Την Κυριακή έχουμε εκλογές. Ευρωεκλογές για την ακρίβεια, αλλά το ίδιο κάνει. Μπορεί να μην βγάλουν κυβέρνηση αυτές οι εκλογές, αλλά όλος ο αστικός κόσμος τις θεωρεί σαν κάτι το κορυφαίο, αφού σ’ αυτές θα κριθούν μερικά… ιστορικής σημασίας διακυβεύματα:
- Θα έχει το 3 μπροστά το ποσοστό που θα πάρει η ΝΔ, ώστε να πλησιάζει το 33% των ευρωεκλογών του 2019;
- Θα είναι δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, γεγονός που θα καθορίσει το μέλλον του Κασσελάκη και του Ανδρουλάκη;
- Πόση ενίσχυση θα έχει το ποσοστό του ΚΚΕ, μετά τις ζεϊμπεκιές και τα ευφυολογήματα του Κουτσούμπα, την ενίσχυση με έναν πρύτανη ιδιωτικού πανεπιστήμιου και λάτρη της συνεργασίας δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης και τη στήριξη από έναν σκληροπυρηνικό εθνικιστή, πρώην βουλευτή και ευρωβουλευτή και κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ακροδεξιού μορφώματος του Καμμένου;
- Θα πηδήσουν πάνω από τον πήχη τα «ορφανά» του προ-κασσελακικού ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της καρδούλας και ο αποδυναμωμένος Μπαρουφάκης;
- Πόσο θα ενισχυθεί η ακροδεξιά και πώς θα κατανεμηθούν τα «κουκιά» στα μορφώματά της;
- Θα δουν καμιά ψήφο παραπάνω η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες οργανώσεις της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή για μια φορά ακόμα θα πέσουν θύματα της λογικής της χαμένης ψήφου;
Με αυτά τα (και άλλα παρόμοια) «διακυβεύματα», δε θα έπρεπε να μας προξενεί εντύπωση η απόλυτη ξεφτίλα της προεκλογικής εκστρατείας. Ας μην τα φορτώνουμε όλα στον Κασσελάκη, κατηγορώντας τον ότι παρέσυρε και τους άλλους στην αντιπαράθεση επί του τίποτα. Ο Κασσελάκης ήρθε και κούμπωσε πάνω σ’ ένα ήδη διαμορφωμένο σκηνικό κοινωνικής αδιαφορίας, ατομικισμού, πολιτικού αμοραλισμού και ανάθεσης.
Οταν ο λαός μένει στο περιθώριο, αναγκαστικά θα τον αντιμετωπίζουν σαν ένα τσούρμο ψηφοφόρων που επιλέγει ποιοι θα διαχειριστούν τα συμφέροντα του κεφάλαιου. Είναι σχιζοφρενικό να επιλέγεις ποιοι θα σε τσακίσουν, αλλά αυτή η σχιζοφρένεια είναι η πεμπτουσία της αστικής δημοκρατίας. Οταν τα πράγματα αρχίζουν να τοποθετούνται σε λογική (δηλαδή ταξική) βάση, τότε τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας αρχίζουν να τρίζουν. Τότε αρχίζουν να διαμορφώνονται όροι εξέλιξης της πολιτικής κρίσης σε επαναστατική κρίση.
Θα μας πουν, βέβαια, οι… καλπολάγνοι επαναστάτες (άλλη «αντίφαση εν τοις όροις» αυτή), ότι αυτά δεν είναι του παρόντος, αλλά του μέλλοντος. Θα τους απαντήσουμε με τους γνωστούς στίχους του Μαγιακόφσκι για το μέλλον που ποτέ δεν έρχεται μόνο του, αλλά χρειάζεται να βάλεις πλάτη, χρειάζεται να προετοιμάσεις τους όρους του στο παρόν.
Εμείς, όμως, πρέπει να ξεχάσουμε εκείνα τα… παλαιομαρξιστικά περί επαναστάσεων, με τις οποίες η εργατική τάξη και η πλειοψηφία των εργαζόμενων τάξεων κατακτά και κρατά την εξουσία «με λόγχες και με κανόνια», όπως έλεγε ο… πολεμοχαρής Ενγκελς και επαναλάμβανε ο ακόμα πιο… πολεμοχαρής Λένιν. Το ζήτημα είναι να ενισχυθεί το… «συνεπές ΚΚΕ» ώστε κάποια στιγμή να φτάσουμε να έχουμε… «λαϊκή κυβέρνηση».
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Πόσα «κομμένα χέρια» πρέπει να δούμε για να καταλάβουμε ότι η ψήφος δεν έχει καμιά δύναμη; Αρκεί να πάρουμε τη μνημονιακή περίοδο, από το 2010 και μετά, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας; Τι έγιναν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά; Υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου! Τι έγινε το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο σε ένα άρθρο» του Τσίπρα; Υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου! Και αυτοί που δεν μπήκαν στις κυβερνήσεις, ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του μίζερου κοινοβουλευτικού τους ποσοστού και όχι για τη χάραξη μιας γραμμής πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της υπηρέτες.
Η καλλιέργεια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και ο προσανατολισμός σε εκδηλώσεις για το φαίνεσθαι, σκόρπισαν περισσότερη σύγχυση, περισσότερη απογοήτευση, έσπειραν την ηττοπάθεια, την παραίτηση, τη διάλυση. Αμα κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα τα δούμε αυτά δίπλα μας, στους χώρους δουλειάς, όπου βασιλεύει η τρομοκρατία του αφεντικού και των ρουφιάνων του, το κλείσιμο του κάθε συναδέλφου και της κάθε συναδέλφισσας στο ατομικό καβούκι, το σκύψιμο του κεφαλιού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον συλλογικό αγώνα.
Βέβαια, αυτή η… επαναστατική στρατηγική και τακτική δεν είναι καινούργια. Δεν μπορεί να διεκδικήσει το copyright ο Περισσός. Αυτό το έχουν κατοχυρώσει ο Μπερνστάιν, ο Κάουτσκι, ο Σάιντεμαν και τινές άλλοι, κάπου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ονομάστηκε ρεφορμισμός αυτή η στρατηγική-τακτική και οι φορείς της οπορτουνιστές, ρεφορμιστές, αποστάτες και άλλα τέτοια εύηχα. Είπαμε, όμως, αυτά είναι παλαιοκομμουνιστικά. Ισχυαν… άλλες εποχές, όχι τώρα.
Υπάρχει, όμως, και ένας αστερισμός μικρότερων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς (ριζοσπαστικής, επαναστατικής, εξωκοινοβουλευτικής ή όπως αλλιώς αυτοπροσδιορίζονται), που συμμετέχουν στις εκλογές αυτόνομα ή συνεργατικά και που επίσης ζητούν την αριστερή ψήφο μας. Ειλικρινά, δεν έχουμε καταλάβει για ποιο ακριβώς λόγο μας τη ζητούν. Τουλάχιστον ο Περισσός και τα δυο κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ λένε κάτι συγκεκριμένο: ψηφίστε μας για ν’ αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί και να ξεκινήσει έτσι μια διαδικασία αλλαγής πολιτικής. Οι της ριζοσπαστικής κ.λπ. Αριστεράς δε λένε τέτοιο πράγμα. Ζητούν εκλογική καταγραφή μιας απόφασης γι’ αγώνα; Ζητούν αποστολή αγωνιστικών μηνυμάτων μέσω της κάλπης;
Αν δεν απαντήσουν στο ερώτημα: γιατί όλα τούτα πρέπει να καταγραφούν μέσω μιας ψήφου και όχι μέσω της αποχής, δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε ότι το μόνο που επιδιώκεται είναι η στήριξη πολιτικά ετοιμόρροπων «μαγαζιών», που δεν θέλουν και δεν μπορούν να βγουν από την πολιτική ρουτίνα της αστικής δημοκρατίας και των «αντιπροσωπευτικών» της θεσμών. Που δεν θέλουν και δεν μπορούν να χαράξουν μια πολιτική τακτική πλήρους ρήξης με την αστική δημοκρατία και τους θεσμούς της, αλλά τσαλαβουτούν στα λασπόνερα που καλύπτουν το περιθώριο του συστήματος. Που δεν έχουν διδαχτεί τίποτα από το παρελθόν, το οποίο μας προσφέρει αφειδώς παραδείγματα συγκέντρωσης μερικών δεκάδων χιλιάδων ψήφων, που δεν σηματοδότησαν απολύτως τίποτα σε επίπεδο κοινωνικού κινήματος.
Εναλλαγή στην εναλλαγή
Οι ευρωεκλογές διεξάγονται ένα χρόνο μετά τη νίκη της ΝΔ σε δυο εκλογές το καλοκαίρι του 2023. Αν και -για την ακρίβεια- το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν πρώτα απ’ όλα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα παρά νίκη του Κούλη και της ΝΔ. Μια ήττα, αποτέλεσμα της σωρείας ψεμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και της διάψευσης των προσδοκιών του ελληνικού λαού και παράλληλα της κυριαρχίας του φόβου για το χειρότερο, σε μια εργαζόμενη κοινωνία που ακόμα δεν έχει βρει ούτε καν το ταξικό της μπουσούλισμα.
Σε σημαντικό βαθμό το ίδιο θα γίνει και στις ευρωεκλογές. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, χρόνια τώρα, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη στα κομματικά προγράμματα, ψηφίζει κυρίως με τη λογική του μικρότερου κακού ή με το ιδεολόγημα «να μη βγει ο άλλος». Οι ευρωεκλογές, όπως φάνηκε καθαρά στην αδιάφορη, εντελώς υποτονική και βαθύτατα ξεφτιλισμένη προεκλογική περίοδο, χαρακτηρίζονται, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, από αυτά τα φαινόμενα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, ως πιστό σκυλί του κεφαλαίου, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ακολουθεί μια επιθετική αντιδραστική, αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική. Με σωρεία αντεργατικών νόμων και περαιτέρω επίθεση σε μισθούς και συντάξεις, με χτύπημα της δημόσιας Παιδείας ενισχύοντας το ρόλο του ιδιωτικού κεφαλαίου, με διάλυση του συστήματος Υγείας και προώθηση της ιδιωτικοποίησής του. Παρέμεινε πιστή στη δασοκτόνα πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αναδείχτηκε πρωταθλήτρια της μπατσοκρατίας και της καταστολής, ακολουθώντας την κλασσική δεξιά συνταγή.
Ταυτόχρονα, η ακρίβεια προκαλεί ασφυξία στα εργατικά και μικροαστικά νοικοκυριά. Η διαρκής άνοδος των τιμών σε όλα τα βασικά (και όχι μόνο) προϊόντα και τα καύσιμα, σε συνδυασμό με την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα, ρίχνει μέρα με τη μέρα στα τάρταρα το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του λαού.
Eνα σημείο που σίγουρα αξίζει να σταθεί κανείς είναι η στάση της ΝΔ στην πανδημία. Το ρεσιτάλ ανικανότητας και ψεμάτων σε συνδυασμό με τη δουλοπρέπειά της στην κεφαλαιοκρατία υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι) απαράμιλλο. Η άρνησή της να κάνει μια πραγματική καραντίνα, προκειμένου να μη θίξει τα συμφέροντα των καπιταλιστών, οδήγησε σε περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας. Αφησε αθωράκιστο το ΕΣΥ για να μη δώσει λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η πολιτική της υπήρξε εγκληματική και υπεύθυνη για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους, που έδωσαν στη χώρα μας τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, τόσα χρόνια τώρα στάθηκε χαρακτηριστικά ανίκανος στο να κάνει μια σοβαρή αντιπολίτευση με ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα που να διαφέρει έστω και λίγο από αυτό της ΝΔ. Πέρα από τα γνωστά ψέματα για φιλολαϊκά μέτρα (που κανείς πλέον δεν τα πιστεύει) και τις ευρωλιγούρικες κορόνες, τίποτα. Καμιά σοβαρή και κατασταλαγμένη πολιτική θέση για όλα τα σοβαρά ζητήματα και καμιά πολιτική μάχη δεν έδωσαν, πέρα από τις γνωστές φωνασκίες και τη λαϊκίστικη φρασεολογία. Με την έλευση του Κασσελάκη «έδεσε το γλυκό». Ο καπιταλισμός είναι πλέον για τον ΣΥΡΙΖΑ το «υπέρτατο καλό», σύμφωνα με την αμερικάνικη, ελαφρώς τραμπική ρητορική του νέου του προέδρου.
Και βέβαια, όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να ενθαρρύνουν εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά φρόντισαν να μείνει η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της καθηλωμένη, σε ρόλο παθητικού παρατηρητή, χωρίς να μετατρέπει την οργή σε αγωνιστική διεκδίκηση στους δρόμους, με στόχο να παρουσιάσουν σαν μόνη ρεαλιστική προοπτική την αλλαγή κυβέρνησης μέσω της ψήφου.
Δε θέλουν διεκδικητικά κινήματα στο δρόμο, θέλουν ανθρώπους καθηλωμένους στον καναπέ, που θα σηκωθούν απ’ αυτόν μόνο για να πάνε να τους ψηφίσουν.
Με φόντο όλα αυτά, η αστική τάξη και οι καλοθελητές της σπρώχνουν το λαό στις κάλπες. Γιατί, όπως ισχυρίζονται, μόνο μέσω των αστικών εκλογών μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι πραγματικά όμως έτσι; Είναι η μόνη μας ελπίδα οι αστικές εκλογές;
Επιλογή δυνάστη
Οι αστικές εκλογές είναι μια διαδικασία εξασφάλισης εργατικής και λαϊκής συναίνεσης από την αστική τάξη. Μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών καλλιεργείται η αυταπάτη στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας ότι είναι αυτές που επιλέγουν τους κυβερνήτες τους και επομένως «έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν». Η κοινοβουλευτική παράδοση είναι μακρά, έχει δημιουργήσει ρίζες, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη φενακισμένη κοινωνική συνείδηση. «Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο», έγραφε ο Λένιν.
Ολα τα παραπάνω ισχύουν εις διπλούν στις ευρωεκλογές, καθώς το Ευρωκοινοβούλιο είναι ένα διακοσμητικό όργανο, με ελάχιστες αρμοδιότητες, γύρω από τα οποία αλωνίζουν νόμιμα τα λόμπι με τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς, αγοράζοντας ψήφους και πολιτική επιρροή. Οι σοβαρές αποφάσεις, άλλωστε, παίρνονται από το Συμβούλιο, στο οποίο ηγεμονεύει ο γερμανογαλλικός άξονας. Εκεί εξελίσσονται οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ και και ολοκληρώνονται οι συμβιβασμοί, ανάλογα με τη δύναμη του κεφαλαίου της κάθε δύναμης.
Το Ευρωκοινοβούλιο απλά επικυρώνει, ως πρωτοκολλητής, αυτά στα οποία καταλήγουν τα παζάρια στο Συμβούλιο. Η κοροϊδία των ευρωεκλογών, πέραν των άλλων, φαίνεται και από μια λεπτομέρεια. Ολες οι ευρωομάδες κατεβάζουν και έναν πανευρωπαϊκό υποψήφιο για πρόεδρο της Κομισιόν. Ομως τον πρόεδρο τον εκλέγει το Συμβούλιο και μπορεί να είναι άλλος απ’ αυτόν που ψήφισαν κατά πλειοψηφία οι πολίτες! Ετσι έγινε το 2019: ο Βέρνερ ήταν υποψήφιος του ΕΛΚ (ευρωπαϊκή Δεξιά) που πλειοψήφισε, την Φον ντερ Λάιεν επέλεξαν για πρόεδρο η Μέρκελ με τον Μακρόν! Το ίδιο θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα και τώρα.
Το συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, είναι πως η ψήφος δεν έχει καμιά αξία!
Είναι ζήτημα αρχής η συμμετοχή ή η αποχή από τις αστικές εκλογές, κοινοβουλευτικές, ευρωβουλευτικές και άλλες; Οχι δεν είναι ζήτημα αρχής. Για τους κομμουνιστές οι μάχες δίνονται παντού, ακόμη και μέσα στο στάβλο του αστικού κοινοβουλευτισμού. Η συμμετοχή στις αστικές εκλογές συναρτάται με τις ανάγκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και κάθε φορά πρέπει να κρίνεται συγκεκριμένα. Οι κομμουνιστές ζυγίζουν πάντα τις εκάστοτε συνθήκες και αναλόγως ορίζουν την τακτική τους, μέρος της οποίας είναι η συμμετοχή ή μη στις εκλογές.
Μήπως θα έπρεπε να στηρίξουμε το λεγόμενο ΚΚΕ, που δηλώνει αντίθετο στον καπιταλισμό και στην ΕΕ και ξεκαθαρίζει ότι θα είναι στην αντιπολίτευση; Το κόμμα αυτό δεν είναι καινούργιο στον πολιτικό στίβο. Δεκαετίες τώρα έχει δώσει με επιτυχία εξετάσεις στο σύστημα, λειτουργώντας ως αριστερό ανάχωμά του. Οπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και η ψευδοεπαναστατική ρητορική δεν κάνει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Για να μην αναφερθούμε στην ιστορική του διαδρομή από τότε που νομιμοποιήθηκε (1974) και στη βοήθεια που έδωσε στο σύστημα σε κρίσιμες στιγμές (αποκορύφωμα η συμμετοχή του σε δυο αστικές κυβερνήσεις το 1989-90), θ’ αναφερθούμε σε πιο πρόσφατα γεγονότα.
Στη στάση του κατά τη διάρκεια της νεολαιίστικης εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 2008, όταν συντάχθηκε με τις αστικές δυνάμεις, συκοφαντώντας και ελεεινολογώντας την εξεγερμένη νεολαία, με την Παπαρήγα να δηλώνει από το βήμα της Βουλής ότι «στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι». Στην περιφρούρηση του αστικού κοινοβουλίου που ανέλαβε τον Οκτώβρη του 2011, για να σηματοδοτήσει την εχθρότητά του με ό,τι δεν ελέγχει πολιτικά και οργανωτικά, αλλά και τον τεράστιο ρόλο που αποδίδει στο αστικό κοινοβούλιο.
Ο Περισσός είναι ένα αστικό κόμμα που έχει επιλέξει στρατόπεδο και χρησιμοποιεί μια ψευτοκομμουνιστική ρητορική για να εγκλωβίζει εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες εξασφαλίζοντας το ρόλο του στο αστικό σύστημα εξουσίας. Το κόμμα αυτό ουδεμία σχέση έχει με το παλιό επαναστατικό ΚΚΕ, το οποίο διέλυσε ο διεθνής και ο ντόπιος ρεβιζιονισμός το 1956, και στην ουσία καπηλεύεται το όνομα και την ιστορία του.
Γιατί όχι μικρότερα σχήματα της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς; Τι ακριβώς διεκδικούν αυτά τα σχήματα με τη συμμετοχή τους στις εκλογές; Ακόμη και τα ίδια τα σχήματα δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν γιατί ακριβώς ζητούν ψήφο. Επαναλαμβάνουν εδώ και χρόνια την ίδια αγωνιστική φλυαρία, ακολουθώντας μια γραμμή ουράς έναντι των αστορεφορμιστικών δυνάμεων, με τη φιλοδοξία ότι κάποια στιγμή από εξωκοινοβουλευτικά θα γίνουν κοινοβουλευτικά. Καμιά γραμμή ρήξης με τον αστισμό ως σύνολο, θολές προγραμματικές διακηρύξεις (συχνά καθαρά ρεφορμιστικές) και ευκαιριακές συμμαχίες με μοναδικό σκοπό να μετρήσουν μερικές χιλιάδες ψήφους στο τέλος, να πανηγυρίσουν με τη μικρή αύξησή τους και να στενοχωρηθούν με τη μείωσή τους.
Μπροστά στις ευρωκάλπες
Ποιο είναι το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να καθορίσουμε τη στάση μας μπροστά και σ’ αυτές τις κάλπες;
Πώς θα υπηρετηθεί η ανάγκη της ταξικής-επαναστατικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, όχι μόνο (ούτε κυρίως) στο συνδικαλιστικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό επίπεδο.
Μπορεί να υπάρξει ταξική επαναστατική ανασυγκρότηση χωρίς ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού;
Μπορεί να υπάρξει ταξική ανασυγκρότηση στο συνδικαλιστικό επίπεδο, στο επίπεδο που η εργατική τάξη δίνει τους αγώνες για τα άμεσα αιτήματά της, αντιμετωπίζοντας τους ασύδοτους σφετερισμούς του κεφαλαίου και το αστικό κράτος που υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, χωρίς η πρωτοπορία της τάξης να έχει οργανωθεί πολιτικά, έτσι που να μπορεί να διαθέτει τις δυνάμεις της τάξης με σχέδιο, εξασφαλίζοντας την προοπτική του κινήματος;
Ολα τα παραπάνω, που αναφέρθηκαν εντελώς επιγραμματικά, έχουν ως προαπαιτούμενο την πλήρη, την κάθετη ρήξη με το αστικό σύστημα στο σύνολό του. Απαιτούν το τράβηγμα μιας χοντρής, κόκκινης διαχωριστικής γραμμής, ορατής σε όσο γίνεται περισσότερους εργαζόμενους και κυρίως στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Η συμμετοχή στις αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα στον αγώνα για την ταξική-επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αλλά αντίθετα θολώνει τον ορίζοντα, καλλιεργεί συγχύσεις, ενισχύει την αντιδραστική θεωρία της χαμένης ψήφου, υπονομεύει τον αντικοινοβουλευτικό-αντικαπιταλιστικό αγώνα, ενισχύει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ιδιαίτερα όταν έχουμε ένα κίνημα ηττημένο, απογοητευμένο, ηττοπαθές, χωρίς στοιχειώδεις ταξικές δομές έκφρασης, έρμαιο του αστισμού και των εναλλακτικών λύσεων που αυτός παρουσιάζει, όπως ο ταχυδακτυλουργός βγάζει κουνέλια από το καπέλο του.
Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία είναι απαραίτητο να χτυπηθούν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, γιατί αναπτύσσονται σε συνθήκες κινηματικού κενού και με τη σειρά τους μεγαλώνουν αυτό το κενό. Ο εργαζόμενος που πιστεύει ότι αλλάζοντας κυβέρνηση θ’ αλλάξει και η αστική πολιτική και έχει βιώσει πρόσφατα απανωτές ήττες, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται την τεράστια ανεργία ως απειλή για τη δική του θέση εργασίας, πρέπει να πάρει το πιο σαφές, το πιο οξύ, το πιο χαρακτηριστικό μήνυμα ενάντια στις αυταπάτες του. Κι αυτό είναι το μήνυμα της αποχής από τις εκλογές, που εξ ορισμού λέει πως δεν μπορούμε να περιμένουμε καμιά λύση από ένα καινούργιο κοινοβούλιο και μια καινούργια κυβέρνηση ή -τηρουμένων των αναλογιών- από ένα διαφορετικής σύνθεσης Ευρωκοινοβούλιο. Η δραματική εμπειρία που θ’ ακολουθήσει, με τη διάψευση των αυταπατών, θα εγγράψει σε τμήμα της κοινωνικής συνείδησης κάποιες προωθητικές ιδέες.
Και τι θα γίνει με τους αγώνες για τα πιο επείγοντα εργατικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα;
Κανένα τέτοιο αίτημα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί επειδή το έχει τάξει προεκλογικά ένα κόμμα που νίκησε και σχημάτισε κυβέρνηση ή επειδή ένα κυβερνών κόμμα ηττήθηκε ή είδε την επιρροή του να μειώνεται στις ευρωεκλογές. Ακόμη και κάποια ψευτομπαλώματα που μπορεί να υπάρξουν θα τα ακυρώνουν στην πράξη οι καπιταλιστές μέχρι να έρθει ο η ώρα να σαρωθούν και επίσημα, από την ίδια ή από μια επόμενη κυβέρνηση. Για να υπάρξουν κατακτήσεις (που δε θα αφορούν δα κάτι το επαναστατικό, αλλά επανακατάκτηση κάποιων δικαιωμάτων που αφαιρέθηκαν) θα πρέπει να υπάρξουν σκληροί ταξικοί αγώνες, πέρα απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Η εργατική τάξη πρέπει να ματώσει ακόμη και για το ψωμί και το μεροκάματο, πόσο μάλλον για την εξαθλιωμένη κοινωνική ασφάλιση.
Είναι καθήκον κάθε επαναστάτη να συνδράμει στην ανάπτυξη τέτοιων αγώνων, να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή τους όταν ξεσπούν. Ομως οι διεκδικητικοί αγώνες αναγκαστικά θα κινούνται αυτή την περίοδο στη σφαίρα του αυθόρμητου. Δεν υπάρχει εκείνη η οργανωμένη επαναστατική δύναμη που θα τους οργανώσει εξ υπαρχής, διαθέτοντας τους απαραίτητους δεσμούς με το σύνολο της τάξης.
Αν οι επαναστάτες κομμουνιστές περιοριστούν στη στήριξη του αυθόρμητου, αν διαλύονται μέσα σ’ αυτό εξαντλώντας την παρέμβασή τους σε αγωνιστικές προτάσεις, δε θα μπορέσουν ποτέ να αλλάξουν τους όρους με τους οποίους αναπτύσσονται οι διεκδικητικοί αγώνες. Καθήκον μας είναι μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες να αντιπροσωπεύουμε το μέλλον του κινήματος, απλώνοντας τις ιδέες της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του κομμουνισμού.
Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες
Η δική μας πολιτική πρόταση είναι η ΑΠΟΧΗ. Ετσι απλά και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Είναι το πιο ισχυρό αντικοινοβουλευτικό μήνυμα που μπορεί να στείλει κανένας. Αν αυτό το μήνυμα «συναντηθεί» με την αυθόρμητη διαμαρτυρία εργαζόμενων και νέων, ακόμα καλύτερα. Δεν θα το «πιστώσουμε» στη δική μας δράση. Απλώς θα μετρήσουμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις αδυναμίες μας, που δεν μας επιτρέπουν να «συναντηθούμε» ουσιαστικά με τις αυθόρμητες τάσεις που συγκυριακά αναπτύσσονται μέσα στο λαό.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να χαραχτεί μια διακριτή διαχωριστική γραμμή με τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Οι εκλογές είναι μόνο μια στιγμή. Η στάση σ’ αυτές είναι μια ελάσσων πολιτική στάση, γιατί ελάσσων είναι η ίδια η σημασία των εκλογών. Το μείζον είναι να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται το μήνυμα: «τα προβλήματα δεν λύνονται με ψηφοφορίες, αλλά με αγώνες». Να αρχίσουν να διαμορφώνονται (όχι μέσω των εκλογών, αλλά και με τη στάση στις εκλογές) όροι ταξικής ανασύνταξης.
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
Σας καλούμε σε ΑΠΟΧΗ από τις ΚΑΛΠΕΣ της απάτης.
Σε μια αποχή-δέσμευση για συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες.
Για να ξεκινήσει -επιτέλους- η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Για να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι από το αστικό στρατόπεδο και ν’ αποκρούουμε τις επιθέσεις του, διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, αντί να σερνόμαστε πίσω από τις πολιτικές του ηγεσίες, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.
Το μέλλον μας είναι ο κομμουνισμός
Για μια ακόμη φορά ο καπιταλισμός αποδεικνύει ότι είναι ένα σύστημα ιστορικά τελειωμένο. Ενα σύστημα εχθρικό προς τους εργαζόμενους. Ενα σύστημα εχθρικό ακόμα και για τον αέρα που αναπνέουμε. Οι εργάτες είναι οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Από τη δική τους εργασία δημιουργούνται τα πάντα. Οι καπιταλιστές σαν παράσιτα απομυζούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Σε περιόδους κρίσης, το μέγεθος της εκμετάλλευσης, το μέγεθος της αδικίας φαίνονται πιο καθαρά.
Καθώς η καπιταλιστική βαρβαρότητα σφίγγει σαν θηλιά το λαιμό μας, πρέπει να ξαναπροβάλουμε το μεγάλο ιστορικό πρόταγμα, την απολύτρωση από την καπιταλιστική σκλαβιά. Να πάψουμε να αισθανόμαστε σαν καταδικασμένοι σε μια αιώνια μοίρα. Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας. Να διακηρύξουμε τη θέλησή μας να εξαφανίσουμε από προσώπου γης το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική αδικία, τη βαρβαρότητα. Κανένα μέλλον για μας και για τις ερχόμενες γενιές δεν υπάρχει στον καπιταλισμό. Το μέλλον μας θα το χτίσουμε μόνοι μας. Κανένας δεν πρόκειται να μας το χαρίσει.
Η προλεταριακή επανάσταση παραμένει πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Μόνο αυτή μπορεί να σαρώσει τον παλιό κόσμο και πάνω στα συντρίμμια του να χτίσει ένα νέο κόσμο, της δουλειάς, της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, έναν κόσμο που τα αγαθά θ’ ανήκουν σ’ αυτούς που τα παράγουν, έναν κόσμο κομμουνιστικό.
Επιτακτικό καθήκον η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης
Και βέβαια η αποχή δεν θα μας δώσει τη λύση. Οπως δεν τη δίνει και η συμμετοχή και η επιλογή διαχειριστή του συστήματος. Η αποχή είναι απλά ένα μήνυμα. Οταν δεν υπάρχει συνέχεια, τότε και αυτό το μήνυμα χάνεται.
Πολλοί μιλούν γι’ αγώνες. Και βέβαια πρέπει να υπάρξουν αγώνες, αλλιώς ο αντίπαλος θ’ αποθρασυνθεί ακόμη περισσότερο. Τι αγώνες, όμως; Σαν αυτούς που γνωρίσαμε μέχρι τώρα; Κάποιες εκρήξεις μπορεί να σταματήσουν την άγρια επέλαση των δυνάμεων του κεφάλαιου, δεν μπορούν, όμως, να μας πάνε παραπέρα. Αλλά αυτή την περίοδο δεν έχουμε ούτε αυτές τις εκρήξεις.
Χρειαζόμαστε αγώνες ανατρεπτικούς, εξεγερτικούς, που θα βάλουν φρένο στην επέλαση του κεφάλαιου και θ’ ανοίξουν το δρόμο για να διεκδικήσουμε και να καταχτήσουμε την απαλλαγή από την καπιταλιστική σκλαβιά. Τέτοιους αγώνες δεν μπορούν να δώσουν σκόρπια μπουλούκια, που μπορεί να τα διαχειριστεί στη συνέχεια και να τα εγκλωβίσει η αστική πολιτική με τα πολλά παρακλάδια (πολιτικά και συνδικαλιστικά) που διαθέτει, όπως γίνεται και με τις εκλογές και τις ψεύτικες ελπίδες που καλλιεργούνται. Τέτοιους αγώνες μπορεί να δώσει μόνο μια τάξη που έχει γνώση, έχει οργάνωση, έχει σχέδιο. Που ξέρει τι ζητά, γιατί το ζητά και πώς να το διεκδικήσει και να το κατακτήσει.
Για να δώσεις αγώνες ουσιαστικούς, πρέπει να έχεις πρόγραμμα και τακτική. Πρόγραμμα όχι μόνο για το πώς οραματίζεσαι την αυριανή, μη εκμεταλλευτική κοινωνία, αλλά και για άμεσες διεκδικήσεις μέσα στον καπιταλισμό. Για να ενώνεται η εργατική τάξη γύρω από ταξικές διεκδικήσεις και όχι από «διεκδικήσεις» που βάζουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εχει τεράστια σημασία η συσπείρωση γύρω από ένα ταξικό πολιτικό πρόγραμμα. Κι ακόμη, πρέπει να έχεις τακτική, που υπολογίζει το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων και σχεδιάζει τον αγώνα. Για να πάψει ο ταξικός αγώνας να έχει το χαρακτήρα είτε εκτονωτικών 24ωρων απεργιών, είτε «τυφλών» εκρήξεων χωρίς συνέχεια.
Ας βάλει κάθε εργάτης, κάθε εργαζόμενος, το χέρι στην καρδιά και ας απαντήσει: υπάρχει στην κάλπη αυτή η προοπτική; Υπάρχει η προοπτική ενός ταξικά οργανωμένου κινήματος, με πρόγραμμα που να εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, πρόγραμμα συνολικής ρήξης με τον καπιταλισμό και την αστική εξουσία; Οχι, δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό και το μεγάλο καθήκον των ημερών είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες. Οχι άλλη πολιτική ουράς στην πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οχι ψηφοφόροι του αστικού πολιτικού συστήματος, που ψηφίζουν πότε το ένα και πότε το άλλο κόμμα. Εργάτες οργανωμένοι πολιτικά στο δικό τους φορέα, σε ρήξη με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, ικανοί να αγωνίζονται για τα άμεσα και καθημερινά, ικανοί να αναθερμάνουν το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και να το κάνουν πράξη. Αλλιώς, θα μοιάζουμε με σύγχρονους Σίσυφους. Θα κυλάμε το βράχο στην ανηφόρα και θα τον βλέπουμε να ξανακατρακυλά στην αφετηρία.
Παράλληλα με τους αγώνες του σήμερα, μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες, στην πρώτη γραμμή τους, πρέπει ν’ αρχίσουμε να χτίζουμε αυτή τη νέα συλλογικότητα, την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, με το πρόγραμμά της.
Κάθε καθυστέρηση σ’ αυτό το καθήκον βοηθάει το αστικό σύστημα εξουσίας ν’ ανασυντάσσεται, να αναδιατάσσει το πολιτικό του προσωπικό, να κερδίζει χρόνο, να παγιώνει την «κινεζοποίηση» που θα βαρύνει γενιές και γενιές. Κι όταν μπαίνει σε φάση σχετικής ανάκαμψης, να εξασφαλίζει τη διαιώνισή του με κάποια ψίχουλα.