Το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής στην 35ετία της μεταπολίτευσης καταγράφηκε στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής. Το 47,37% είναι σχεδόν κατά 30% μεγαλύτερο από το προηγούμενο ποσοστό-ρεκόρ, το 36,78% των ευρωεκλογών του 2004. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός των ευρωεκλογών και δεν αλλάζει, όσες μπούρδες και να γράψουν διάφοροι κομματικοί ινστρούκτορες και πολιτικοί αναλυτές. Γιατί όλοι αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του και από τη σκοπιά των συμφερόντων που υπηρετεί, προσπαθούν να υποβαθμίσουν το γεγονός και να το βάλουν μέσα σ’ ένα πλαίσιο που τους βολεύει.
Πριν μιλήσουμε για τα διάφορα ρεύματα που συναντήθηκαν στην αποχή και δημιούργησαν αυτό το μεγάλο ρεκόρ, πρέπει να σημειώσουμε μια παράμετρο που δίνει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το ρεκόρ. Είναι η πρώτη φορά που έγινε τόσο μεγάλος πόλεμος στην αποχή. Επειδή το ρεύμα φάνηκε από νωρίς, όλες οι δυνάμεις της συμμετοχής συνασπίστηκαν γύρω από το στόχο της απαξίωσης της αποχής ως πολιτικής στάσης. Από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μάλιστα, τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται σαν αριστερά έκαναν την πιο λυσσασμένη εκστρατεία ενάντια στην αποχή. Οχι μόνο με ψευτοδιλήμματα, αλλά με εκβιασμούς, του τύπου «η αποχή ευνοεί το κεφάλαιο, την ΕΕ και τα αστικά κόμματα εξουσίας». Οταν 273.000 ψηφοφόροι, που στις βουλευτικές εκλογές του 2007 είχαν ψηφίσει κάποια από τα ψηφοδέλτια της «ευρείας αριστεράς» σ’ αυτές τις εκλογές επέλεξαν την αποχή, προέβησαν σε μια ξεκάθαρη πολιτική πράξη. Ειδικά αυτοί οι ψηφοφόροι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν μπορούν να κατηγορηθούν ούτε ως απολίτικοι, ούτε ως αδιάφοροι, ούτε ως χαβαλέδες. Ξέρετε τι ποσοστό επί του συνόλου των ψηφοφόρων της «ευρείας αριστεράς» αντιπροσωπεύουν αυτοί που επέλεξαν την αποχή; 27,77%. Δηλαδή, σχεδόν ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους τους αυτή τη φορά επέλεξε να μην ψηφίσει. Γιατί το έκανε αυτό; Ουδείς δοκίμασε να κάνει μια ανάλυση ειδικά γι’ αυτούς τους ψηφοφόρους, που όταν τους ψήφιζαν στις βουλευτικές του 2007 μιλούσαν για αριστερή στροφή. Τώρα τι έγινε, δεξιά στροφή ή στροφή στο χαβαλέ;
Αν υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί πήγαιναν να ψηφίσουν τι θα γινόταν; Ο Περισσός θα πήγαινε στο 10.8% και θα έπαιρνε πάλι 2 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πήγαινε στο 6,7% και θα έπαιρνε 2 έδρες (θα έχανε 1 έδρα η ΝΔ) και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπαιρνε περίπου 0,5%. Ενα τέτοιο αποτέλεσμα τι θα ήταν; Αριστερή στροφή, επειδή το άθροισμα των ποσοστών της «ευρείας αριστεράς» θα ήταν 18,3%; Αριστερή στροφή με αποχή που και πάλι θα ήταν 46%; Θα θεωρούσαν τότε πως η αποχή των ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων είναι… ευλογία, γιατί ανεβάζει τα ποσοστά της… αριστεράς;
Σε τέτοιους παραλογι- σμούς οδηγεί η ενασχόληση με τις ψήφους, τα ποσοστά, τις έδρες. Οταν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν εξετάζεται σε συνάρτηση με την κοινωνική κίνηση που προηγήθηκε, με την πορεία της ταξικής πάλης.
Η αποχή-ρεκόρ στις ευρωεκλογές του 2009 αντανακλά διάφορα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα, που μπορεί να συναντήθηκαν στην εκλογική συμπεριφορά, όμως δεν έχουν κοινή αφετηρία. Αν μπορούμε να βρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλα αυτά τα ρεύματα, αυτό είναι ο μεγάλος θυμός. Ο μεγάλος θυμός που έκανε ακόμα και το συντηρητικό ψηφοφόρο να μην πάει να ψηφίσει κανέναν. Αυτό το θυμό, όταν προέρχεται από ανθρώπους του μόχθου, κανένας δεν δικαιούται να τον περιφρονεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το γεγονός πως είχαμε ευρωεκλογές και όχι εθνικές εκλογές, δηλαδή είχαμε εκλογές για κάτι το απόμακρο, το ξένο, που κανένας δεν θεωρεί ότι επηρεάζει τη ζωή του με τις αποφάσεις του, εν αντιθέσει με τις εθνικές εκλογές, που δίνουν κυβέρνηση και βουλή που ψηφίζουν νόμους και διαμορφώνουν πολιτικές, έπαιξε ρόλο στη μεγέθυνση της αποχής. Ομως, χωρίς τον μεγάλο θυμό δεν θα φτάναμε σε αυτό το πρωτοφανές για τα ελληνικά εκλογικά χρονικά νούμερο.
Οσοι φουσκώνουν αυτή τη διάσταση θα πρέπει να μας απαντήσουν γιατί αυτό δεν γινόταν και πριν στην Ελλάδα, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαμε ποσοστά αποχής και πάνω από το 50%; Γιατί οι Ελληνες θεωρούσαν υποχρεώσή τους να πάνε να ψηφίσουν (βοήθησε και η ακύρωση του κοινοβουλευτισμού από τη χούντα στο να αποκτήσει αυτός αίγλη) και στις ευρωεκλογές; Γιατί το ΠΑΣΟΚ έδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις ευρωεκλογές και την πάτησε, χάνοντας 850.000 ψηφοφόρους; Επειδή αυτοί ήταν επαναπαυμένοι ότι το κόμμα τους θα κερδίσει, όπως δήλωσε ο ανεκδιήγητος Παπακωνσταντίνου, ή επειδή είναι άχρηστοι, όπως δήλωσε ο Πάγκαλος; Και γιατί είναι αρνητικό κοινωνικό φαινόμενο η πλήρης απαξίωση του ξεφτιλισμένου ευρωκοινοβούλιου, η απαξίωση του πολύχρωμου κομματικού θιάσου που ζητά ψήφους σε κάθε ευκαιρία παρουσιάζοντας λαμπρά προγράμματα που όλοι ξέρουν ότι είναι μόνο για τα προεκλογικά φυλλάδια, η απαξίωση της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας που παρουσιάζεται σαν «η μεγάλη γιορτή της δημοκρατίας»; Αν μη τι άλλο, όλος αυτός ο κόσμος, που και όταν ψήφιζε –τουλάχιστον τις δυο τελευταίες δεκαετίες– το ‘κανε με κρύα καρδιά, χωρίς να ελπίζει σε κάποια σοβαρή αλλαγή, αυτή τη φορά έστειλε μια μεγαλοπρεπή μούντζα σε όλους τους. Ηταν σαν να τους έλεγε, παίξτε μόνοι σας, χωρίς εμάς. Σας σιχαθήκαμε και σας και το πολιτικό σας σύστημα.
Χωρίς το θυμό, που έχει φτάσει τους εργαζόμενους στο αμήν, τα κόμματα θα κατάφερναν να μανιπουλάρουν πολύ κόσμο και να τον στείλουν στις κάλπες, όπως έκαναν τις άλλες φορές. Μπορεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές να καταφέρουν να ξαναμαντρώσουν πολλούς, κάνοντας τους εκβιασμούς πιο αποτελεσματικούς. Η δύναμη του αστικού κοινοβουλευτισμού είναι μεγάλη και εμείς δεν την υποτιμούμε. Δεν υπάρχει κάτι (εννοούμε μια κοινωνική κίνηση διακριτή και εκτιμητέα) που να μας δείχνει με σιγουριά ότι η αποχή θα σταθεροποιηθεί σ’ αυτά τα επίπεδα. Δύσκολα, όμως, θα γυρίσει εκεί που ήταν πριν. Τα ποσοστά φαίνεται ότι θα κινούνται πάνω από το σύνηθες 23-27%.
Γιατί υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα που είτε κινείται σε ριζοσπαστική κατεύθυνση είτε ασφυκτιά και δεν παθητικοποιείται, αλλά πάσχει και αναζητά. Αυτό το κοινωνικό ρεύμα, που τόσο βάναυσα εξακολουθούν και τώρα να προσβάλλουν οι… κολλημένοι με τις εκλογές, οι ψηφοσυλλέκτες μαγαζάτορες, είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι από το μεγάλο μέτωπο της αποχής. Δεδομένα να το αποτυπώσει κανείς με ακρίβεια δεν υπάρχουν και εμείς τουλάχιστον δεν τρέφουμε καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτά που λένε οι δημοσκόποι. Υπάρχουν, όμως, κάποιες σταθερές.
Για παράδειγμα, ήταν σίγουρο ότι το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της νεολαίας, αυτό που συγκρούστηκε και μάτωσε το Δεκέμβρη, δεν θα προσερχόταν στις κάλπες για να ψηφίσει κανέναν. Κι όμως, κυρίως αυτό το κομμάτι έρχεται και λοιδορεί σήμερα η «ευρεία αριστερά», χωρίς –όπως πάντα– να έχει τα κότσια να συγκρουστεί μαζί του. Ιδού μερικά λαμπρά παραδείγματα:
«Αν η αποχή έλυνε προβλήματα, τότε στην Αμερική, όπου οι Πρόεδροι εκλέγονται με τις μισές ψήφου του εκλογικού σώματος, ο λαός θα ζούσε εδώ και δεκαετίες σε παράδεισο», έγραψε ο πρύτανης του εξυπνακισμού και της στρεψοδικίας Ν. Μπογιόπουλος στο «Ριζοσπάστη». Αντιστρέφοντας το συλλογισμό, βρίσκουμε αμέσως πως τα προβλήματα θα λυθούν μέσω των εκλογών! Προφανώς, εκείνος ο Μαρξ που έλεγε σαρκαστικά πως αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες, μάλλον… δεν ήξερε τι έλεγε.
«Μας απασχολεί το θέμα της αποχής των πολιτών, της αποχής της νεολαίας και ο τρόπος που θα συμμετέχουν στους κοινωνικούς αγώνες και στα κοινωνικά κινήματα», δήλωσε ο Ν. Χουντής, επικεφαλής στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ και γραμματέας του ΣΥΝ. Δηλαδή, όποιος έκανε αποχή από τις ευρωκάλπες απέχει και από αγώνες και κινήματα και περιμένει τους ροζ φωστήρες της Κουμουνδούρου να του δείξουν πώς θα ενταχθεί στο κοινωνικό κίνημα. Προφανώς, όλοι αυτοί που έγιναν παρανάλωμα στους αγώνες του Δεκέμβρη, έσπευσαν την περασμένη Κυριακή να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ! Μόνο που τα νούμερα δε βγαίνουν με τίποτα.
«Μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας στράφηκε (και ως έναν βαθμό οδηγήθηκε) προς την πολιτικά ανώδυνη αποχή, τους ενσωματώσιμους οικολόγους και διάφορα σχήματα ευκαιρίας της αστικής πολιτικής», ανακοίνωσε το ΝΑΡ. Ολα στο ίδιο τσουβάλι. Ολα τα ρεύματα της αποχής, οι Οικολόγοι και ο… Βεργής. Ανίκανοι να δουν πέρα από τη μύτη τους, στάζουν φαρμάκι για όποιον δεν τους ακολουθεί στο δρόμο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Το πόσο πολιτικά επώδυνη ή ανώδυνη είναι μια πράξη κρίνεται σε συνάρτηση με την κάλπη, δηλαδή με την πεμπτουσία του καπιταλισμού, και όχι σε συνάρτηση με την ταξική πάλη και τη συμμετοχή ενός εκάστου σ’ αυτή.
Για μας τα πράγματα δεν αλλάζουν και μετά την αποχή-ρεκόρ. Χωρίς να υποτιμού-με καθόλου αυτή την εκδήλωση του μεγάλου θυμού, καλώντας σε αποχή με ένα συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό, σημειώναμε ότι αυτή δεν είναι παρά ένα μικρό συμβολικό βήμα. Ενα βήμα που μπορεί να παραμείνει μετέωρο και να καταλήξει μια τζού-φια πολιτική πράξη (όσο τζούφια είναι και η ψήφος στον ένα ή τον άλλο κομματικό σχηματισμό), αν δεν αντιστοιχηθεί με κοινωνική κίνηση, με συμμετοχή στην ταξική πάλη, με διαδικασίες επαναστατικής ανασυγκρότησης του κινήματος.