Είναι τέτοιος ο πανικός του Μητσοτάκη όταν ξαναζεσταίνεται το σκάνδαλο των υποκλοπών και τέτοια η μανία του να το παραχώσει όσο γίνεται πιο βαθιά, ώστε κατάφερε και πάλι να ξεφτιλιστεί, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Στελέχη του Μαξίμου άφησαν να διαρρεύσει ότι η κυβέρνηση θα προτείνει να είναι κλειστή η συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής που θα συζητήσει το πόρισμα (για την ακρίβεια τα πορίσματα) της Εξεταστικής Επιτροπής. Το δε νεοδημοκρατικό προεδρείο της Εξεταστικής ζήτησε από τους βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης να καταθέσουν τις απόψεις τους σε στικάκι και όχι έγχαρτα!
Το γεγονός το είχαμε σχολιάσει ως εξής: «Πάμε στοίχημα πως όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης (πλην Βελόπουλου ίσως) θα δημοσιοποιήσουν τα πορίσματά τους. Και φυσικά, αυτά θα αναπαραχθούν από τον Τύπο. Τι θα κάνει ο Μητσοτάκης, θα ασκήσει διώξεις κατά των κομμάτων ή των ΜΜΕ που θα δημοσιοποιήσουν τα πορίσματα; Δεν νομίζουμε πως έχει τα κότσια. Ισως στο φινάλε να το καταπιεί με μια δήλωση καταγγελίας της… εθνικής ανεθυνότητας κομμάτων και ΜΜΕ».
Ακόμη και φιλοκυβερνητικοί αρθρογράφοι προειδοποίησαν τον Μητσοτάκη να μην επιχειρήσει να κάνει κλειστή συνεδρίαση της Βουλής, γιατί αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Προτού, όμως, προλάβει ο Οικονόμου να ανακοινώσει ότι η συνεδρίαση της Βουλής θα είναι ανοιχτή, είχαν προλάβει το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 να δημοσιοποιήσουν τα πορίσματα των βουλευτών τους. Ακολούθησε ασθμαίνων και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ κατέφυγε στη γελοιότητα να δημοσιοποιήσει μια ανακοίνωση τριών σημείων, που δεν λέει απολύτως τίποτα (θέλησαν να το παίξουν… θεσμικοί).
Τι λένε τα πορίσματα; Τίποτα που δεν είχε δημοσιευτεί μέχρι τώρα. Τίποτα καινούργιο, τίποτα αποκαλυπτικό. Αναμενόμενο, από τη στιγμή που ο Μητσοτάκης διέταξε τους κυπατζήδες και λοιπούς εμπλεκόμενους να ράψουν το στόμα τους, επικαλούμενοι το απόρρητο, ενώ η νεοδημοκρατική πλειοψηφία στην Εξεταστική απέρριψε τον κατάλογο των μαρτύρων που πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων ήταν στελέχη των εταιριών που εμπορεύονται λογισμικό υποκλοπών, στελέχη των παρόχων τηλεφωνίας και πολιτικά πρόσωπα.
Δεν θα μπορούσαν, λοιπόν, να βγουν στοιχεία απ’ αυτήν την εμφανώς περιχαρακωμένη Εξεταστική. Και στη συζήτηση που θα γίνει (μάλλον τη μεθεπόμενη εβδομάδα) στην Ολομέλεια της Βουλής, οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα επαναλάβουν τα ίδια. Ο Μητσοτάκης θα κακοπεράσει και πάλι από τον Τσίπρα, όμως δεν πρόκειται να πάθει κάτι χειρότερο απ’ όσα έχει πάθει μέχρι τώρα. Θα είναι η τελευταία πράξη του προσωπικού του δράματος και με λιγότερους θεατές. Πόσο πανικόβλητος είναι ώστε να σκεφτεί να κάνει απόρρητη αυτή τη συνεδρίαση;
Από τα πορίσματα των κομμάτων (τα παραθέτουμε στο τέλος) αξίζει να διαβάσει κανείς αυτό του ΚΚΕ, γιατί τα κρίσιμα ερωτήματα που θέτει για τις πλημμέλειες και τις κραυγαλέες αντιφάσεις όλων των υπηρεσιών στο ζήτημα των παρακολουθήσεων του τηλεφωνικού του κέντρου στον Περισσό καταδεικνύουν παραστατικά την επιχείρηση συγκάλυψης που στήθηκε, που κράτησε χρόνια. Είναι όμως απορίας άξιο γιατί όλα αυτά τα χρόνια ο Περισσός δεν έκανε αναλυτική ενημέρωση για τα εμπόδια που έβρισκε, αλλά περιοριζόταν σε ενέργειες προς τις διάφορες υπηρεσίες. Προφανώς είχε υποτιμήσει το ζήτημα και απλά το ξανανέσυρε τώρα, με την ευκαιρία την αποκάλυψη της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη (η παρακολούθηση του Κουκάκη θα πέρναγε «στο ντούκου», αν στο μεταξύ δεν αποκαλυπτόταν το βυσμάτωμα του Ανδρουλάκη).
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που καταγγέλλει και την ΑΔΑΕ. Με αποδείξεις, μάλιστα, όχι αυθαίρετα. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ πλέκει το εγκώμιο του Ράμμου, ο οποίος έβγαλε την ουρά του απέξω και κράτησε αποστάσεις από την ΕΥΠ/ΚΥΠ. Στο βωμό των πολιτικάντικων σκοπιμοτήτων, ο ΣΥΡΙΖΑ ωραιοποιεί ένα όργανο που έχει ως αποστολή να νομιμοποιεί το πολυπλόκαμο σύστημα των παρακολουθήσεων.
Το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι και το πιο μεγάλο σε έκταση, αναλώνεται στην παρουσίαση του ιστορικού του σκανδάλου, ενώ έχει ένα εκτενές κεφάλαιο με τις διάφορες εταιρίες που εμπλέκονται στην πώληση λογισμικού υποκλοπών, στοιχεία που αποκάλυψαν κάποιες δημοσιογραφικές ομάδες. Πραγματικά χάνεις τον μπούσουλα από την εξαγορά της εξαγοράς ω εξαγορά, πίσω από τις οποίες βρίσκονται τα ίδια πρόσωπα. Στόχος αυτής της παρουσίασης είναι να αποδειχτεί η εμπλοκή του πρωθυπουργικού ανιψιού Γρηγόρη Δημητριάδη με δύο από τα κεντρικά πρόσωπα αυτού του νέφους των εταιριών.
Κλείνοντας δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε αυτά που γράφαμε στο editorial της εφημερίδας μας στις 8 Αυγούστου:
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε, λοιπόν, είναι πως μπορεί να έχουμε ένα σκάνδαλο Μητσοτάκη, όμως πολύ προτού γίνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης έχει ξεκινήσει το διαρκές σκάνδαλο της ΚΥΠ, που συνεχίστηκε και όταν οι πασόκοι τη μετονόμασαν σε ΕΥΠ και θα συνεχίζεται εσαεί. Ο «εσωτερικός εχθρός» είναι ο στόχος των μυστικών υπηρεσιών όλων των αστικών κρατών. Ολα τα υπόλοιπα είναι… παράπλευρα οφέλη, που ενίοτε μετατρέπονται σε πολιτική ζημιά.
Το δεύτερο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν είναι το μόνο ούτε το μέγιστο. Είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα μιας βάρβαρης πολιτικής. Το «πρόβλημα δημοκρατίας», για το οποίο φλυαρούν οι συριζοπασόκοι δεν συνίσταται μόνο στις βρόμικες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ/ΚΥΠ. Πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν βασανίζουν τον Γιάννη Μιχαηλίδη (και τον Δημήτρη Κουφοντίνα πέρυσι), πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν τσακίζουν διαδηλώσεις κάνοντας επίδειξη μπατσοκρατίας, πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν στήνουν πανεπιστημιακή αστυνομία και βάζουν τουρνικέ σε πανεπιστημιακά κτίρια κτλ. κτλ.
Πέρα από την κατασταλτική μανία, όμως, υπάρχει η αντικοινωνική μανία. Αφήνουν την πανδημία να θεριεύει και δεκάδες ανθρώπους να πεθαίνουν καθημερινά, για να μη διαταράξουν την καλοκαιρινή νιρβάνα που απαιτεί ο τουρισμός. Βυθίζουν την εργαζόμενη κοινωνία σε ένα νέο κύκλο φτωχοποίησης, απαγορεύοντας αυξήσεις μισθών και συντάξεων και μείωση των έμμεσων φόρων.
Ολα αυτά πάνε πακέτο. Κι απ’ αυτό το πακέτο δεν πρόκειται να απαλλαγούμε μέσω των εκλογών. Οπως δεν απαλλαγήκαμε και τις προηγούμενες φορές. Οι εκλογές θα σημάνουν απλά αλλαγή σκυτάλης μεταξύ σκυταλοδρόμων που υπερασπίζονται την ίδια πολιτική. Αν θέλουμε ν’ αλλάξει η πολιτική, θα πρέπει να το διεκδικήσουμε μαχητικά και να το επιβάλουμε.