Ο Βούτσης -στο παρελθόν λόγω πολιτικής ιδιοσυγκρασίας και από όταν έγινε πρόεδρος της Βουλής, και λόγω θεσμικού ρόλου- παίζει το ρόλο του ειρηνοποιού μεσολαβητή ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα. Θυμηθείτε το ρόλο που έπαιξε στη διευθέτηση της κρίσης που είχε προκαλέσει ο νόμος Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, όταν αυτός ο νόμος κατέπεσε στο ΣτΕ, το οποίο τον κήρυξε αντισυνταγματικό. Μετά τα μεταμεσονύκτια… ηρωικά της Γεροβασίλη (με πολλά… χικ, γιατί… ήταν κρυωμένη η γυναίκα), ανέλαβε δράση ο Βούτσης. Παραμέρισε τον Παππά, διαπραγματεύθηκε ο ίδιος με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κατάφερε να εκλεγεί ένα ΕΣΡ διακομματικής σύνθεσης, με πρόεδρο πρόσωπο που υπέδειξε η ΝΔ. Εκτοτε, παρά τις «ζαβολιές» που συνεχώς κάνει ο Παππάς, ο Βούτσης είναι ο εγγυητής της συμφωνίας που έκανε με την αντιπολίτευση.
Ο Βούτσης είναι αυτός που ανέλαβε και πάλι να κλείσει το μέτωπο που άνοιξαν κυβερνητικά στελέχη (με εντολή του Μαξίμου) με τον δικαστικό μηχανισμό, μόλις το Μαξίμου συνειδητοποίησε ότι οδεύει σε νέο Βατερλό. Βγήκε, λοιπόν, στο κανάλι της Βουλής και αφού είπε τα απαραίτητα για να καλύψει και την κυβέρνηση («δεν χρειάζεται να υπάρχει κομματικοποίηση και πολιτικοποίηση αντιπολιτευτική από συνδικαλιστικά όργανα της Δικαιοσύνης»), μοίρασε ευθύνες ένθεν κακείθεν και κατέληξε ότι δημόσιες προτάσεις και τοποθετήσεις όπως αυτές του προέδρου της Δημοκρατίας ή του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νίκου Σακελλαρίου, αλλά και από πλευράς της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος, «κατατείνουν σε αυτήν την ορθολογική ενόραση και οπτική γύρω από μια εύλογη αντιπαράθεση που μερικές φορές υπάρχει, και είναι σε θετική κατεύθυνση».
Η φράση-κωδικός είναι η αναφορά στη διαγγελματικού τύπου δήλωση του προέδρου του ΣτΕ. Γιατί ο διορισμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ Ν. Σακελλαρίου, που είχε δώσει μάχη για να κριθεί συνταγματικός ο νόμος Παππά για τα κανάλια (αλλά έχασε στην ψηφοφορία, καθώς η αντιπολίτευση και οι καναλάρχες μάζεψαν περισσότερες ψήφους στην Ολομέλεια του ΣτΕ), που είχε κλείσει τα μάτια ακόμα και στη δημόσια διαπόμπευση του αντιπροέδρου του ΣτΕ, Ράντου, με την αποκάλυψη στοιχείων της προσωπικής του ζωής, αυτή τη φορά υπήρξε καταπέλτης κατά της κυβέρνησης.
Μερικά αποσπάσματα από τη δήλωση-διάγγελμα Σακελλαρίου, ο οποίος μίλησε «ως Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρχαιότερος Δικαστής της Χώρας και Πρόεδρος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», είναι αρκετά για να μας πείσουν για την πρόθεσή του: «Εκπροσωπώντας το σύνολο της ελληνικής Δικαιοσύνης καταδικάζω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις παντελώς αδικαιολόγητες αυτές επιθέσεις από όπου και αν προέρχονται, επιθέσεις, οι οποίες στρέφονται ευθέως κατά του Κράτους Δικαίου, θεμελιώδης πυλώνας του οποίου είναι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, στη μείωση του κύρους της οποίας προδήλως αποβλέπουν.
Με άκριτες ενέργειες, λοιδωρίες, αδικαιολόγητους και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς αλλά και προσβλητικούς για τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης υπαινιγμούς περί δήθεν αρνήσεώς τους να εκπληρώσουν βασικές υποχρεώσεις τους επιχειρείται, κατά συστηματικό πλέον τρόπο, να κλονισθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της».
Φωτογραφίζοντας υπουργούς, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και κομματικές φυλλάδες, ο Σακελλαρίου απαίτησε «οι απρόκλητες αυτές επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της να παύσουν αμέσως». Υψώνοντας ασπίδα προστασίας μπροστά από το σύνολο του δικαστικού μηχανισμού, ο Σακελλαρίου απεφάνθη (με ύφος που δε σηκώνει αντίρρηση), ότι «η Δικαιοσύνη σέβεται απολύτως τον θεσμικό ρόλο της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, απαιτεί όμως και τον ανάλογο σεβασμό του δικού της θεσμικού ρόλου». Αφού συνέχισε με ύμνους για τον δικαστικό μηχανισμό, σαν τα μέλη του να αποτελούν την αφρόκρεμα της κοινωνίας (να ξεχάσουμε, άραγε, τον ρόλο που έπαιξε αυτός ο μηχανισμός στην υπηρεσία όλων των δικτατορικών, μοναρχοφασιστικών, χουντικών καθεστώτων;), ο Σακελλαρίου πέταξε ένα «καρφί», φωτογραφίζοντας τη Θάνου, που είναι πλέον επικεφαλής στο Νομικό Γραφείο του Τσίπρα («υποχρεωτική αποχώρηση [των δικαστών] από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, το ακριβές χρονικό σημείο της οποίας προσδιορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα με απόλυτη σαφήνεια και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως») και έκλεισε με μια προειδοποίηση προς την κυβέρνηση: «Οφείλουμε τέλος να προειδοποιήσουμε ότι υπό τις παρούσες αμιγώς μνημονιακές συνθήκες θεωρούμε εξαιρετικά επικίνδυνο κάθε συνταγματικό πειραματισμό, ο οποίος θα οδηγούσε σε έλλειμμα δικαιοσύνης».
Η δήλωση Σακελλαρίου επισκίασε ό,τι είχε ειπωθεί από πλευράς δικαστικού μηχανισμού προηγουμένως. Δηλαδή, τις ανακοινώσεις της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (με τις οποίες διαφώνησε δημόσια η μειοψηφία της, με αποτέλεσμα ένα ξεκατίνιασμα των συνδικαλιστών του δικαστικού σώματος). Η ΕΔΕ είχε καταγγείλει ότι «συστηματικά και μεθοδικά επιχειρείται εδώ και καιρό η πλήρης υποταγή και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης ώστε να λειτουργεί όχι ως ανεξάρτητη εξουσία αλλά ως κυβερνητικός μηχανισμός», προσωποποιώντας την καταγγελία της: «Υπουργοί και βουλευτές εκτοξεύουν καθημερινά αστήρικτες κατηγορίες σε βάρος δικαστών και εισαγγελέων για μεροληπτικές αποφάσεις και ύπαρξη σκοπιμοτήτων που στόχο έχουν δήθεν την παρεμπόδιση του Κυβερνητικού έργου». Δε δίστασε μάλιστα να κάνει σύγκριση της συμπεριφοράς της κυβέρνησης με όσα γίνονται στην Πολωνία!
Πετώντας στην άκρη κάθε πρόσχημα, η ΝΔ έσπευσε -με επίσημη ανακοίνωση- να «υιοθετήσει» την ΕΔΕ («Οταν οι έλληνες δικαστές αισθάνονται διαρκείς παρεμβάσεις από την κυβερνητική εξουσία, η Δημοκρατία στη χώρα μας δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο») και να καλέσει τον Τσίπρα «έστω και τώρα, να συνειδητοποιήσει τις βαριές του ευθύνες και να σταματήσει τον ολισθηρό δρόμο της χειραγώγησης της ελληνικής Δικαιοσύνης». Στην ίδια γραμμή, αν και λιγότερο απροκάλυπτα, συντάχθηκαν το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, ενώ ακόμα και η μειοψηφία της ΕΔΕ, στη δημόσια διαφωνία της, δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε «ανεπίτρεπτες ευθείες βολές, που δέχθηκε, ως μη όφειλε, τις τελευταίες ημέρες η Δικαιοσύνη από κυβερνητικούς και άλλους γραφικούς πλέον παράγοντες, με αφορμή συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις και δη ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας», κριτικάροντας την πλειοψηφία της ΕΔΕ ότι, παρά αυτές τις επιθέσεις, δεν νομιμοποιείται «να υπερβαίνει τον προαναφερόμενο σκοπό της και να θέτει τη Δικαστική Λειτουργία στο μέσο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης».
Ηταν φανερό ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο. Η δήλωση Σακελλαρίου ήταν αυτή που τους έκανε… χαλκομανία στον τοίχο. Γιατί, όπως προείπαμε, ο Σακελλαρίου έχει τοποθετηθεί στην προεδρία του ΣτΕ απ' αυτή την κυβέρνηση και μέχρι τώρα ήταν στο πλευρό της. Τότε είναι που στο Μαξίμου είπαν το «Αλέξη, χάσαμε» και κλήθηκε ο Βούτσης να παίξει τον ειρηνοποιό του ρόλο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Θάνου, μολονότι κλήθηκε ως πρώην πρωθυπουργός, δεν παρέστη στη γιορτή του Πάκη για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» (προφανώς για να μη βρεθεί βιζαβί με τους μέχρι πρότινος συναδέλφους της). Αντίθετα, ο Σακελλαρίου ήταν εκεί και έκανε και δηλώσεις σε πηγαδάκι με δημοσιογράφους. «Μετά τη σημερινή παρέμβαση, εύχομαι να μη χρειαστεί να επανέλθω» είπε. Και συμπλήρωσε σε στιλ Βούτση, «γλυκαίνοντας» την προηγούμενη σκληρή αντικυβερνητική δήλωσή του: «Υπήρχαν και άγαρμπες παρεμβάσεις από τη μια πλευρά, αλλά και άκομψες απαντήσεις από την άλλη». Η Θάνου απάντησε δυο μέρες μετά, κατηγορώντας τον Σακελλαρίου για υπέρβαση των ορίων του θεσμικού του ρόλου (με τη δήλωση που έκανε).
Η διαπάλη για τον έλεγχο του δικαστικού μηχανισμού δεν πρόκειται, φυσικά, να σταματήσει. Αυτός πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει, για-τί τα αστικά κόμματα θέλουν να αυξήσουν την επιρροή τους σ' αυτόν τον μηχανισμό, τον τόσο σημαντικό για την άσκηση της εξουσίας. Σ' αυτή τη φάση, όμως, όλα δείχνουν ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχασαν κατά κράτος και αναγκάζονται να αναδιπλωθούν. Ετσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, μόνο αυτοί χάνουν από τη διαμάχη. Χάνουν πολιτικά. Ο δικαστικός μηχανισμός δεν έχει να χάσει τίποτα, γιατί υποτίθεται ότι δεν πολιτεύεται. Πέραν των πολιτικών απωλειών, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν και «τραχανά απλωμένο», καθώς η υπόθεση Καμμένου-Γιαννουσάκη είναι ανοιχτή και ζέουσα. Κι αν στη Βουλή έχουν την πλειοψηφία, τον δικαστικό μηχανισμό δεν μπορούν να τον εμποδίσουν να τους εκθέσει, άμα το επιλέξει.