Δεν ήταν βέβαια «η κοινωνία» αυτή που συνωστίστηκε στο περιστύλιο του Ζαππείου για ν’ ακούσει τον «ιστορικό λόγο» του Παπανδρέου, το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. Ηταν εκεί το υπουργικό συμβούλιο μαζί με όλους τους παρατρεχάμενους, μεγαλοστελέχη του κράτους και των κρατικών επιχειρήσεων, καπιταλιστές, «πράσινοι» εργατοπατέρες και αγροτοπατέρες και το απαραίτητο μπάζωμα από «πράσινους» κλακαδόρους, για να γεμίσει η αίθουσα. Ολοι αυτοί περίμεναν υπομονετικά επί μία και πάνω ώρα, ώστε η προγραμματισμένη για τις 7 ομιλία ν’ αρχίσει στις 8, ταυτόχρονα με τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών καναλιών. Βρίσκονταν εκεί για να χειροκροτούν μανιωδώς σε κάθε κορόνα του πρωθυπουργού τους και όχι, βέβαια, για να κάνουν «διάλογο». Χειροκροτητές και κλακαδόροι ήταν και όχι «κοινωνικοί συνομιλητές», όπως αρέσκονται να αποκαλούνται.
Ηταν μια πολυδιαφημισμένη, πανάκριβη φιέστα, ενταγμένη στη φασιστικού τύπου προπαγάνδα που αναπτύσσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχοντας στο πλευρό της ολόκληρο το σύστημα των ΜΜΕ, με σκοπό να τρομοκρατήσει τους εργαζόμενους και να τους υποτάξει στο ζυγό μιας ακόμα σκληρής λιτότητας, με παράλληλες ανατροπές εργασιακών, ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η ιδεολογική τρομοκράτηση που οδηγεί στη συναίνεση και την ταξική υποταγή βαδίζει χέρι-χέρι με την πιο σκληρή κρατική καταστολή, που την είδαμε να εφαρμόζεται σε βάρος του πιο αγωνιστικού κομματιού της νεολαίας, το τριήμερο 5, 6 και 7 Δεκέμβρη. Συναίνεση και ταξική υποταγή από τη μια, μηδενική ανοχή στην αντίσταση και τη διεκδίκηση από την άλλη, αυτό είναι το δόγμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε να διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό στη φάση της πιο βαθιάς κρίσης που έχει γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου συνεχίζει το σκοτσέζικο ντους στο οποίο υποβάλλει τους εργαζόμενους. Πριν μεταβεί στις Βρυξέλλες, ο ίδιος ο Παπανδρέου είχε σηκώσει τους τόνους της καταστροφολογίας. Στη συνέχεια, η προπαγάνδα υποστήριζε ότι με την αποφασιστικότητα και τη μαγκιά του κέρδισε τους εταίρους του στην ΕΕ, στους οποίους ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν δέχεται υπαγορεύσεις και πως θα διευθετήσει μόνη της τα προβλήματά της. Αμέσως το ντους γύρισε από το κρύο στο ζεστό και άρχισε να γίνεται λόγος για «ήπια προσαρμογή», δεδομένου ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδωσε τη μάχη και κέρδισε τον απαραίτητο χρόνο, με συμμάχους μάλιστα τον Σαρκοζί και τη Μέρκελ. Οταν ο Παπανδρέου επέστρεψε από τις Βρυξέλλες και ενόψει της φιέστας του Ζαππείου, μας γύρισαν και πάλι στο κρύο: επώδυνα μέτρα θα αναγγείλει ο πρωθυπουργός και δώστου η μετρολογία να χτυπάει κόκκινο. Ετσι, όλοι περίμεναν έναν Παπανδρέου να ανακοινώνει πακέτα αντιλαϊκών μέτρων και όταν τον άκουσαν να γενικολογεί και ουσιαστικά να μη λέει τίποτα καινούργιο, η θερμοκρασία γύρισε και πάλι στο ζεστό και η ανακούφιση απλώθηκε τριγύρω. Για να ξαναπεράσει στο κρύο τις επόμενες μέρες, όταν ο Παπακωνσταντίνου στάλθηκε σε Βερολίνο, Παρίσι και Λονδίνο, για να διαβεβαιώσει τις «αγορές» –είτε έμμεσα, μέσω του γερμανού και της γαλλίδας υπουργών Οικονομικών, είτε άμεσα, μιλώντας στους ίδιους τους εκπροσώπους του χρηματιστικού κεφάλαιου στο λονδρέζικο City– ότι τα σκληρά μέρα θα γίνουν πράξη, ξεκινώντας από το Γενάρη.
Ο Παπανδρέου δεν είναι πρωτάρης. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει και να ανακοινώσει ο ίδιος επώδυνα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα. Αυτό θα το κάνουν οι αρμόδιοι υπουργοί, ο Παπακωνσταντίνου και ο Λοβέρδος και ο ίδιος τότε θα βρίσκεται έξω από το κάδρο, όπως ακριβώς έκανε και ο Καραμανλής. Η ομιλία του στο Ζάππειο ήταν απλώς ένα περίγραμμα των αντιλαϊκών μέτρων, με γερές δόσεις κοινωνικής δημαγωγίας και κάποια μέτρα τάχα κατά των καπιταλιστών, στην ανακοίνωση των οποίων οι «πράσινοι» κλακαδόροι ξεσπούσαν σε θυελλώδη χειροκροτήματα. Λες και έχει καμιά σημασία να ανακοινώνεται μείωση των αποδοχών των διοικητών των ΔΕΚΟ κατά 10%, όταν αυτοί παίρνουν πάνω από 5.000 ευρώ το μήνα ο καθένας και έχουν του κόσμου τις αβάντες από τις επιχειρήσεις (αυτοκίνητα, κάλυψη υπέρογκων προσωπικών εξόδων), χώρια οι μίζες από τις συμφωνίες που υπογράφουν με προμηθευτές και εργολάβους. ‘Η λες και δεν θα βρουν τρόπο οι τράπεζες να δώσουν τα μπόνους στα στελέχη τους με πλάγιο τρόπο, επειδή ο Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι θα τους τα φορολογήσει με 90%, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο Ομπάμα και γελούν ακόμα και τα ντουβάρια στη Γουόλ Στριτ.
Ολ’ αυτά είναι το τυράκι στη φάκα, για να τσιμπήσουν οι εργαζόμενοι και να αποδεχτούν να πετσοκοπούν τα δικά τους δικαιώματα, αφού «όλοι πληρώνουμε». Σ’ αυτό ακριβώς το «όλοι μαζί» στηρίχτηκαν τα ιδεολογήματα που προσπάθησε να αναπτύξει ο Παπανδρέου. Ιδεολογήματα που είχαν στο κέντρο τους το «εθνικό συμφέρον» και τον «πατριωτισμό». Οπως γίνεται διαχρονικά, κάθε φορά που οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται να πάρουν σκληρά αντιλαϊκά μέτρα.
Ανακοίνωσε ο Παπανδρέου ότι θα παγώσουν όλοι οι μισθοί και οι συντάξεις πάνω από 2.000 ευρώ, δεν είπε όμως λέξη για παραπέρα φορολόγηση των 300 εισηγμένων στο χρηματιστήριο καπιταλιστικών επιχειρήσεων, που ακόμα και εν μέσω κρίσης κατέγραψαν δισεκατομμύρια ευρώ κέρδη στο εννιάμηνο του 2009. Ο υπάλληλος των 2.000 ευρώ δεν έχει άλλο τρόπο ν’ αυξήσει το εισόδημά του, τα μεγαλοστελέχη των επιχειρήσεων, όμως, έχουν δεκάδες. Αρκεί μόνο ν’ αναφέρουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ατομικής παρασιτικής κατανάλωσης των καπιταλιστών και των οικογενειών τους περνιέται ως δαπάνη της επιχείρησης. Ακόμη και οι υπηρέτες τους είναι δηλωμένοι ως υπάλληλοι των επιχειρήσεων. Ετσι, ένα μεγάλο μέρος του ατομικού τους εισοδήματος είναι καθαρά αφορολόγητο, αλλά γι’ αυτό δεν λέγεται κουβέντα, για ν’ αναφερθούμε σε ένα μόνο παράδειγμα φοροδιαφυγής, πέρα από την προκλητική μείωση του συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών.
Ανακοίνωσε ο Παπανδρέου ότι θα κλείσει τα 27 όλα κι όλα γραφεία του ΕΟΤ στο εξωτερικό (σιγά τα ωά από άποψη δαπάνης), αλλά δεν είπε λέξη για τις διάφορες επιτροπές που σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν σε υπουργεία και εποπτευόμενους φορείς, για να βολευτούν οι «ημέτεροι» του σημερινού κυβερνώντος κόμματος.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε φύλλο και φτερό την ομιλία του, πιάνοντας κάθε σημείο της, όμως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Το τι έρχεται είναι καθαρό. Σε μια περίοδο που η ανεργία θερίζει, που οι εργασιακές σχέσεις σαρώνονται από τους καπιταλιστές υπό την απειλή της απόλυσης, το κράτος όχι μόνο τους αφήνει ανέγγιχτους, αλλά προωθεί σαρωτικές αλλαγές σε βάρος των εργαζόμενων, δημιουργώντας συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.