Η ορντινάντσα, ο Τζωρτζόπουλος, ξαναχτύπησε με μια επιστολή υπαγορευμένη από το «αφεντικό» του. Μια επιστολή-οχετό, γεμάτη βρομιές και συκοφαντίες, γραμμένη κατά το γκεμπελίστικο δόγμα «πες, πες, στο τέλος κάτι θα μείνει».
Δεν είναι η πρώτη φορά. Είχε επιχειρηθεί και με την επιστολή Βεζύρογλου, ενός δυστυχούς μάρτυρα υπεράσπισης του Γιωτόπουλου, παντελώς άσχετου με το κίνημα, που προσπάθησε να παρουσιάσει τους Δημήτρη Κουφοντίνα και Σάββα Ξηρό σαν… στρατολογημένους από μυστικές υπηρεσίες. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Τζωρτζάτος, πετάει την ίδια λάσπη, επιδιώκοντας να την περιβάλει με μεγαλύτερο… κύρος, καθότι αυτός υπήρξε μέλος της 17Ν. Χωρίς ίχνος ντροπής, χωρίς καν αίσθηση της πραγματικότητας, τολμά και μιλά για τα της δίκης της 17Ν και το κατηγορητήριο, ξεχνώντας ότι μεγάλο μέρος εκείνου του κατηγορητήριου φτιάχτηκε από τη δική του προανακριτική και ανακριτική κατάθεση.
Δεν υπάρχει, βέβαια, έδαφος για διάλογο. Αυτό θέλουν οι προβοκάτορες. Να αγκαλιαστείς μαζί τους μέσα στο βούρκο, περιπτωσιολογώντας και συζητώντας για το ένα και το άλλο περιστατικό. Ο ελληνικός λαός έχει κρίση. Και έχει κατατάξει τον καθένα εκεί που του αρμόζει. Και εκείνους που έδωσαν «τη μάνα τους και τον πατέρα τους» στον Διώτη και τον Σύρο για να μετανιώσουν αργότερα και να προσπαθήσουν κάτι να σώσουν, και εκείνους που τράβηξαν μέχρι το τέλος το δρόμο της συνεργασίας με τον κατασταλτικό μηχανισμό, και εκείνους που φυγομάχησαν και παρέστησαν τους… κινέζους και τον Δ. Κουφοντίνα που σήκωσε με θάρρος, αξιοπρέπεια, σοβαρότητα και αγωνιστικό ήθος το βάρος μιας ιστορίας που δεν ήταν μόνο δική του, όμως ήταν ο μόνος που την υπερασπίστηκε με συνέπεια. Αν η ορντινάντσα και ο ποταπός υποβολέας είχαν οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα, αν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι συζητά ο κόσμος για τους πρωταγωνιστές της «δίκης της 17Ν», θα έσκυβαν με ντροπή το κεφάλι και δε θα ξαναμιλούσαν δημόσια. Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε περηφάνεια και αξιοπρέπεια, ιδιότητες τις οποίες έχουν προ πολλού απεμπολήσει.