Αφορμή για σκέψεις μας έδωσε το παρακάτω κομμάτι ενός άρθρου της Ελευθεροτυπίας, το οποίο δεν απασχόλησε ιδιαίτερα κανέναν, αν και θα έπρεπε να μας προβληματίσει όλους (αφήσαμε δέκα μέρες να περάσουν, μήπως και δούμε να διατυπώνεται οποιοσδήποτε προβληματισμός, αλλά μάταια):
«Στην αναταραχή αλλά και την αμηχανία που επικρατεί στις τάξεις των αναρχικών και των αριστεριστών, σχετικά με τη στάση τους για τις απεργίες πείνας που κάνουν οι καταδικασθέντες της 17Ν, αποδίδουν στελέχη της Κρατικής Ασφάλειας τους εμπρησμούς τραπεζών στο κέντρο της Αθήνας, το βράδυ του Σαββάτου. Οι αρχές ασφαλείας κρατούν διακριτική στάση αναμονής και δεν θέλουν να προσφέρουν ερείσματα συσπείρωσης σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό χώρο που εμφανίζει αδυναμία για μαζική συμμετοχή σε ακραίες αντιδράσεις».
Αναταραχή και αμηχανία. Δύο από τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που ταλαιπωρεί παλαιόθεν το κίνημα. Ενας χώρος με θεωρητικά μα και πρακτικά προβλήματα άμεσης δράσης ή αντίδρασης, λόγω των ετερόκλητων (;) δυνάμεων που συγκεντρώνει. (“Και ένας αριστερός ν’ απομείνει στην Ελλάδα, θα αυτοδιασπαστεί” γράφει ο Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία-24/10). Αναταραχή και αμηχανία που προσπαθούν να υπερκεραστούν με συσκέψεις επί συσκέψεων, με ατέλειωτες, συχνά ανέξοδες συζητήσεις που απορροφούν και ως αποσβεστήρες κάποτε εκτονώνουν τη διάθεση για δράση, με μια επίπονη διαδικασία διύλισης και το ατελέσφορο της βάσης λειτουργίας τους. Με το ειδικό βάρος συχνά να συνοψίζεται στην παρουσία και μόνο, στην απόκτηση του πιστοποιητικού συμμετοχής (που επικυρώνεται το πολύ-πολύ με μια ανακοίνωση ή μια αφίσα) και όχι στην ουσιαστική δράση. Και η ανακοίνωση των αρχών να επισημαίνει ξεκάθαρα (ίσως και με κάποια δόση ειρωνείας) την αδυναμία συσπείρωσης και μαζικής συμμετοχής.
Είχαμε ξαναγράψει ότι σε μια εποχή που το κίνημα βάλλεται πανταχόθεν με υπερόπλα, είναι τουλάχιστον φαιδρό να αναλώνεται σε έναν άκρατο γραφειοκρατισμό και μια εκστρατεία ανάδειξης της λεπτομέρειας που στοιχειοθετεί διαφοροποίηση των μελών του, σε βάρος της συσπείρωσης και της κοινής δράσης. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται μετά από κάθε τέτοια διαδικασία είναι καταλυτικές, τόσο για το ζητούμενο της κάθε κινητοποίησης, όσο και για το μέλλον του κινήματος. Είναι πολύ πιο εύκολο για οποιονδήποτε “πυροσβεστικό” φορέα ν’ αντιμετωπίσει δέκα μικροεστίες που ανάβουν εδώ κι εκεί, παρά μια ενδεχόμενη μεγάλη φωτιά που θα μπορούσαν να συνθέσουν αυτές οι εστίες σ’ ένα και μόνο σημείο του πολιτικού σκηνικού, με πολύ πιο θεαματικά αποτελέσματα. Ολα αυτά σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι το κίνημα διέρχεται συνθήκες ήττας, δίνουν στους “πυροσβέστες” την άνεση (και συχνά την ασυδοσία) να μετέρχονται θεμιτούς κι αθέμιτους τρόπους για να κάνουν τη νίκη τους συντριπτική, στο δρόμο για την ποθούμενη οριστικοποίησή της. Γνωστά κι απλοϊκά όλα αυτά όταν τα ακούει κανείς, γίνονται όμως εκνευριστικοί αναστολείς στην επανάληψή τους μέσα στα χρόνια, χωρίς ιδιαίτερες διαθέσεις για υπέρβασή τους σε πρακτικό επίπεδο, από την πλευρά των απαρτίων του κινήματος.
Οπως τονίσαμε και στην εκδήλωση της Θεσσαλονίκης (16/10), είναι καιρός να σκεφτούμε μια πανελλαδική συνάντηση των απαρτίων του κινήματος και έναν γόνιμο απολογισμό κι επαναπροσδιορισμό, σύμφωνα με την αρχική ιδέα που ξεπήδησε από τους πέτρινους τάφους του Κορυδαλλού. Γιατί κάποτε θα πρέπει να πάψουμε να συζητάμε για τη συζήτηση και να δρούμε για τη δράση. Να πάψουμε να μιλάμε –όχι άδικα- για την αισχρή στάση κάποιων, όπως σωστά τόνισε ο Πέτρος Γιώτης στην ίδια εκδήλωση. Κάποτε θα πρέπει να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Εστω και ίσα-ίσα για να μην μας φτύνουν…
Θοδωρής Μπακάλης