Η διαφήμιση δεν έχει σχέση με την ενημέρωση. Η διαφήμιση –ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες– είναι σκέτη απάτη. Ο διαφημιστής δεν καλείται να αναδείξει τα προτερήματα του προϊόντος που διαφημίζει. Αδιαφορεί αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν προτερήματα. Δικός του σκοπός είναι να μεγεθύνει τα προτερήματα που υπάρχουν, να δημιουργήσει ψεύτικα προτερήματα, να θάψει τα ελαττώματα. Ο διαφημιστής καλείται να παρουσιάσει το ασήμαντο σαν σημαντικό, το ελλιπές σαν πλήρες, το ελαττωματικό σαν τέλειο. Ο διαφημιστής καλείται να δημιουργήσει μια εικονική πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας ευφάνταστες ιδέες, τις οποίες μοντάρει με εργαλεία των παραστατικών τεχνών, ώστε να εγκλωβίσει τον υποψήφιο πελάτη σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα και να τον οδηγήσει στην αγορά του προϊόντος.
Οι τεχνικές της διαφήμισης χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια και στην αστική πολιτική. Ξεκίνησαν στις ΗΠΑ, πέρασαν τον Ατλαντικό και κυριάρχησαν και στην Ευρώπη, όπου πλέον οι πολιτικές καμπάνιες των αστικών κομμάτων σχεδιάζονται και εκτελούνται από ειδικούς της διαφήμισης, από χρυσοπληρωμένους επαγγελματίες, οι οποίοι έχουν ολόκληρες εταιρίες για το σχεδιασμό και τη διεκπεραίωση των πολιτικών διαφημίσεων που αναλαμβάνουν.
Δεν πρέπει να συγχέουμε τη σύγχρονη πολιτική διαφήμιση με την παλιά προπαγάνδα των κομμάτων, με την οποία προσπαθούσαν να προωθήσουν τις απόψεις τους και να χτυπήσουν τις απόψεις των πολιτικών τους αντιπάλων. Πλέον μιλάμε για κάτι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο για να εξαπατά. Δεν μιλάμε για συνθήματα, τα οποία απέβλεπαν μεν στην εξαπάτηση, ήταν όμως ευάλωτα στην αντίπαλη πολεμική, αλλά για μια εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη πραγματικότητα, η οποία αφήνει από ελάχιστα έως καθόλου περιθώρια κριτικής σκέψης.
Αν μιλήσουμε για την ιστορία των συνθημάτων, θα σταθούμε σίγουρα στο περίφημο σύνθημα του Λένιν, με το οποίο οι Μπολσεβίκοι σηματοδότησαν την πολιτική αντεπίθεσή τους και κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία των σοβιέτ από τον Απρίλη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917, σε μια Ρωσία που φλεγόταν από την επαναστατική κατάσταση: Καμιά εμπιστοσύνη στην προσωρινή κυβέρνηση – Ολη η εξουσία στα σοβιέτ. Σύνθημα σαφές, καθαρό, εύληπτο, την αλήθεια του οποίου μπορούσε ο κάθε εργάτης, αγρότης, στρατιώτης να επιβεβαιώσει καθημερινά, με βάση τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, αναρωτιόμαστε γιατί ένα κόμμα (κατά δήλωσή του) αριστερό χρειάζεται να προσλάβει μια από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρίες για να του οργανώσει την προεκλογική του καμπάνια. Αναφερόμαστε, όπως καταλαβαίνετε, στον ΣΥΡΙΖΑ, την προεκλογική καμπάνια του οποίου οργανώνει η εταιρία Cleverbank, του καπιταλιστή Δημήτρη Τζιώτη. Ενός καπιταλιστή ο οποίος έχει και μια προσωπική διαδρομή, χωρίς ίχνος αριστεροσύνης. Γόνος αστικής οικογένειας, απόφοιτος του περιβόητου Κολλεγίου Αθηνών, έκανε καριέρα στη διαφήμιση, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δούλεψε κυρίως με τους Παπανδρέου, αλλά μισθώθηκε και από την Αγγελοπουλίνα για την καμπάνια του 2004, και από τον Αβραμόπουλο για τις δημοτικές του καμπάνιες, και από την Κεφαλογιάννη για την καμπάνια «Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα». Είναι, με λίγα λόγια, ένας μισθοφόρος που πουλάει πανάκριβα τις υπηρεσίες του σε όποιον τον μισθώνει. Και δεν είναι ο μόνος. Αν υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό είναι: γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε να μισθώσει τον Τζιώτη για να του οργανώσει την εκλογική καμπάνια;
Η απάντηση είναι εύκολη: γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δε διαφέρει από όλα τα άλλα αστικά κόμματα. Με ψέματα και διαφημιστικά τρικ προσπαθεί να ψηφοθηρίσει. Ουδέποτε στην ιστορία χρειάστηκε τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα να χρησιμοποιήσουν τους επαγγελματίες της διαφήμισης, γιατί ουδέποτε είχαν την ανάγκη να επιστρατεύσουν ψέματα για να κοροϊδέψουν το λαό. Ούτε στην καθημερινή τους πολιτική παρουσία ούτε στις προεκλογικές τους καμπάνιες. Φρόντιζαν πάντοτε να παρουσιάζουν τις θέσεις τους με σαφή και εύστοχα συνθήματα και με καλλιτεχνικά άρτιο τρόπο, έτσι που να μην αφήνουν αδιάφορες τις εργαζόμενες μάζες, αλλά αντίθετα να τραβούν την προσοχή τους, με στόχο να σταθούν, να σκεφτούν, να συζητήσουν, να αποφασίσουν. Γι’ αυτό φρόντιζαν οι κομμουνιστές και συμπαθούντες καλλιτέχνες, οι οποίοι αναγόρευσαν την «αγκίτ-προπ» σε τέχνη περιωπής. Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, Σαμαρτζίδης, Ρώτας είναι μερικά ονόματα που μας έρχονται πρόχειρα στο νου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, επέλεξε τον Τζιώτη. Ενας αστός διαφημιστής για ένα αστικό κόμμα που θέλει να πάρει την εξουσία και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τα άλλα αστικά κόμματα με τα ίδια μέσα: ψέματα, μισές αλήθειες, καμουφλάζ των πραγματικών θέσεων, δημιουργία εικονικής πραγματικότητας.