Στην ειδική συνεδρίαση που έγινε στη Βουλή στις 11 Ιούλη, για να ενημερώσει ο Τσίπρας για το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας (στην πραγματικότητα εκείνο που επεδίωκε ήταν να δημιουργήσει μια εικόνα εθνικής συναίνεσης, αλλά ας το παραβλέψουμε), ο Θεοδωράκης του Ποταμιού έθεσε ένα ζήτημα: «Ειλικρινά ελπίζουμε οι εξηγήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τους λόγους κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων να συμβαδίσουν με τις εκτιμήσεις και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΗΕ (…) Αν οι εξηγήσεις που μας δώσατε ακούγοντας τον κ. Κοτζιά δεν συμπίπτουν με τις ερμηνείες που τελικά θα γίνουν στην Κύπρο, στον ΟΗΕ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε τα ερωτήματα θα είναι πολλά. Θα είναι άλλη μια ένδειξη ότι οι διαπραγματεύσεις, είτε στα οικονομικά είτε στα εθνικά, δεν είναι το ισχυρό σας χαρτί».
Ο Κοτζιάς, που πήρε τον λόγο αμέσως μετά τον Θεοδωράκη, επικαλέστηκε γεγονότα που (κατά τη δική του περιγραφή) έγιναν στο Κραν Μοντανά, με πρωταγωνιστές τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτέρες και τον τούρκο ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου. Είπε ότι η Τουρκία είχε κάνει συζήτηση με τον Γκουτέρες για συμβιβαστική συμφωνία, αλλά στην τελική νυχτερινή συζήτηση το αρνήθηκε, γεγονός που ανάγκασε τον Γκουτέρες να πει (πάντα κατά την περιγραφή του Κοτζιά), ότι «αυτή η Διάσκεψη τελειώνει, διότι η Τουρκία άλλα μου είπε, άλλα λέει εδώ και παίρνω πάνω το βάρος ότι παρανόησα τις προτάσεις της Τουρκίας». Και κατέληξε ο Κοτζιάς, απαντώντας στον Θεοδωράκη: «Κατά συνέπεια, δεν το βρίσκει εξαιρετικά ευγενικό, όταν υπάρχει πάρα πολύ σαφής διατύπωση του Γενικού Γραμματέα, να τίθενται αυτές στην ελληνική Βουλή υπό αμφισβήτηση».
Τα ίδια επανέλαβε και ο Τσίπρας στο κλείσιμο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, απαντώντας στον Θεοδωράκη. Ισχυρίστηκε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά, ότι αυτή τη φορά ο ΟΗΕ δε θα κρατήσει ίσες αποστάσεις, αλλά θα ρίξει το βάρος για το ναυάγιο στην πλευρά της Τουρκίας. Αναφέρθηκε σε εύσημα που αποδόθηκαν και από την ΕΕ και από τον ΟΗΕ στην ελληνική πλευρά «για το πόσο εποικοδομητική και δημιουργική στάση κράτησε στις διαπραγματεύσεις» και διαβεβαίωσε τον Θεοδωράκη ότι δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα: «Θα το διαπιστώσετε, δεν θέλω να αντιδικήσω. Πράγματι, θα ήταν μεγάλο πρόβλημα εάν ίσχυε αυτό που λέτε, αλλά δεν ισχύει».
Κι ύστερα, δεν ήρθαν οι μέλισσες, αλλά ο Εσπεν Μπαρθ Αιντε. Ο ειδικός διαπραγματευτής του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Λίγο πριν μεταβεί στην Κύπρο για επαφές με τους Αναστασιάδη και Ακιντζί, έδωσε μια συνέντευξη στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, στην οποία χαρακτήρισε «μια συλλογική αποτυχία» το αποτέλεσμα της συνόδου στο Κραν Μοντανά, η ευθύνη για την οποία «συμπεριλαμβάνει όλους όσους ήταν εκεί». Οπως τόνισε, αν κάτι αποτύχει, «όλοι πρέπει να σκεφτούν τι έπρεπε να κάνω για να το βελτιώσω, αντί να τρέχω και να πω ότι όλοι οι άλλοι έκαναν τα λάθη». Ακόμα και για τις προτάσεις που έκανε ο Αναστασιάδης για τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, τις οποίες χαρακτήρισε «πολύ σημαντικά και πολύ εποικοδομητικά ανοίγματα από την ελληνοκυπριακή πλευρά και τον κ. Αναστασιάδη», δεν παρέλειψε να πει ότι «παρουσιάστηκαν εντός του πλαισίου να ικανοποιείτο κι αυτός σε άλλα θέματα» (δηλαδή, κατά τον νορβηγό διπλωμάτη και πολιτικό, ο Αναστασιάδης έκανε παζάρι του τύπου «σου δίνω για να μου δώσεις»).
Σε ό,τι αφορά το περιβόητο δείπνο της 6ης του Ιούλη, που μετά από πολλές ώρες κατέληξε χαράματα στο ναυάγιο, ο Αιντε ισομοίρασε απόλυτα τις ευθύνες: «Ολοι στο δωμάτιο καταλάβαιναν ότι αυτό δεν οδηγούσε κάπου. Υπήρχε επιδείνωση της εμπιστοσύνης … Το κλίμα, ο τόνος, ο τρόπος που μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους και για τους άλλους, δεν ταίριαζε σε ανθρώπους που επρόκειτο να ενωθούν».
Ο Αιντε δεν επιβεβαίωσε τον Θεοδωράκη (που θα ήθελε να επιρριφθούν οι ευθύνες στην ελληνική πλευρά, γιατί θεωρεί τον Κοτζιά σκληρό εθνικιστή που πήγε στο Κραν Μοντανά για να σαμποτάρει κάθε προοπτική συμφωνίας), δεν επιβεβαίωσε όμως και τους Κοτζιά-Τσίπρα, που διαβεβαίωναν τη Βουλή ότι ο ΟΗΕ θα ρίξει τις ευθύνες για το ναυάγιο αποκλειστικά στην τουρκική πλευρά. Προσέχοντας να μην αφήσει τον παραμικρό υπαινιγμό σε βάρος της Τουρκίας, ο Αιντε έριξε τις ευθύνες και στα δύο μέρη, εκτιμώντας ότι κανένα από τα δύο δεν ήθελε συμφωνία.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις σημασία δεν έχει ποια είναι η αλήθεια (αυτή μόνο μέσα από τη δημοσιοποίηση επίσημων πρακτικών θα μπορούσαμε να τη μάθουμε), αλλά πόσο βάρος έχει η κάθε δήλωση. Μια δήλωση του Κοτζιά ή του Τσαβούσογλου, του Αναστασιάδη ή του Ακιντζί δε θεωρείται αντικειμενική. Το αντίθετο ισχύει για μια δήλωση του Αιντε, γιατί αυτός υποτίθεται ότι είναι ένας ουδέτερος διπλωμάτης, που έχει φάει ώρες και μέρες σε χωριστές και από κοινού συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη, πασχίζοντας να βρει λύση, κάμπτοντας την αδιαλλαξία και των δύο πλευρών.
Οι ίσες αποστάσεις του Αιντα έχουν και ένα άλλο αποτέλεσμα. Νομιμοποιούν απόλυτα την απαίτηση της Τουρκίας για τη διατήρηση κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο και επεμβατικού δικαιώματος. Το είπε εμμέσως πλην σαφώς, απαιτώντας επί της ουσίας από την ελληνική-ελληνοκυπριακή πλευρά να υποχωρήσει και να αναζητήσει «συμβιβαστική λύση» και σ' αυτό το θέμα.
Η συμπεριφορά αυτή του Αιντε θεωρήθηκε μπαμπεσιά από τους Αναστασιάδη και Κοτζιά. Ο κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης έκανε μια σκληρή δήλωση , κατηγορώντας τον Αιντε ότι «δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις πίστευε αυτό που ήθελε να συμβεί και μέσα σε αυτό το πλαίσιο υποβάθμιζε ουσιαστικές διαφωνίες και δυσκολίες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Ο Χριστοδουλίδης είπε ακόμα ότι «οι προσωπικές εκτιμήσεις, πεποιθήσεις και οι επιτηδευμένοι ακροβατισμοί, με όποιο τρόπο και αν ειπωθούν και σε ό,τι και αν αποσκοπούν, δεν μπορούν να ανατρέψουν την πραγματικότητα και ό,τι και να υπονοείται ή και να εννοείται από κάποιους. Μια είναι η ωμή, λυπηρή πραγματικότητα, ότι οι διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά τερματίστηκαν εξαιτίας των αδιάλλακτων θέσεων της Αγκυρας». Εθεσε δε και θέμα αυτοκριτικής από τον ίδιο τον διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, «ο οποίος επιτέλεσε ρόλο, συνέβαλε στη δημιουργία προσδοκιών και συνέτεινε στην προετοιμασία ή απουσία επαρκούς προετοιμασίας των συναντήσεων διεθνών ή και άλλων». Ανάλογου περιεχομένου ανακοίνωση εξέδωσε και το ελληνικό ΥΠΕΞ, ξεκινώντας με το… παραπονιάρικο (και αφελές) ερώτημα: «Απορούμε γιατί ο κ. Αιντε δίνει συνεντεύξεις μόνο σε ελληνόφωνα έντυπα. Περιμένουμε δε πότε θα μιλήσει και σε εφημερίδα της Τουρκίας και θα εξηγήσει τις ευθύνες της τελευταίας για την κατάρρευση των συνομιλιών»! Στο τέλος, η ανακοίνωση ήταν σκληρή: «Εκτός και αν ο κ. Αιντε βρισκόταν σε άλλη Διάσκεψη ή ήθελε να ακούσει διαφορετικά πράγματα… Απ’ ό,τι φαίνεται ο κ. Αιντε προβαίνει σε δηλώσεις ως κάποιος που έχει πρόθεση να παραιτηθεί από μεσολαβητής του ΟΗΕ ενόψει της, ως φαίνεται, πιο ικανοποιητικής θέσης του εκπροσώπου Τύπου της τουρκικής κυβέρνησης. Η φράση του στην ίδια συνέντευξη “δεν το είπε ακριβώς έτσι ο κ. Τσαβούσογλου“, είναι ενδεικτική της μετακίνησης που κάνει».
Εννοείται πως ο Αιντε έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι τις καταγγελίες. Συναντήθηκε με τον Αναστασιάδη και μετά τη συνάντηση (και λίγο πριν συναντηθεί με τον Ακιντζί) έκανε δηλώσεις, επαναλαμβάνοντας όσα είχε πει στη συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ. Επανέλαβε ότι ο ΟΗΕ παραμένει δεσμευμένος να βοηθήσει τις δυο πλευρές να συγκεράσουν τις απόψεις τους, «για επανασυγκόλληση της διαδικασίας», και -όπως είπε- αυτό θα είναι δύσκολο. «Είμαι εδώ για να ακούσω τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων», είπε, ενώ αναφερόμενος στο ναυάγιο του Κραν Μοντανά, επανέλαβε ότι η Τουρκία αποδέχτηκε την κατάργηση του συστήματος εγγυήσεων, αλλά όχι την άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων της.
Οι θυμωμένες αντιδράσεις Αθήνας και Λευκωσίας στην παρέμβαση Αιντε μπορεί να είναι καλές για εσωτερική κατανάλωση στην Ελλάδα και την Κύπρο (ο Αιντε υποδεικνύεται ως «φιλότουρκος», ενισχύοντας το «εθνικό αφήγημα»), όμως όποιος γνωρίζει την ιστορία του Κυπριακού γνωρίζει πως δεν υπήρξε ποτέ ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ που να μην κατηγορήθηκε ως «φιλότουρκος». Προσπαθούν να μετατρέψουν σε προσωπικό ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Η Τουρκία έχει κερδίσει πράγματα με το ξίφος και δεν πρόκειται να τα εγκαταλείψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκτός αν τα ανταλλάξει με κάτι εξίσου σημαντικό για την ίδια. Οι ιμπεριαλιστές, για λογαρια-σμό των οποίων ενεργεί ο ΟΗΕ, αποδέχονται το στάτους που έχει δημιουργηθεί μετά το 1974 και οι πιέσεις τους είναι υπέρμετρες προς την ελληνοκυπριακή πλευρά. Με αυτά τα δεδομένα, τι γύρευαν Λευκωσία και Αθήνα στους δύο γύρους των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία; 'Η θα αποδέχονταν τη λύση που ήθελε η Τουρκία ή θα έφευγαν χωρίς λύση. Την κατοχική λύση δεν μπορούσαν να τη σηκώσουν, γι' αυτό και δεν την υπέγραψαν. Τα υπόλοιπα, ότι τάχα οι ιμπεριαλιστές θα «έστηναν στον τοίχο» την Τουρκία, είναι παραμύθια. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο οι ιμπεριαλιστές, όταν οι ίδιοι δεν έχουν να δώσουν κάτι ως αντάλλαγμα στην Τουρκία (ούτε καν το ξεπάγωμα της ενταξιακής στην ΕΕ διαδικασίας); Αντίθετα, έχουν κάθε λόγο να ζητούν περισσότερες υποχωρήσεις από την ελληνοκυπριακή πλευρά.