στο πλαίσιο της εκάστοτε διεξαγόμενης εθνικής ποινικής διαδικασίας, όλες τις δικονομικές πράξεις που επιτρέπονται κατά το οικείο εθνικό δίκαιο και στους εθνικούς εισαγγελικούς λειτουργούς.» (Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι – Θ. Παπακυριάκου, «Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2019, Έκδοση 2η, σελ. 264, οράτε σχετικώς και όλως ενδεικτικώς Η. Κωνσταντακόπουλος, «Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.», σε Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, «Δικαστική συνεργασία σε διασυνοριακές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2019, σελ. 58).
Συνάγεται επομένως αβίαστα ότι οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν ακριβώς τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, μεταξύ τούτων και το δικαίωμα συσχέτισης και συνένωσης δικογραφιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος είναι η υπόθεση της Χρυσής Αυγής, ότε και είχε ασκηθεί το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ομοίως χαρακτηριστική είναι η αίτηση της πρόσφατης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, περί τα τέλη του 2023, ότε και γινόταν λόγος περί συλλογικής συνένωσης δικογραφιών.
Ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται πασίδηλο ότι αφενός οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς έχουν αρμοδιότητα διερεύνησης περί τέλεσης των αδικημάτων του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, αφετέρου ότι επί σκοπού πληρέστερης διερεύνησης των εκκρεμών υποθέσεων δύνανται να συσχετίσουν και να συνενώσουν δικογραφίας. Η απεμπόληση των εν λόγω δικαιωμάτων (διά της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ΕΙΣ 2137/2025 απόκρισης της Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως) εγείρει ιδιαζούσης σημασίας ερωτήματα, εν σχέσει με την ποινική πορεία της υπόθεσης.
ΙΙΙ. Επί της διαβίβασης της υποβληθείσας Αναφοράς μας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Ως προελέχθη, η Εντεταλμένη Ευρωπαία Εισαγγελέας διαβίβασε την υποβληθείσα Αναφορά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου να εξετασθεί από τις εθνικές αρχές. Αρχικώς, λεκτέον ότι κατά την Αιτιολογική Σκέψη 48 του Κανονισμού 2017/1939 ορίζεται ότι
«Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν αμελλητί την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για κάθε συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αξιόποινη πράξη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τυχόν περιστατικά που υποπίπτουν στην αντίληψή της και ενδέχεται να συνιστούν αξιόποινη πράξη, για παράδειγμα ψευδή μαρτυρική κατάθεση.».
Ως εκ της ανωτέρω Αιτιολογικής Σκέψης (συνιστώσας αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα του Κανονισμού), προκύπτει ανενδοίαστα ότι οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς υποχρεούνται να ενημερώνουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές για περιστατικά που ενδεχομένως στοιχειοθετούν αξιόποινες πράξεις. Ήτοι, εφόσον από την εξέταση ορισμένης υπόθεσης οιοσδήποτε Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχει μεν αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, πλην όμως παρενείρονται υπόνοιες τέλεσης αξιόποινης πράξης, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση στις αρμόδιες εθνικές αρχές.
Συνεπώς συνάγεται εύλογα το συμπέρασμα ότι η Εντεταλμένη Ευρωπαία Εισαγγελέας Θωμαή Εμμανουηλίδου έκρινε μεν (εσφαλμένως κατά την κρίση μας, επί τη βάσει των ανωτέρω γραφέντων) ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ωστόσο έκρινε -εμμέσως πλην σαφώς- ότι υφίστανται υπόνοιες τέλεσης αξιόποινης πράξης.
Εν σχέσει με την έννοια των υπονοιών τέλεσης αξιόποινης πράξης, έχει ορθώς επισημανθεί (στο πλαίσιο του άρθρου 43 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ότι
«Ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία είναι η μήνυση ή αναφορά όταν τα αναφερόμενα σ’ αυτή πραγματικά περιστατικά δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και δεν υπάρχει για την εισαγγελική αρχή καμία αμφιβολία περί αυτού. …
Επομένως, η ύπαρξη (τουλάχιστον) υπόνοιας τέλεσης εγκλήματος (απλές ενδείξεις) αποτελεί προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης, δεδομένου ότι στην προκαταρκτική εξέταση δεν ισχύει η αρχή «in dubio pro reo», αλλά η αρχή «in dubio contra reum» (βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΠατρ (Π.Καίσαρη) 13/1998, ΠοινΔικ (1998), 452, Κ.Σταμάτη, σελ. 153 επ.)· τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι αρκεί απλή δυνατότητα (σε αφηρημένο επίπεδο) ενοχής του φερόμενου ως δράστη, αλλά αυτή θα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (Ι. Ζαγκαρόλας, η παρά της εισαγγελίας άσκησις των εκ των άρθρων 43 & 47 Κ.Π.Δ. δικαιωμάτων, ΠοινΧρ (ΚΑ/1971), σελ. 81, Α. Κονταξής, η έγκληση στην ποινική δίκη, 2003, σελ. 302-303). Πάντως, σήμερα (και ήδη από την τροποποίηση του άρθρου 43 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 με το άρθρο 5 Ν. 3160/2003) απαιτείται πλέον στα βαρύτερα και σημαντικότερα εγκλήματα αυξημένος βαθμός πιθανολόγησης της βασιμότητας της μήνυσης προκειμένου να ασκηθεί η ποινική δίωξη (βλ. για τις περιπτώσεις αυτές π.π., αριθ. 9).» (Χ. Σεβαστίδης, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Τόμος 1», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2023, Έκδοση 2η, σελ. 537).
Εκ του ανωτέρω χωρίου σε συνδυασμό με την παραπομπή της υπόθεσης εκ μέρους Εντεταλμένης Ευρωπαίας Εισαγγελέας προς εξέταση από τις εθνικές αρχές, καθίσταται πασίδηλο ότι τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω Αναφορά είναι prima facie στοιχεία βάσιμα, άλλως δεν θα θεμελιωνόταν υποχρέωση της Εντεταλμένης Ευρωπαίας Εισαγγελέα. A contrario, συνάγεται αυτόθροα ότι ήδη εκ πρώτης όψεως προκύπτουν ενδείξεις περί ενοχής των εμπλεκομένων προσώπων, και δη στηριζόμενες σε πραγματικά περιστατικά.
Εντούτοις, σημειωτέον ότι κατά την κρίση μας αποδεικνύεται πλήρως η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, καθώς πληρούνται άπαντα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του τυποποιούμενου στο άρθρο 187 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα αδικήματος· Ήτοι, προκύπτει η διαρκής δράση της οργάνωσης, ως και ο χαρακτήρας της ως επιχειρησιακά δομημένης. Σχετικά με την «επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση» έχει ήδη διά της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4619/2019 (υπό άρθρο 187) επισημανθεί ότι ορίζεται ως
«η δομή ομάδας, της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους, ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης, ανεξαρτήτως της γνώσης εκάστου για τα συγκεκριμένα καθήκοντα των άλλων ή και για τον συγκεκριμένο σε κάθε περίπτωση στόχο της οργάνωσης. Επίσης, με τον όρο αυτό αποδίδεται ο «πραγματοπαγής» χαρακτήρας της οργάνωσης, που τη διακρίνει σαφώς από τις ομάδες με προσωποπαγή δομή, που εκδηλώνουν σαφώς μειωμένη επικινδυνότητα όπως και μειωμένη εμβέλεια της εγκληματικής τους δράσης».
Καθίσταται πασίδηλο ότι η δομή της οργάνωσης -ως σκιαγραφείται διά των συνομιλιών που έχουν προκύψει ύστερα από άρση του απορρήτου των επικοινωνιών- πληροί άπασες τις ανωτέρω προϋποθέσεις της ιεραρχικής δομής. Ως εκ περισσού, δέον όπως σημειωθεί ότι δεν απαιτείται προσωπική επικοινωνία μεταξύ απάντων των μελών της οργάνωσης (οράτε συναφώς και όλως ενδεικτικώς α) Α.Π. 365/2023, Τμήμα ΣΤ΄, Τ.Ν.Π. Qualex, β) Α.Π. 1960/2018, Τμήμα Ε΄, Τ.Ν.Π. Qualex), πολλώ δε μάλλον εν περιπτώσει οργανώσεων με πυραμιδική δομή.
Συνακολούθως, συνάγεται εύλογα ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας της οργάνωσης, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα τρία άτομα, τον αριθμό που έθεσε ο νομοθέτης ως όριο για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 187 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα. Ομοίως εύλογα προκύπτει (ήδη από την επεξεργασία των συνομιλιών που έχουν γίνει γνωστές) η επιδίωξη τέλεσης περισσότερων κακουργημάτων.
Ως εκ τούτων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι υφίσταται εγκληματική οργάνωση σχετιζόμενη με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και συνεπώς η πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης επιτάσσει τη συνένωση των εκκρεμών δικογραφιών, ώστε να αναδειχθεί πλήρως η ακριβής έκταση των αξιόποινων πράξεων. Κατά την κρίση μας άλλωστε, η διερεύνηση της εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, στην αρμοδιότητα των οποίων εμπίπτει η διερεύνηση των επί μέρους αξιόποινων πράξεων, καθώς η διερεύνηση αποκλειστικά της εγκληματικής οργάνωσης αποστεώνει κατ’ ουσίαν την έρευνα και το τυχόν αποδεικτικό υλικό που ήθελε εισφερθεί.