Πρόκληση χαρακτηρίζαμε στο προηγούμενο φύλλο τη μη προφυλάκιση των τριών νεοναζί βουλευτών. Αναφερόμενοι στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης, στο οποίο υποτίθεται πως είναι αυστηρά προσηλωμένοι οι δικαστές, αποκρούοντας κάθε πολιτική σκοπιμότητα, σημειώναμε:
«Ολοι τους είναι βουλευτές και έχουν συλληφθεί χωρίς άρση της ασυλίας τους, μόνο για το αδίκημα της συμμετοχής (και διεύθυνσης) “εγκληματικής οργάνωσης”, που είναι κακούργημα αυτόφωρο, διότι η οργάνωση θεωρείται ότι έχει διαρκή δράση. Απ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους. Ολοι κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Οσα λέγονται για τον Λαγό και τον Μιχαλολιάκο, ότι αυτοί είναι “δεμένοι” στην υπόθεση της δολοφονίας Φύσσα, είναι ανυπόστατα, διότι απλού-στατα η ανάκριση δεν μπορεί να διερευνήσει την εμπλοκή τους σ’ αυτό το αδίκημα, αφού το αυτόφωρο πέρασε και δεν έχει αρθεί η βουλευτική τους ασυλία γι’ αυτό το αδίκημα.
Το άλλο επιχείρημα που διοχετεύεται από την Ευελπίδων είναι πως οι τρεις που δεν προφυλακίστηκαν δεν κρίθηκαν ύποπτοι φυγής, ούτε ύποπτοι διάπραξης νέων αδικημάτων, καθώς είναι πλέον γνωστά πρόσωπα, όπως και οι μεταξύ τους διασυνδέσεις. Και γιατί αυτό δεν ισχύει για τον Λαγό και τον Μιχαλολιάκο;
Ομως και αυτό καθαυτό το επιχείρημα συνιστά πρόκληση, αν το δει κανείς από τη σκοπιά του ισχύοντος ποινικού δικαίου. Εχεις μια “εγκληματική οργάνωση”, έχεις συλλάβεις κάποιους ως διευθυντικά στελέχη της, θεωρείς ότι η οργάνωση ακόμη υφίσταται, εξακολουθείς να συλλαμβάνεις μέλη της σε διάφορες πόλεις της χώρας, εξακολουθείς να ψάχνεις για να βρεις στοιχεία για άλλους, και αφήνεις ελεύθερους τους μισούς από τη διευθυντική ομάδα, προσφέροντάς τους (μιλώντας πάντα με βάση την ποινική λογική) τη δυνατότητα να οργανώσουν την απόκρυψη στοιχείων (π.χ. του οπλοστάσιου που υπάρχει, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και δεν έχει βρεθεί), να οργανώσουν την ποινική άμυνα των μελών των ταγμάτων εφόδου, δυσχεραίνοντας έτσι το έργο της ανάκρισης. Πόσο μάλλον που η βουλευτική ασυλία, την οποία εξακολουθούν να έχουν, τους προσφέρει τεράστια ευχέρεια κινήσεων».
Οι αποφάσεις των δύο ανακριτών και των δύο εισαγγελέων, οι οποίες έχουν δει πλέον το φως της δημοσιότητας, όπως ακριβώς είναι καταγραμμένες (χειρόγραφα) στο τέλος των απολογιών των κατηγορούμενων, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο αυτών των απολογιών, επιβεβαιώνουν απόλυτα την εκτίμησή μας.
Ολοι οι νεοναζί βουλευτές αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς κατηγορητήριο. Ολοι δέχτηκαν περίπου τις ίδιες ερωτήσεις. Ομως, η κρίση ανακριτών και εισαγγελέων είναι διαφορετική. Για τους Κασιδιάρη και Παναγιώταρο (προφανώς και για τον Μίχο, του οποίου δεν έχουμε δει την απολογία) δεν αναφέρουν κανένα σκεπτικό, παρά γράφουν: «Αφού ακούσαμε τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του επιβάλλουμε τους περιοριστικούς όρους 1) της εγγυοδοσίας ποσού 50.000 ευρώ και 2) της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα» (αυτό για τον Κασιδιάρη, γιατί στον Παναγιώταρο δεν επέβαλαν εγγυοδοσία).
Αντίθετα, για τον Μιχαλολιάκο σημειώνουν: «Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξεως (συνεχής και αδιάλειπτος έλεγχος της οργάνωσης και δυνατότητα κατεύθυνσης των εναπομεινάντων με εισέτι εντοπισθέντων μελών αυτής) κρίνεται πιθανό, εάν αφεθεί ελεύθερος, να τελέσει νέα εγκλήματα».
Το ίδιο και για τον Παππά: «Προκύπτει η εξακολουθητική, συστηματική και συντονισμένη δράση του, με τη θέση του ηγετικού στελέχους στην οργάνωση και η δυνατότητα καθοδήγησης και κρίνεται με βάση τα ανωτέρω χαρακτηριστικά ότι, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Η απόφαση για προφυλάκιση δεν επικαλείται οποιονδήποτε συσχετισμό με τη δολοφονία Φύσσα ή οποιαδήποτε άλλη από τις 32 δικογραφίες, αλλά στέκεται αυστηρά στο αδίκημα για το οποίο συνελήφθησαν: «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με διευθυντικό ρόλο». Υποστηρίζει ότι υπάρχουν ασύλληπτα μέλη της οργάνωσης, τα οποία οι Μιχαλολιάκος και Παππάς μπορούν να συντονίσουν και να διαπράξουν νέα εγκλήματα. Δεδομένου, όμως, ότι οι Κασιδιάρης, Παναγιώταρος και Μίχος κατηγορούνται επίσης ως ηγετικά στελέχη της οργάνωσης (που είναι κιόλας), γιατί δεν υπάρχει και γι’ αυτούς ο κίνδυνος να συντονίσουν τα μη συλληφθέντα μέλη και να διαπράξουν νέα εγκλήματα; Και όμως, τους διαχώρισαν από τους άλλους δύο. Ισως να διαχώριζαν και τον Παππά, αν δεν είχε ξεσπάσει στο μεταξύ σάλος που τους ανάγκασε να αναδιπλωθούν.
Επιβεβαιώνεται έτσι πλήρως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το ρεπορτάζ του προηγούμενου φύλλου της «Κ»:
«Είναι προφανές, ότι η μη προφυλάκιση των τριών νεοναζί βουλευτών είναι πέρα από το πνεύμα και το γράμμα του ισχύοντος ποινικού δικαίου και πέρα από την παράδοση που έχουν δημιουργήσει οι ελληνικές δικαστικές αρχές. Το γεγονός ότι τη σχετική απόφαση διαχωρισμού των κατηγορούμενων σε προφυλακιστέους και μη, σε «επικίνδυνους» και «ακίνδυνους», σε «καλούς» και «κακούς» πήραν δυο ανακριτές και δυο εισαγγελείς ομόφωνα, δείχνει ότι δούλεψε άλλο κέντρο. Κέντρο ισχυρό, που μπορούσε να καλύψει τα νώτα τους. Γιατί αποκλείεται να μην ήξεραν τι αποτελέσματα θα προκαλούσε αυτή τους η απόφαση. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να ομοφωνήσουν τέσσερις δικαστικοί σ’ ένα τόσο σοβαρό πολιτικό ζήτημα, εν γνώσει τους ότι ποινικά η απόφασή τους ήταν εντελώς μετέωρη. Μόνο η ύπαρξη κάποιου ισχυρού κέντρου μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μπετονένια ομοφωνία (ένας να διαφωνούσε, οι τρεις θα προφυλακίζονταν μέχρι να αποφανθεί το συμβούλιο)».
Δενείναι τυχαίο ότι οι επιθέσεις στους συγκεκριμένους δικαστές από συγκεκριμένα κέντρα (συγκροτήματα Ψυχάρη, Μπόμπολα, υπουργούς) συνεχίστηκαν και μετά την προφυλάκιση των Μιχαλολιάκου-Παππά, ενώ ο Δένδιας εμμέσως πλην σαφώς επέρριψε ευθύνη στους δικαστικούς, λέγοντας ότι αν ήθελαν περισσότερα στοιχεία μπορούσαν να τα ζητήσουν από τους μπάτσους. Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Αθανασίου εξαφανίστηκε (σα ν’ άνοιξε η γη και τον κατάπιε), ενώ η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε να συνέλθει η Ολομέλεια Εφετών και να ορίσει ειδικό εφέτη ανακριτή για την υπόθεση. Γιατί δεν το έκαναν αυτό από την πρώτη μέρα, αλλά άφησαν το Πρωτοδικείο να κάνει τις πρώτες αποφασιστικές ανακριτικές πράξεις; Προφανώς πίστευαν ότι ελέγχουν απόλυτα την κατάσταση, αλλά το άλλο κέντρο αποδείχτηκε πιο ισχυρό. Τώρα, βέβαια, ο Σαμαράς φαίνεται να ελέγχει την κατάσταση, αλλά τη ζημιά την έπαθε. Ετσι, όμως, είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο γερές πλάτες έχει η νεοναζιστική συμμορία.