Μεθαύριο συμπληρώνονται 41 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της χούντας και την παράδοση της εξουσίας από τη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οπως κάθε χρόνο, θ’ ακούσουμε και φέτος τις γνωστές αναλύσεις του κώλου, που κόβουν και ράβουν το μήνυμα μιας αυθόρμητης εξέγερσης στα μέτρα της αστικής πολιτικής (ανάλογα με το «χρώμα» της κάθε κοινοβουλευτικής δύναμης), θ’ ακούσουμε «πρωταγωνιστές» εκείνης της εποχής να βροντούν τα παράσημά τους (πολλοί τα έχουν εξαργυρώσει δεόντως), θ’ ακούσουμε και «εναλλακτικές» και τάχαμου αιρετικές απόψεις.
Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Απ’ όλα, εκτός από το ίδιο το πνεύ-μα εκείνης της εξέγερσης και μια ανάλυσή της που να μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα χρήσιμα για το σήμερα, μακριά από αγωνιστικούς βερμπαλισμούς, παραχαράξεις, ηθικολογίες και ανούσιες σπονδές.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, ας δώσουμε απάντηση σ’ ένα κομβικό ζήτημα: ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου μια ταξική εξέγερση, από την άποψη των κινητήριων δυνάμεών της και από την άποψη των προταγμάτων της; Από την άποψη των κινητήριων δυνάμεών της δεν ήταν σίγουρα ταξική εξέγερση, αφού στηρίχτηκε κυρίως από φοιτητές, όμως ένα κομμάτι της εργατικής πρωτοπορίας την αγκάλιασε, συμμετείχε σ’ αυτή και αυτό προσέδωσε στην εξέγερση και ταξικά χαρακτηριστικά. Από την άποψη των προταγμάτων της τα πράγματα υπήρξαν ακόμη πιο θολά, καθώς όλα τα αντιδικτατορικά πολιτικά ρεύματα συμμετείχαν και προσπαθούσαν να επηρεάσουν τα πράγματα, χωρίς κανένα να είναι σε θέση να βάλει τη σφραγίδα του, όπως για παράδειγμα έβαλαν τη σφραγίδα τους στην Οκτωβριανή Επανάσταση οι Μπολσεβίκοι. Στο Πολυτεχνείο υπήρχαν από οπαδούς της αστικής δημοκρατίας μέχρι οπαδούς του κομμουνισμού. Οι δεύτεροι ήταν ασφαλώς πιο συγκροτημένοι, πιο οργανωμένοι, πιο αποφασισμένοι και επομένως βρίσκονταν πιο κοντά στο πνεύμα εκείνων που έσπασαν τα δεσμά του φόβου και βγήκαν στον αγώνα. Αντίθετα, για τους οπαδούς της αστικής δημοκρατίας τέτοιες μορφές αγώνα είναι από «άγνωστη γη» έως εχθρικές. Και βέβαια, σε μια αυθόρμητη εξέγερση δεν μπορούμε ν’ αναζητούμε ιδεολογικοπολιτικά καθαρά προτάγματα. Το αντιδικτατορικό ήταν το κυρίαρχο πρόταγμα, όμως αλλιώς το εννοούσαν οι κομμουνιστές και αλλιώς οι σοσιαλδημοκράτες.
Σε μια σύντομη αποτίμηση -επικαιροποίηση των διδαγμάτων του Πολυτεχνείου, θα στεκόμασταν σε δύο.
Πρώτο, στο πνεύμα της εξέγερσης, αυτό που θα ονομάζαμε ξεπέρασμα κάθε είδους φόβου. Ηταν χούντα, τα πολυβόλα κροτάλιζαν, τα κρατητήρια είχαν μεταβληθεί σε μακελειά, το επαγγελματικό μέλλον κρεμιόταν στο τσιγκέλι, όμως ο πόθος για την ελευθερία από τη μια και το πνεύμα της συλλογικότητας από την άλλη δημιούργησαν ένα γεγονός που θα στέκεται πάντα ψηλά στη νεοελληνική ιστορία. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζουμε μαζικό ηρωισμό και διάθεση θυσίας, που διαλύει τα πολλά «εγώ» και δημιουργεί ένα μεγάλο «εμείς» (με όλες τις αντιφάσεις του), έτοιμο να πυρπολήσει και να πυρποληθεί για ένα μεγάλο σκοπό.
Το έχουμε ανάγκη σήμερα αυτό το πνεύμα της θυσίας, αυτή την αποκοτιά που οδηγεί στο συλλογικό αγώνα. Κατανοούμε τα προβλήματα, τη θλίψη, την απογοήτευση, όμως ο καναπές δεν είναι λύση. Ας αναλογιστούμε πόσο απογητευμένη έπρεπε να νιώθει η νεολαία του ‘73, με τη χούντα να διανύει τον έκτο χρόνο, τον αστικό πολιτικό κόσμο απόντα, την Αριστερά της ΕΔΑ και των δύο ψευτο-ΚΚΕ ανίκανη για οτιδήποτε μεγάλο. Κι όμως, βρήκε το κουράγιο να εξεγερθεί, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Αυτό είναι ένα μεγάλο δίδαγμα που πρέπει να το κρατήσουμε ως πηγή έμπνευσης.
Δεύτερο, στα όρια που έθετε στην εξέγερση ο αυθόρμητος χαρακτήρας της. Δεν έφταιγε γι’ αυτό η νεολαία που εξεγέρθηκε. Εφταιγαν εκείνοι που παρίσταναν τη φυσική ηγεσία κάθε εξεγερτικού κινήματος. Oι εξεγέρσεις δε γίνονται κατά παραγγελία. Ωριμάζουν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι οργανωμένες πρωτοπορίες είναι αυτές που μπορούν να τις μπολιάσουν με επαναστατικές ιδέες, να τις βοηθήσουν να συγκροτηθούν πολιτικά και οργανωτικά, να αναπτύξουν τη δυναμική τους, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις νίκης. Ολ’ αυτά έλειπαν από την εξέγερση του Νοέμβρη του ‘73, γιατί η οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία είχε προ πολλού διαβεί τον αστικό Ρουβίκωνα. Η ρεβιζιονιστική ηγεσία είχε ξεπουλήσει τις επαναστατικές παραδόσεις του ΚΚΕ και έψαχνε μια θεσούλα κάτω από τον αστικό ήλιο. Δεν υπήρχε φυσική ηγεσία σ’ αυτό το ηρωικό εξεγερτικό γεγονός, γιατί οι ομάδες της λεγόμενης άκρας Αριστεράς αδυνατούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Χαρακτηρίζονταν από επαναστατικό πνεύμα, αλλά και από αυθορμητίστικες απόψεις.
Αυτά τα χαρακτηριστικά του Νοέμβρη φάνηκαν πεντακάθαρα μετά την πτώση της χούντας, όταν και οι δυο εκφάνσεις της ρεβιζιονιστικής ψευτοαριστεράς έπιασαν στασίδι στο αστικό κοινοβούλιο και έγιναν αναπόσπαστο στοιχείο του αστικού πολιτικού συστήματος, ενώ η λεγόμενη άκρα Αριστερά, παρά το ριζοσπαστισμό της, συνέχισε σε μια γραμμή αυθορμητίστικη και οικονομίστικη.
Οι εξεγέρσεις του παρελθόντος γίνονται πηγή διδαγμάτων μόνο όταν το κοινωνικό κίνημα –χωρίς να μηδενίζει τίποτα– γίνεται αμείλικτα αυτοκριτικό με τις καθυστερήσεις του και γενικεύει θεωρητικά την πείρα του έτσι που να μπορεί να οδηγεί τη δράση του σε ανώτερο επίπεδο. Ετσι τιμάμε το Νοέμβρη του ‘73.