Κανονικά, η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με μια αλυσίδα χιουμοριστικών, παραπολιτικών σχολίων. Ιδιαίτερα η τελευταία μέρα της, η Κυριακή, όταν εμφανίστηκαν στη σκηνή οι πρωταγωνιστές του πολιτικού θιάσου της πλατείας Συντάγματος. Ομως, ακόμη και μια κοινοβουλευτική συζήτηση-σόου έχει το πολιτικό της ενδιαφέρον, καθώς επιτρέπει να αποκρυπτογραφούνται οι πολιτικές στοχεύσεις των κομμάτων εξουσίας.
Στην ουσία, ήταν μια συνήθης συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης, με διευρυμένη σύνθεση ομιλητών και τριπλάσια διάρκεια. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Ζητούμενο ήταν οι εντυπώσεις. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι κάτι άλλαξε, επειδή καταψήφισε την κυβέρνηση η Τζάκρη, που περίμενε μια ευκαιρία για να το κάνει και ν’ ακολουθήσει τη δική της πορεία, έξω από το ΠΑΣΟΚ (μένει να δούμε πού θα βρει «απάγκιο»).
Η κυβέρνηση πήρε 153 θετικές ψήφους, στις οποίες πρέπει ν’ αθροιστεί κι αυτή του απόντος (για λόγους υγείας) Ν. Κακλαμάνη. Η κυβέρνηση, όμως, πέρα από κάτι σινιάλα που έρχονται από ΑΝΕΛ μεριά, μπορεί να λογαριάζει και στα «παρών» της ΔΗΜΑΡ και των Λοβέρδου-Αηδόνη-Μπόλαρη, που τη θωρακίζουν έναντι «ατυχήματος». Το επεσήμανε με νόημα ο Βενιζέλος, χωρίς να υπάρξει καμιά διαμαρτυρία (ή διευκρίνιση) από τον Κουβέλη. Ας μην αμφιβάλλει κανείς, ότι Κουβέλης και Λοβέρδος θα κάνουν ό,τι μπορούν για να στηρίξουν την κυβέρνηση, όσο δε θα είναι έτοιμοι για εκλογές. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πολιτική τους επιβίωση. Τα υπόλοιπα που λένε είναι σκέτη δημαγωγία.
Την επαύριο της ψηφοφορίας, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν πως έσκισαν τον αντίπαλο. Και ανέπτυσσαν τη γνωστή σε τέτοιες περιπτώσεις επιχειρηματολογία. Πριν δούμε ποιος έσκισε ποιον, πρέπει να μιλήσουμε για τον μεγάλο χαμένο, που είναι ο Βενιζέλος. Εχασε μια ακόμη έδρα (Τζάκρη), ενώ άκουσε τουλάχιστον τρεις βουλευτές (Σκανδαλίδη, Μωραΐτη, Κασσή) να δηλώνουν ότι ψήφισαν υπέρ της κυβέρνησης από ανάγκη, εκβιαζόμενοι, χωρίς να δίνουν λευκή επιταγή κ.λπ. Η εν γένει συμπεριφορά του θύμιζε λαβωμένο ρινόκερο που δεν ξέρει πού να στρέψει την οργή του, γεγονός που δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από την αναμφισβήτητη ευγλωττία του. Ο Σαμαράς του έδωσε χώρο, τα ΜΜΕ του Μπόμπολα και του Ψυχάρη τον στήριξαν και τον στηρίζουν, όμως οι ψηφοφόροι έχουν άλλα κριτήρια και ο Βενιζέλος, μολονότι επικαλείται τα αγαπημένα του ευαγγελικά ρητά (επί πώλου όνου ερχόμενος – σταύρωση – ανάσταση) πρέπει να θεωρείται τελειωμένος ως αρχηγός μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η τύχη του είναι πλέον άρρηκτα δεμένη με τη μακροημέρευση της κυβέρνησης Σαμαρά, με τον οποίο στο μέλλον μπορεί να βρεθεί και υπό την ίδια «ευρωπαϊκή» κομματική στέγη (εκτός αν ξαναγυρίσει ντροπιασμένος στην έδρα του στο ΑΠΘ).
Και από τους δύο «μονομάχους» ποιος κέρδισε, ο Τσίπρας ή ο Σαμαράς; Η κάθε πλευρά προσπάθησε να χτυπήσει τον αντίπαλο στα αδύνατα σημεία του. Ο Τσίπρας ανέδειξε όλα όσα υποφέρει ο ελληνικός λαός από την ακολουθούμενη πολιτική και σ’ αυτά απάντηση δεν πήρε. Κατά βάθος, όμως, ήξερε πως έχει και ο ίδιος πολλά τρωτά σημεία, στα οποία πάτησε ο Σαμαράς. Γι’ αυτό και έκανε τη γκάφα να ζητά το λόγο για να δευτερολογήσει στο τέλος, εισπράττοντας τη μειλίχια (αλλά σταθερή) άρνηση του Μεϊμαράκη, τον οποίο δεν τόλμησε να καταγγείλει. Αν ήταν τόσο σίγουρος για τη νίκη του, θα περιοριζόταν σε κάποια ατάκα από το έδρανό του και δε θα προδιδόταν από το άγχος του σώνει και καλά ν’ απαντήσει στον Σαμαρά.
Ο Σαμαράς από την άλλη, έχοντας στις πλάτες του τη συνέχιση της βάρβαρης πολιτικής που μέχρι να γίνει πρωθυπουργός κατήγγειλε, προσπάθησε να πάει τη συζήτηση στα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Επί της ουσίας, αποφεύγοντας αυτή τη φορά να πει οτιδήποτε περί «success story», έκανε μια γενικόλογη μελλοντολογική αναφορά στον «οδικό χάρτη εξόδου από το Μνημόνιο», που δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε σε αμφιθέατρο πρώτου έτους σχολής Οικονομικών των ΤΕΙ. Πράγματα χιλιοειπωμένα, που τ’ ακούμε από την εποχή των Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου και τα οποία διαψεύδονται όχι μόνο από την οικονομική ανάλυση, αλλά και καθημερινά από τις εξελίξεις.
Η ομιλία Τσίπρα είχε μπόλικες κορόνες, αλλά όχι εκείνα τα ηρωικά του παρελθόντος. Ηταν στο ίδιο πνεύμα με την ομιλία στο Τέξας, χωρίς βέβαια τον κυνισμό της (για λόγους απολύτως ευνόητους). Είχε προηγηθεί, άλλωστε, ο Δραγασάκης, κεντρικός ομιλητής του ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη μέρα της διαδικασίας, ο οποίος στρογγύλεψε τα πράγματα όσο έπρεπε, ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει με νόημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμπνέεται από την πολιτική Ομπάμα! Για να καλύψει την ουσία, για την οποία απέφυγε να μιλήσει, ο Τσίπρας το ‘ριξε και στη σκανδαλολογία και στην περιπτωσιολογία, επιλέγοντας τόνους μπαλκονιού και όχι τόνους πειστικής προγραμματικής επιχειρηματολογίας.
Σε έναν τομέα υπήρξε θεαματική η κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνο δεν «προειδοποίησε» τους υποψήφιους επενδυτές-πλιατσικολόγους να μην τολμήσουν να μπουν στο «κόλπο», γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα τους ακυρώσει τις επενδύσεις, αλλά αντίθετα εμφανίστηκε ως προστάτης των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονται στη χώρα μας με αποικιοκρατικές συμβάσεις (Cosco, Coca Cola, ΦΑΓΕ, ΒΙΟΧΑΛΚΟ κ.ά.). Αν αφαιρέσουμε την πολιτικάντικη φλυαρία, τα χουλιγκάνικα (περισσότερα από τον Σαμαρά, αλλά και ο Τσίπρας δεν πήγε πίσω) και τις δημαγωγικές κορόνες, εκείνο που έμεινε είναι η εικόνα των επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων αστικών κομμάτων να καυγαδίζουν για το ποιος είναι πιο άξιος να διαχειριστεί τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού και του κράτους του. Ποιος φέρνει ή διώχνει επενδύσεις, ποιος μπορεί να οδηγήσει σε έξοδο από το Μνημόνιο, ποιος μπορεί να φέρει την ανάπτυξη, ποιος είναι παράγοντας σταθερότητας και ποιος αποσταθεροποίησης, αυτά ήταν τα –ας τα πούμε– διακυβευόμενα της συζήτησης, που σαν λάιτ μοτίφ έρχονταν και επανέρχονταν συνεχώς στις τοποθετήσεις των μονομάχων. Στο τέλος, μέτρησαν αμφότεροι τις πληγές τους, τις βάφτισαν «μεγάλη νίκη» και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για τον επόμενο γύρο.