Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, η κυβερνητική προπαγάνδα πήρε πολεμικούς τόνους: ο Σαμαράς ξεκινά περιοδεία στην Ευρώπη για να διαπραγματευτεί πολιτικά με τους εταίρους την πρόθεση της κυβέρνησης να μη δεχτεί νέα μέτρα. Ο Σαμαράς, βέβαια, δεν έκανε καμιά τέτοια περιοδεία. Επισκέφτηκε την Ιταλία και τη Μάλτα για συζητήσεις με τους ομολόγους του σχετικά με το ζήτημα της μετανάστευσης. Αλλωστε, πολιτική διαπραγμάτευση μακριά από το Βερολίνο και το Παρίσι δεν μπορεί να γίνει.
Οσο πλησίαζε η μέρα της συνόδου κορυφής της ΕΕ οι πολεμικοί τόνοι έπεφταν και στο τέλος εξαφανίστηκαν. Βλέπετε, ο Σαμαράς θα επεδίωκε να συναντηθεί με τη Μέρκελ. Η συνάντηση δεν έγινε, βέβαια, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής. Εγινε στο περιθώριο της συνάντησης των ηγετών του συντηρητικού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Και κράτησε μόλις 5 λεπτά, όπως φρόντισε να διαρρεύσει η γερμανική πλευρά, σκορπίζοντας στους πέντε ανέμους την προπαγάνδα του Μαξίμου για συνάντηση 20 λεπτών! Ηταν μια συνάντηση στο πόδι, δηλαδή, που έγινε για το θεαθήναι και όχι για να γίνει οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση. Αλλωστε, δεν είχαν προηγηθεί συναντήσεις υπουργών ή στενών συνεργατών των δύο πρωθυπουργών, που θα προετοίμαζαν μια ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των δύο.
Μπορούμε να φανταστούμε τον Σαμαρά να προσπαθεί να εξηγήσει στη Μέρκελ το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του, καθώς η τρόικα πιέζει αφόρητα και τα περιθώρια για την κυβέρνησή του είναι ελάχιστα. Και τη Μέρκελ να δείχνει κατανόηση και να κοιτάζει το ρολόι της, χωρίς να παραλείπει να πει στον Σαμαρά ότι δεν πρέπει να χαλαρώσουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και να κοιτάξουν οι υπουργοί του να συνεννοηθούν με την τρόικα, που θα έχει σε κάθε περίπτωση τον τελευταίο λόγο σ’ αυτή τη φάση. Επισήμως ισχύουν αυτά που είπε ο Ολι Ρεν, απαντώντας στη Βαλαβάνη του ΣΥΡΙΖΑ: ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί η τρέχουσα επιθεώρηση της τρόικας, μετά να τσεκαριστούν (κατά την άνοιξη) όλα τα στατιστικά στοιχεία από τη Eurostat, να γίνει μια ακόμη επιθεώρηση από την τρόικα (προγραμματισμένη) και «κάπου μέσα στο καλοκαίρι» θ’ ασχοληθούν και με το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους.
Είναι σαφές πλέον, πως έχουμε να κάνουμε με δυο αποκλίνουσες πολιτικές στρατηγικές. Ο Σαμαράς και η κλίκα του, είτε γιατί το πίστευαν είτε γιατί έτσι τους βόλευε προπαγανδιστικά, είχαν καλλιεργήσει την προσδοκία ότι μετά τις γερμανικές εκλογές θ’ αντιμετωπιζόταν τελεσίδικα το πρόβλημα του ελληνικού χρέους, είτε με ένα νέο «κούρεμα» (αυτό έλεγαν αρχικά) είτε με ρυθμίσεις που θα μετέφεραν πιο πίσω το τοκοχρεολυτικό βάρος (αυτό υποχρεώθηκαν να λένε στη συνέχεια, όταν δέχτηκαν αυστηρές προειδοποιήσεις από τη γερμανική πλευρά να σταματήσουν να μιλούν για «κούρεμα»). Η γερμανική πλευρά, όμως, έδειξε ότι δεν έχει καμιά τέτοια πρεμούρα. Και σ’ αυτό συμφωνούν και οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Ζητήματα αναδιαρθρώσεων δημόσιων χρεών θα συζητηθούν μετά τις ευρωεκλογές.
Γιατί αυτό; Γιατί οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στα ιμπεριαλιστικά κράτη της Ευρωζώνης δέχονται πιέσεις από τα ακροδεξιά και τα λεγόμενα «ευρωσκεπτικιστικά» ρεύματα και δε θέλουν σε καμιά περίπτωση να δείξουν ότι συζητούν νέες διευθετήσεις για το χρέος των «απείθαρχων» και «άσωτων» του υπερχρεωμένου «Νότου». Αντίθετα, θέλουν να παρουσιάσουν αυτά τα υπερδανεισμένα και υπό επιτήρηση κράτη ως παράδειγμα επιτυχίας, η οποία οφείλεται στην πολιτική που ασκήθηκε από τον γερμανογαλλικό άξονα. Αρα, στο διάστημα μέχρι τις νέες διευθετήσεις, που τοποθετούνται το επόμενο καλοκαίρι, αυτά τα κράτη θα έχουν να κάνουν με την τρόικα και τις υπηρεσίες της Κομισιόν.
Και τι θα γίνει στην περίπτωση που κάποια κυβέρνηση, όπως η ελληνική, βρεθεί μπροστά στο ισχυρό ενδεχόμενο ενός σοβαρού πολιτικού «ατυχήματος»; Σε μια τέτοια περίπτωση απαιτούνται πολιτικές λύσεις και η τρόικα δεν μπορεί να δώσει τέτοιες λύσεις. Γι’ αυτό υπάρχει το παρασκήνιο. Η τρόικα ξέρει να εκτελεί και πολιτικές εντολές, αρκεί να τις πάρει. Μπορεί, λοιπόν, να διαταχθεί να κάνει πίσω σε κάποιες από τις απαιτήσεις της, προκειμένου να διευκολυνθεί πολιτικά η ελληνική κυβέρνηση. Κι αυτό είναι που διεκδικούν αυτή την εποχή ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο. Διεκδικούν μια καλύτερη διάθεση συνεργασίας από τη μεριά της τρόικας, γεγονός που θα τους επιτρέψει να δείξουν ότι δήθεν διαπραγματεύονται σκληρά.
Αυτό, βέβαια, πρέπει να λειτουργήσει στην πράξη. Προς το παρόν, αυτό που βλέπουμε είναι το συνηθισμένο θέατρο της «αντίστασης» και της «διαπραγμάτευσης», που ξεκινά από τον πρωθυπουργό και φτάνει μέχρι τον τελευταίο βουλευτή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Θέατρο με ρόλους «ανυποχώρητων» και «υποχωρητικών», όπως πάντοτε.