Θα μπορούσε να είναι ανέκδοτο. «Ο άξονας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ μπορεί να δώσει την εικόνα της ειρήνης, της ανάπτυξης, της δικαιοσύνης και της ασφάλειας για την περιοχή», δήλωσε ο Σαμαράς. Ο άξονας Τελ Αβίβ – Αθήνα αποτελεί παράγοντα σταθερότητας σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα, δήλωσε ο Νετανιάχου.
Παράγοντας σταθερότητας το σιωνιστικό κράτος, που αντιμετωπίζει έναν συνεχή πόλεμο ανεξαρτησίας από τη μεριά του παλαιστινιακού λαού, που απειλεί ότι θα εξαπολύσει αεροπορική επίθεση ενάντια στο Ιράν, που απειλεί και απειλείται από τη Συρία και τις πατριωτικές δυνάμεις του Λιβάνου, που ζει διαρκώς μέσα στον πόλεμο και την απειλή πολέμου!
Αν ο Νετανιάχου έχει ανάγκη από τέτοιες δηλώσεις, καθώς το σιωνιστικό κράτος είναι απομονωμένο στη Μέση Ανατολή και έχει προβλήματα ακόμη και με την Τουρκία, ο Σαμαράς τι ανάγκη έχει να σπάσει την παραδοσιακή πολιτική που ακολουθούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις; Μια πολιτική «ίσων αποστάσεων» και προσεκτικού «φιλοαραβισμού»; Είναι προφανές ότι πάει ένα βήμα παραπέρα την πολιτική που εγκαινίασε ο Γ. Παπανδρέου, ακολουθώντας τις αμερικάνικες «παραινέσεις».
Η κυβερνητική προπαγάνδα, βέβαια, υποστηρίζει ότι η σχέση με το σιωνιστικό κράτος γίνεται «στρατηγική» και αυτό θα αποβεί προς όφελος της οικονομίας, διότι θα έλθουν ισραηλινές «επενδύσεις». Λες και το Ισραήλ διαθέτει καμιά σημαντική οικονομία, η οποία μπορεί να δώσει ανάσα στον χειμαζόμενο ελληνικό καπιταλισμό. Λες και υπήρξε οποιαδήποτε επενδυτική ανάσα ισραηλινής προέλευσης στην τριετία της βαθιάς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Το Ισραήλ είναι μια μικρή αγορά, μια χώρα με μικρό πληθυσμό, και οι επιχειρήσεις του έχουν συγκεκριμένους προσανατολισμούς. Οσο για το ευρωπαϊκό «λόμπι» των ΗΠΑ, δεν αντιμετωπίζει την Ελλάδα διαφορετικά από τους υπόλοιπους αμερικανούς καπιταλιστές, δεν αντιμετωπίζει την Ελλάδα διαφορετικά απ’ ότι οποιαδήποτε άλλη χώρα. Δεν υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει οποισδήποτε αναπροσανατολισμός στον οικονομικό τομέα, επειδή ο Σαμαράς πήρε τον αντιπρόεδρό του και το μισό υπουργικό συμβούλιο και πήγε να προσκυνήσει τους σιωνιστές στην έδρα τους. Οι 120 εκπρόσωποι ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων που τον συνόδευαν δεν ήταν παρά μπούγιο. Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν μπίζνες με το Ισραήλ, είχαν συμφωνίες στα σκαριά, κάποιες άλλες τις παζαρεύουν ακόμα, δεν πήγαν να διεκδικήσουν κάτι καινούργιο. Συνοδεύοντας τον πρωθυπουργό σαν «τσιρλίντερ» τον βοήθησαν να κάνει την προπαγάνδα των «κυοφορούμενων επενδύσεων που θα φέρουν την ανάπτυξη» και παράλληλα βελτίωσαν τις δικές τους σχέσεις με την κορυφή της κυβέρνησης.
Το σιωνιστικό κράτος, από την άλλη, κέρδισε πολιτικά από την παρουσία ενός πρωθυπουργού χώρας-μέλους της ΕΕ, ο οποίος κουβαλούσε μαζί του τόσους υπουργούς και ήταν διατεθειμένος να λειτουργήσει σαν γλάστρα (επειδή είχε δεσμευτεί σχετικά στην Ουάσινγκτον). Γι’ αυτό και πέρα από την απαίτηση για υποβάθμιση των επαφών με την παλαιστινιακή πλευρά, στην οποία υπάκουσε ο Σαμαράς, ο Νετανιάχου δε δίστασε, μιλώντας στο Ανώτερο Διακυβερνητικό Συμβούλιο Συνεργασίας, να επιτεθεί κατά του Ιράν και του πυρηνικού του προγράμματος, εκφράζοντας τη διαφωνία του και με την πολιτική που έχει εγκαινιάσει τελευταία ο Ομπάμα. Είναι γνωστό ότι το θράσος των σιωνιστών δεν έχει όρια. Οι ίδιοι διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο και την ίδια στιγμή θεωρούν casus bel-li το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και οποιασδήποτε άλλης γειτονικής χώρας. Ο Σαμαράς κατάπιε την προσβολή και περιορίστηκε να αναφερθεί έμμεσα στο θέμα, λέγοντας ότι «δεν αποκλείει καμία χώρα, αντίθετα συμπεριλαμβάνει όλες τις χώρες που σέβονται τις αρχές της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας».
Μ’ άλλα λόγια, ο ξεσαλωμένος Νετανιάχου χρησιμοποίησε τον Σαμαρά για να στείλει επιθετικό μήνυμα κατά του Ιράν. Αιφνιδιασμένο από την ιταμότητα του α-κραίου σιωνιστή, το μέγαρο Μαξίμου φρόντισε να διαρρεύσει στα παπαγαλάκια του ότι η ισραηλινή πλευρά ζητούσε να περιληφθούν αναφορές στο Ιράν και τη Συρία στο κοινό ανακοινωθέν που υπέγραψαν οι δυο πρωθυπουργοί, αλλά η ελληνική πλευρά δε δέχτηκε. Παρουσιάζουν ως επιτυχία το γεγονός ότι δεν συνυπέγραψαν με το Ισραήλ αναφορές επιθετικού τύπου ενάντια σε δυο γειτονικές χώρες που είναι εχθροί του Ισραήλ!
Ο Σαμαράς ένα αίτημα μόνο είχε, με την ικανοποίηση του οποίου θα μπορούσε να παίξει ένα ακόμη επεισόδιο του σίριαλ success story στο εσωτερικό, όμως οι σιωνιστές του έβαλαν πάγο. Η ελληνική πλευρά μετέφερε πρόταση-σχέδιο για την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου που θα συνδέει το Ισραήλ και την Κύπρο με την Κρήτη, απ’ όπου το αέριο θα μπορεί να διοχετευθεί είτε απευθείας στην Ιταλία, είτε μέσω Ελλάδας προς την Ευρώπη. Το σχέδιο που μετέφερε η ελληνική πλευρά είναι εκτιμώμενου κόστους 4,7 δισ. ευρώ. Δεν περίμενε, βέβαια, υπογραφή κάποιας συμφωνίας ο Σαμαράς. Περίμενε, όμως, μια αναφορά στη συμφωνία ενεργειακής συνεργασίας που θα υπέγραφαν ο Μανιάτης με τον ισραηλινό ομόλογό του, για να μπορεί να δημαγωγεί για τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα που έρχονται.
Οι σιωνιστές δεν του έκαναν τη χάρη, μολονότι προσαρμόστηκε πλήρως στις αντιπαλαιστινιακές απαιτήσεις τους. Στη συμφωνία που υπογράφτηκε δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο ελληνικό σχέδιο. Κι αυτό δεν γίνεται τυχαία. Πρώτη προτεραιότητα της σιωνιστικής πολιτικής είναι η κατασκευή αγωγού μέσω Τουρκίας, γεγονός που θα αναθερμάνει και τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις. Ηδη διεξάγονται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο κυβερνήσεις, γιατί και ο Ερντογάν θέλει να καταστήσει την Τουρκία βασικό διαμετακομιστικό κόμβο. Η πλάκα είναι πως, σύμφωνα με όσα διέρρευσε η ελληνική πλευρά, οι ισραηλινοί ζήτησαν να διερευνηθεί η δυνατότητα χρηματοδότησης του αγωγού από κοινοτικά κονδύλια! Μ’ άλλα λόγια, ζήτησαν από τον Σαμαρά να επιστρέψει με τον κηδεμόνα του. Να πείσει πρώτα την ΕΕ να χρηματοδοτήσει έναν τέτοιο αγωγό και μετά να κάνει προτάσεις στο Ισραήλ.
Το μόνο που «πήρε» ο Σαμαράς και το διασάλπισαν τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας ήταν η φράση του Νετανιάχου, ότι «ο έξυπνος μάνατζερ πηγαίνει τώρα στην Ελλάδα, αύριο θα πηγαίνουν όλοι»! Κατόπιν αυτής της φράσης, αναμένεται πλημμυρίδα εβραίων μάνατζερ που θ’ αναζητούν «ευκαιρίες» στην Ελλάδα. Ξεπέρασαν κάθε όριο γελοιότητας για να κρύψουν το γεγονός ότι βαθαίνουν τη συνεργασία με ένα αποκρουστικό κρατικό μόρφωμα, το οποίο δεν έχει να επιδείξει τίποτ’ άλλο εκτός από κατοχή, επιθέσεις και εγκλήματα πολέμου.