Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Κρίση που είναι αποτέλεσμα της βαθιά αντιλαϊκής και αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία διετία, που έχει οδηγήσει τους βασικούς πόλους του συστήματος εξουσίας σε πλήρη απαξίωση στα μάτια του ελληνικού λαού. Οταν οι κορυφές δεν μπο- ρούν να εξασφαλίσουν όχι συναίνεση, αλλά ούτε καν ανοχή, τότε αρχίζει μια πολιτική κρίση.
Μετά τις εκλογές του 2009 και την πανηγυρική νίκη του ΠΑΣΟΚ, φάνηκε πως το σύστημα παίρνει μια βαθιά ανάσα, καθώς πλατιές εργαζόμενες μάζες περίμεναν από το ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει αυτά που υποσχόταν προεκλογικά. Και τα μισά απ’ αυτά να εφάρμοζε, πολύς κόσμος θα ήταν ευχαριστημένος, δεδομένου ότι είχε μάθει να αρκείται στα ελάχιστα, έχοντας την ψυχολογία του ηττημένου και της μιζέριας. Ομως, από το Φλεβάρη του 2010 που άρχισαν να παίρνονται τα πρώτα αντιλαϊκά μέτρα και ειδκά μετά το Μάη της ίδιας χρονιάς, που ψηφίστηκε το Μνημόνιο και άρχισαν τα απανωτά «πακέτα», το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε απογυμνωμένο από κάθε κοινωνικό του στήριγμα. Δεν υπάρχει προηγούμενο άλλης κυβέρνησης που να έχει φθαρεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, την περίοδο μετά την πτώση της χούντας που ο κοινοβουλευτισμός λειτουργεί ομαλά στην Ελλάδα.
Πέρασε ένας χρόνος γοργής απαξίωσης του ΠΑΣΟΚ, στη διάρκεια του οποίου το πολιτικό σύστημα φαινόταν να λειτουργεί. Η ΝΔ φαινόταν να επανακάμπτει με ταχύτατους ρυθμούς και ο Σαμαράς ετοίμαζε τα πρωθυπουργικά κοστούμια, χωρίς να εκβιάζει εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ χρεωνόταν όλο το πολιτικό κόστος της «μνημονιακής» πολιτικής και οι άλλοι την έβγαζαν καθαρή. Μέχρι που ήρθε αυτός ο «μαύρος» Νοέμβρης του 2011 και άλλαξε τα δεδομένα. Το ΠΑΣΟΚ κλάταρε. Δεν μπορούσε να κυβερνήσει άλλο. Ο Παπανδρέου έφαγε μια κλοτσιά από τη Μέρκελ κι άλλη μια από τον Σαρκοζί και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Ο Σαμαράς διεκδίκησε εκλογές, αλλά σε λιγότερο από μια βδομάδα έκανε γαργάρα το αίτημά του. Τα μηνύματα από το εξωτερικό και το εσωτερικό ήταν να κάτσει στ’ αυγά του, γιατί θα τον συντρίψουν. Ετσι, προέκυψε η συγκυβέρνηση με πρωθυπουργό έναν πρώην υπάλληλο της ΕΚΤ, τον Παπαδήμο, αρεστό στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Και ο Σαμαράς πήρε ένα ακόμη σκληρό μάθημα, όταν εξαναγκάστηκε να υπογράψει μια ταπεινωτική δήλωση νομιμοφροσύνης, η οποία θεσμικά δεν έχει καμιά αξία, έχει όμως έναν τεράστιο πολιτικό συμβολισμό.
Η συγκυβέρνηση πέρασε το μήνα του μέλιτος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η έκτη δόση εγκρίθηκε, οι διαπραγματεύσεις για το PSI ξεκίνησαν, η τρόικα ήρθε στην Αθήνα για έναν προπαρασκευαστικό γύρο, χωρίς προγραμματισμό για συμφωνία πάνω σε νέα μέτρα. Σ’ αυτόν τον προπαρασκευαστικό γύρο, όμως, διαπιστώθηκε ότι επήλθε το πλήρωμα του χρόνου για τα νέα μέτρα, προκειμένου να κλείσει η «μαύρη τρύπα» του 2011. Ηρθε η ώρα που όλοι ήξεραν ότι θα έρθει, αλλά απωθούσαν τη σκέψη από το μυαλό τους, προκειμένου να περάσουν μερικές ήσυχες μέρες. Και η πολιτική κρίση έκανε και πάλι την εμφάνισή της.
Ο Βενιζέλος θέλει να γίνει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Διαπίστωσε, όμως, ότι κάθε άλλο παρά άνετα μπορεί να κερδίσει, ακόμα κι αν πάρει το δαχτυλίδι από τον Γιωργάκη. Επεδίωξε να πάει την εκλογή σ’ ένα κλειστό εκλεκτορικό σώμα, για να την έχει σίγουρη, αλλά Λοβέρδος και Χρυσοχοΐδης απέρριψαν την πρότασή του. Και οι δυο τους κάνουν προεκλογική εκστρατεία, ενώ ταυτόχρονα εξαφανίστηκαν από το «μνημονιακό κάδρο». Και καλά, ο Χρυσοχοΐδης προορίζεται για τις γελοιογραφικές στήλες και τις σατιρικές εκπομπές μ’ αυτά που δηλώνει καθημερινά, όμως ο Λοβέρδος, ο άνθρωπος που πέρασε από δύο υπουργεία, που κατεδάφισε κοινωνική ασφάλιση και δημόσια υγεία, ο πολιτικός που καμάρωνε για το πόσο τον εκτιμά η τρόικα και το πόσο συνεργάσιμος είναι μαζί της, ο άνθρωπος που αν δεν έβγαινε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς τη μέρα πάθαινε κρίση, ξαφνικά εξαφανίστηκε, πέρασε στα μετόπισθεν, μπας και ξεχάσουν οι Πασόκοι τι πολιτικό κουμάσι είναι. Κι έμεινε μόνος του ο Βενιζέλος να σηκώνει στις πλάτες του τη «μνημονιακή» πολιτική, να είναι αυτός που θα πρέπει να περάσει ένα ακόμη εφιαλτικό πολυνομοσχέδιο. Και να εισπράττει όλη την πολιτική φθορά, την ώρα που οι άλλοι κρύβονται.
Γι’ αυτό και την περασμένη Δευτέρα δήλωσε πως αν χρειαστεί να παρθούν νέα μέτρα (ξέρει ότι θα παρθούν), αυτά θα πρέπει να έχουν την έγκριση όλων των κομμάτων της συγκυβέρνησης, αλλιώς θα πρέπει να τα πάρει κυβέρνηση που θα προκύψει από εκλογές. Κοντολογίς, είπε σε όλους ότι δεν είναι διατεθειμένος να παίξει το μαλάκα της παρέας και να ‘ναι αυτός ο μόνος χαμένος από τη συγκυβέρνηση.
Ο Παπαδήμος έσπευσε σε βοήθειά του, ξεκαθαρίζοντας ότι η κυβέρνησή του θα πάρει όσα μέτρα κριθούν απαραίτητα. Ο Καψής το έκανε πιο σαφές (βλέπε αναλυτικά στη σελίδα 3). Πέταξε, μάλιστα, και μια αόριστη απειλή περί ανασχηματισμού και την άφησε να αιωρείται, ενώ οι βαρόνοι των ΜΜΕ ξεκίνησαν μια προπαγάνδα περί σχηματισμού ολιγομελούς κυβέρνησης τεχνοκρατών, κατά το πρότυπο της κυβέρνησης Μόντι στην Ιταλία.
Στη ΝΔ, όμως, άρχισαν να «τζινάνε». Τα μέτρα αυτά λένε (με διαρροές, όχι με επίσημες δηλώσεις, για να ‘χουν ανοιχτή δίοδο υπαναχώρησης) δεν αφορούν το πλαίσιο της 26ης Οκτώβρη, που είναι και πλαίσιο σχηματισμού της συγκυβέρνησης, αλλά αφορούν την αποτυχία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να εκτελέσει σωστά τον προϋπολογισμό του 2011. Επομένως, δεν πρέπει να τα πάρει η κυβέρνηση Παπαδήμου, αλλά να συζητηθούν με την τρόικα μετά τις εκλογές, γιατί η νέα κυβέρνηση θα μπορεί να τα επαναδιαπραγματευθεί. Διαμηνύουν, δε, πάντοτε με διαρροές, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ψηφίσουν νέα μέτρα.
Και τι θα κάνουν, θα ρίξουν την κυβέρνηση Παπαδήμου; Θα αποσύρουν τους υπουργούς τους, αλλά δεν θα θέσουν ζήτημα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση; Και ποιον θα πείσουν ότι δε συγκυβερνούν; Κι αν έρθει το Γενάρη η τρόικα και πει ότι δεν υπογράφεται νέα δανειακή σύμβαση, αν πρώτα δεν κλείσουν οι εκκρεμότητες του 2011, όπως είναι λογικό να πει; Πώς θα κάνουν νέα συμφωνία μαζί σου, όταν εσύ δεν τηρείς κατά γράμμα την παλιά; Υπάρχει και κάτι ακόμη. Στη συμφωνία του προεδρικού μεγάρου μεταξύ Παπανδρέου, Σαμαρά και Καρατζαφέρη αναφέρεται ότι η συγκυβέρνηση θα εφαρμόσει όσα μέτρα είναι απαραίτητα για την παλιά και τη νέα δανειακή σύμβαση. Το πιθανότερο είναι ο Σαμαράς να κάνει πάλι πίσω (όπως με την επιστολή και τόσα άλλα), αυτό όμως δεν πρόκειται να εκτονώσει την πολιτική κρίση. Θα τη βαθύνει περισσότερο, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής θα ασκήσει έμπρακτα την ίδια αντιλαϊκή πολιτική.