Είναι ή δεν είναι διαρκές το κακούργημα της «ένταξης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση», με αποτέλεσμα να θεωρείται αυτόφωρο; Συλλαμβάνοντας τους Μιχαλολιάκο, Κασιδιάρη, Παναγιώταρο, Μίχο, Λαγό και Παππά, οι δικαστικές αρχές υποστήριξαν ότι το κακούργημα είναι αυτόφωρο και γι' αυτό μπορούσαν να τους συλλάβουν χωρίς άδεια της Βουλής, όπως ορίζει το άρθρο 62 του Συντάγματος.
Τώρα, πραγματοποιούν στροφή 180 μοιρών και απευθύνονται στη Βουλή ζητώντας την άδειά της για να απαγγείλουν τις ίδιες κατηγορίες κατά των Γερμενή, Μπούκουρα και Ηλιόπουλου, επικαλούμενοι το άρθρο 62 του Συντάγματος, που ορίζει ότι βουλευτής δεν συλλαμβάνεται, ούτε κατηγορείται χωρίς άδεια της Βουλής, εκτός αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα. Αρα, σύμφωνα με το σκεπτικό τους, δεν υπάρχει πλέον αυτόφωρο. Επομένως, δεν υπάρχει πλέον «εγκληματική οργάνωση».
Εκτός από την κραυγαλέα αντίφαση που εμφανίζεται (να μην υπάρχει «εγκληματική οργάνωση», αλλά να καλούνται «διευθυντικά στελέχη» της να απολογηθούν), υπάρχει και άλλη αντίφαση. Στις αποφάσεις τους για τις προφυλακίσεις Μιχαλολιάκου και Παππά, οι ίδιοι δικαστικοί (ανακριτές και εισαγγελείς) έγραψαν ότι είναι ηγετικά στελέχη και αν δεν προφυλακιστούν, θα έρθουν σε επαφή με μη συλληφθέντα μέλη της οργάνωσης. Αρα, ξεκίνησαν με την παραδοχή ότι η «εγκληματική οργάνωση» εξακολουθεί να υφίσταται. Επομένως, το κακούργημα εξακολουθεί να είναι αυτόφωρο.
Ως συνήθως, έχουν κάνει το ίδιο το νομικό τους σύστημα σουρωτήρι, προκειμένου να συμβιβάσουν τα διάφορα κέντρα που λειτουργούν στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος και των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, τα οποία έχουν αντιτιθέμενες απόψεις για το πώς πρέπει να εξελιχθεί η επιχείρηση «εξομάλυνσης» της νεοναζιστικής συμμορίας. Αυτοί οι χειρισμοί, βέβαια, δίνουν υλικό στους νεοναζί και τους δικηγόρους τους για να εμφανιστούν σαν θύματα πολιτικής δίωξης και να επιδιώξουν να πέσουν στα μαλακά, όταν έρθει η ώρα της δίκης.
Στα παπαγαλάκια που από την Τρίτη το απόγευμα έστησαν μια θορυβώδικη προπαγάνδα για την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», με την οποία υποτίθεται ότι οι ανακριτές ζητούν την άρση ασυλίας των Ηλιόπουλου-Γερμενή-Μπούκουρα, θα συστήναμε να διαβάζουν τα κείμενα κι αν δεν καταλαβαίνουν να ρωτάνε κάποιο δικηγόρο. Οι ανακριτές αναφέρουν ότι σκοπός της ΧΑ «ήταν εξαρχής και παραμένει, όπως προκύπτει από τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις (σ.σ. των «μεταμελημένων» νεοναζί), η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 134 επ. του Ποινικού Κώδικος)». Ομως, δεν ζητούν την άδεια της Βουλής για να ασκήσουν διώξεις γι' αυτό το αδίκημα, αλλά μόνο «για την πράξη της εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση και της διευθύνσεως αυτής». Δηλαδή, για την ίδια κατηγορία που αντιμετωπίζουν και οι πρώτοι έξι νεοναζί βουλευτές.
Αναφέρουν, βέβαια, οι ανακριτές ότι «για όλες τις διαπιστούμενες κατά την ανάκριση αξιοποίνους πράξεις, για τις οποίες δεν έχει ασκηθεί εισέτι ποινική δίωξη, θα αποσταλεί έγγραφό μας στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις κατά νόμον ενέργειές της». Δεν έχει ασκηθεί, λοιπόν, ποινική δίωξη για «εσχάτη προδοσία». Οι ανακριτές λένε πως θα στείλουν έγγραφο στην Εισαγγελία για να ασκήσει τέτοια δίωξη (κατά όλων των κατηγορούμενων), όπως και δίωξη κατά Παναγιώταρου για «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος» κτλ. Στο μεταξύ, η υπόθεση θα έχει πάει σε ειδικό εφέτη ανακριτή, οπότε θ' αλλάξει δικαστική βαθμίδα και θα τη συνεχίσει το Εφετείο.
Και βέβαια, για κάθε συμπληρωματική δίωξη σε βάρος των νεοναζί βουλευτών (σίγουρα θα υπάρξουν τέτοιες διώξεις και για «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας») θα πρέπει να ζητείται άρση ασυλίας από τη Βουλή. Ξεκινά έτσι ένα πολιτικο-δικαστικό γαϊτανάκι που θα πάρει καιρό. Η συγκυβέρνηση θα κάνει την «αντιφασιστική» προπαγάνδα της, τα ΜΜΕ θα παίζουν το παιχνίδι του αποπροσανατολισμού, και στο παρασκήνιο θα επιχειρείται να χτιστεί η «σοβαρή» ακροδεξιά (όπως την περιγράψαμε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ»), που τη χρειάζεται το σύστημα.